Αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομα τους, τα κάθε λογής “talent shows” όπου ένα πάνελ σπουδαιοφανών κριτών συναγωνίζεται, προς όφελος της τηλεθέασης, για το ποιος θα ταπεινώσει περισσότερο τους διαγωνιζόμενους δεν αποτελεί Ελληνική πατέντα. Οι«κουτόφραγκοι» μας έβαλαν τα γυαλιά και σε αυτό καθώς τέτοιου είδους εκπομπές μονοπωλούσαν την τηλεθέαση και τις στήλες των κουτσομπολίστικων περιοδικών της“πολιτισμένης Ευρώπης” όταν εμείς ακόμα…τρώγαμε βαλανίδια. Σε μια χώρα ωστόσο που η καινοτομία αποτελεί λήμμα προς εξαφάνιση για την καθημερινότητα των πολιτών της, ακόμα και η καφρίλα οφείλει να είναι εισαγόμενη. Οι φωτεινοί παντογνώστες της μόδας που απαρτίζουν την κριτική επιτροπή του τελευταίου talent show μόδας του Star δεν είναι παρά ζοφερά κακέκτυπα των Δυτικών- Άγγλων και Αμερικάνων- συναδέλφων τους.
Από την άλλη κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι αυτό που προβάλλεται στην τηλεόραση δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από την πιστή αντανάκλαση μιας κοινωνίας που η κρίση τη βύθισε ακόμα περισσότερο στο φθόνο αποσαθρώνοντας τους θεσμικούς και συνεκτικούς ιστούς της. Η προσβολή και η συνειδητή απόπειρα ταπείνωσης του άλλου συνιστούν το καθημερινό συνάλλαγμα επιβίωσης, ανέλιξης και κοινωνικού σεβασμού σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας και κάθε πεδίο αλληλεπίδρασης. Από τις σχολικές αλάνες,μέχρι το εργασιακό περιβάλλον, την οικογένεια ακόμα και τις μικροκοινωνίες που δημιουργούνται ανάμεσα στους θαμώνες των μπαρ και των άλλων χώρων εστίασης. «Προσβάλλω» σημαίνει μαρκάρω το χώρο μου εξωθώντας τον άλλον στο περιθώριο. Η μειονεξία καμουφλάρεται με την ανάδυση εκείνων των ενστίκτων που επιδιώκουν την απαξίωση πρώτα των πιο θεωρητικά αδύναμων ή αποσυνάγωγων και ακολούθως όλων των υπόλοιπων. Ακόμα και εκείνος που θα αρνηθεί να ανταποδώσει μοιραία θα παραγκωνιστεί.
«Ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους που επιδιώκουν να προσβάλλουν τον άλλον χωρίς προφανή λόγο». Αναρωτιέται ο κεντρικός ήρωας του Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα». Για να συνειδητοποιήσει αργότερα ότι ουσιαστικά δεν χρειάζεται προφανής λόγος. Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από εύλογο σε χώρους ακραίου ανταγωνισμού, όπως εκείνοι της μόδας ή της τέχνης, τέτοιου είδους συμπεριφορές να εκδηλώνονται ακόμα πιο απροκάλυπτα, ανελέητα και απροσχημάτιστα αποκτώντας ένα σχήμα κανονικότητας. Η χυδαιότητα αποποινικοποιείται και τοποθετείται στο απυρόβλητο όχι μόνο ως αναγκαία αλλά και απολύτως δικαιολογημένη. Η κατακραυγή στα social media απλά λειτουργεί ως συμπληρωματικός βραχίονας στην αναμόχλευση του σούσουρου εξυπηρετώντας στο τέλος τις προθέσεις των πρωτεργατών αντίστοιχων προγραμμάτων. Είναι επομένως υποκριτικό και άδικο να κατακρίνουμε τον καθρέφτη μας και να πυροβολούμε την Καγιά. Αν θέλουμε πραγματικά κάτι να αλλάξει, ας κοιταχτούμε καλύτερα μέσα του μήπως και συνειδητοποιήσουμε κάποια στιγμή την ασχήμια της ψυχής που καμία φυσιογνωμική ανορθογραφία και κανένα σημάδι κυτταρίτιδας δεν μπορεί να συναγωνιστεί...