Η δεύτερη θητεία του Τραμπ και η αμερικανική Ηγεμονία

Οι νέες απαιτήσεις των ΗΠΑ προς τους ατλαντικούς συμμάχους καταδεικνύει την αμερικανική βούληση να αντλήσει πόρους από τη συμμαχική της σφαίρα για τις ανάγκες της αμερικανικής ηγεμονίας.
20 Ιανουαρίου 2025 Aμερικανικές σημαίες γύρω από το Μνημείο της Ουάσινγκτον
20 Ιανουαρίου 2025 Aμερικανικές σημαίες γύρω από το Μνημείο της Ουάσινγκτον
via Associated Press

Άμα τη αναλήψει των προεδρικών του καθηκόντων ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ‒μεταξύ πολλών άλλων‒ ότι η περίοδος της αμερικανικής παρακμής τελείωσε και πως οι βασικές πολιτικές της διακυβέρνησής του θα δρομολογηθούν παρευθύς και απαρέγκλιτα. Οι προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, αποτύπωσαν την πλήρη επικράτηση του Τραμπ, ο οποίος επανάκαμψε ως ένοικος του Λευκού Οίκου για δεύτερη φορά στον ταραχώδη πολιτικό –κι όχι μόνο– βίο του. Η κατίσχυσή του ήταν πρωτίστως πολιτική, στο βαθμό που τα εκλογικά διακυβεύματα είχαν πολώσει το κοινωνικό σώμα για μια σειρά ζητημάτων τα οποία άπτονται του προσανατολισμού της αμερικανικής κοινωνίας, καθιστώντας τις εκλογές μάλλον τις σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα αυτά καθ’ εαυτά, ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε 77,3 εκ. ψήφους (το 2016 είχε λάβει 62,9 εκ. και το 2020, 74,2 εκ.), ενώ η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος Κάμαλα Χάρις έλαβε 75 εκ. ψήφους (η Χίλαρι Κλίντον το 2016 είχε λάβει 65,8 εκ. ενώ ο πρώην Πρόεδρος Joe Biden το 2020 81,2 εκ.). Ακόμα και μια απλή αριθμητική παράθεση καταμαρτυρά ότι ο Τραμπ αύξησε διαδοχικά τις ψήφους που έλαβε και στις τρεις προεδρικές εκλογές που συμμετείχε, αποτυπώνοντας και εκλογικά την απήχησή του στην αμερικανική κοινωνία· ενώ η Χάρις δεν μπόρεσε να επαναπροσελκύσει ανάλογο αριθμό ψηφοφόρων –την εμπιστευθήκαν 6 εκατομμύρια λιγότεροι εν σχέσει με τον Μπάιντεν– συγκριτικά με τις εκλογές του 2020. Οι λιγότερες ψήφοι προς τη δημοκρατική υποψήφια ‒πέραν των ζητημάτων εσωτερικής πολιτικής‒ ως ένα βαθμό οφείλονται και στην ασκούμενη αμερικανική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, μετά τον Οκτώβριο του 2023.

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα και ο ‒έστω οριακός‒ έλεγχος των δύο νομοθετικών σωμάτων (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων) του παρέχουν σχετική ευχέρεια στην άσκηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την εκλογή ως την ανάληψη των καθηκόντων του και κυρίως εν όψει της δεύτερης θητείας Τραμπ το σύνολο σχεδόν της διεθνούς κοινότητας προβληματίζεται για τους στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τις δύο πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες διαχειρίστηκαν μάλλον επιπόλαια την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία τους στο διεθνές σύστημα προβαίνοντας σε στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτα κράτη με αμφίβολη στρατηγική στόχευση, σπαταλώντας πολύτιμους οικονομικούς πόρους και διπλωματικό κεφάλαιο, διαχέοντας το τεχνολογικό τους προβάδισμα σε αναδυόμενα κράτη· ενώ καλούνται την τελευταία δεκαετία υπό δυσμενέστερες συνθήκες να διασφαλίσουν και να διαιωνίσουν την ηγεμονία τους.

Η διαχείριση της αμερικανικής ηγεμονίας στην παρούσα συγκυρία απαιτεί απαιτητικότερους στρατηγικά χειρισμούς λόγω δυσμενέστερων οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών περιστάσεων. Οι πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ στις Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον λειτούργησαν αποτελεσματικότερα υπό συνθήκες ηγεμονικού ανταγωνισμού ‒βλ. Δεύτερος Παγκόσμιος και Ψυχρός Πόλεμος‒ σε σύγκριση με την περίοδο της μεταψυχροπολεμικής αμερικανικής «πλημμυρίδας», κατά την οποία «σπατάλησαν» σχετικά εύκολα την προνομιακή τους θέση στο διεθνές σύστημα.

Στα μεθεόρτια της ψυχροπολεμικής κατίσχυσης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θεώρησαν επί τη βάσει των οικείων αντιλήψεων και θεσμών, που συγκρότησαν το αμερικανικό έθνος ως πολιτικό υποκείμενο, δύνανται να προκύψουν ιδεολογικές και θεσμικές αναλογίες διαμόρφωσης και διασφάλισης της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης, γεγονός που έθρεψε τους συλλογικούς αμερικανικούς μύθους και δημιούργησε προσδοκίες ‒σε Αμερικανούς και μη-Αμερικανούς ‒ σχετικά με την οικουμενική τους αποστολή.

Μετά το πέρας της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής ευφορίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκαν ως μία «κουρασμένη», βρισκόμενη σε μία αυτό-τιμωρητική εσωστρέφεια και εν πολλοίς αποπροσανατολισμένη κοινωνία. Αν και οι αμερικανικοί συντελεστές ισχύος επαρκούσαν για να συντηρήσουν την ηγεμονική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα, αυτή φαινόταν περισσότερο επισφαλής απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Υπό αυτό το πρίσμα αμφισβητήθηκε και η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος, ως απότοκο της ηγεμονικής του διαχείρισης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είναι γεγονός ότι ο κινεζικός ηγεμονικός ανταγωνισμός και μία σειρά ζητημάτων στο διεθνές σύστημα ‒από περιφερειακές συρράξεις ως και τη δημιουργία εναλλακτικών, των αμερικανοκεντρικών, διεθνών θεσμών και καθεστώτων‒ εκ των πραγμάτων ώθησαν την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε διαφορετικές ‒ορθολογικότερες ή μη ίδωμεν‒ επιλογές. Η ρητορική του Τραμπ, με αποκορύφωμα την ομιλία του κατά την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων, αποτυπώνει μια νέα οπτική για την αμερικανική πολιτική.

Ως προς την εσωτερική της διάσταση, εγκαταλείπονται πολιτικές ‒ κυρίως στο πεδίο του δικαιωματισμού και των αξιώσεων επανακαθορισμού των βασικών αξόνων της αμερικανικής κοινωνίας‒ που κυριάρχησαν τις δυο προηγούμενες δεκαετίες. Στο πεδίο δε της εξωτερικής πολιτικής ευθαρσώς διακηρύσσεται ότι η εξυπηρέτηση του αμερικανικού συμφέροντος θα συνιστά την κύρια και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα της αμερικανικής κυβέρνησης.

Η νέα προσέγγιση αποσκοπεί στη διαιώνιση της αμερικανικής ηγεμονίας και συνδιαμορφώνεται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πεδία.

Το πρώτο αφορά τη θέση και το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτείων στην κανονιστική διάσταση της διεθνούς τάξης για την οποία η αμερικανική εξωτερική πολιτική υιοθετεί πρακτική των ελάχιστων δυνατών δεσμεύσεων προς τα ισχύοντα κανονιστικά πλαίσια και επιλεκτικής συμμετοχής στην πολυμερή διπλωματία. Η εν λόγω αμερικανική αποστασιοποίηση στοχεύει στην απρόσκοπτη και με λιγότερες δεσμεύσεις προώθηση του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος στη διεθνή πολιτική.

Το δεύτερο έγκειται στον ανταγωνισμό με την Κίνα, τη Ρωσία και άλλα αναδυόμενα κράτη, τα οποία ήδη ακολουθούν μια πιο ανεξάρτητη ή και ανταγωνιστική προς τη Δύση εξωτερική πολιτική. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υιοθετήσει μια στρατηγική ηγεμονικού ανταγωνισμού πρωτίστως έναντι της Κίνας και δευτερευόντως της Ρωσίας. Αν και ο Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία υπήρξε υπέρμαχος των ηγεμονικών διευθετήσεων, εν τέλει δεν κατόρθωσε να τις επιτύχει. Τέτοια προοπτική ως προς την Κίνα δεν εγγράφεται πλέον στη δεύτερη θητεία του, διότι ο σινο-αμερικανικός ηγεμονικός ανταγωνισμός συνιστά δομικό χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος, ανεξαρτήτως των όποιων διαφοροποιήσεων μεταξύ των αμερικανικών κυβερνήσεων την τελευταία δεκαετία.

Το τρίτο πεδίο περιλαμβάνει τα κράτη που συναποτελούν το συμμαχικό δίκτυο ‒ηγεμονική σφαίρα‒ των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και διευρύνθηκε μεταψυχροπολεμικά.

Οι νέες αμερικανικές απαιτήσεις προς τους ατλαντικούς συμμάχους αποσκοπούν στην αναδιανομή πόρων εντός του διατλαντικού πλαισίου -οικονομικού και στρατηγικού. Τόσο η αμερικανική προτροπή για αυξημένες αμυντικές δαπάνες, όσο και η αξίωση υποχρεωτικής εισαγωγής αμερικανικών υδρογονανθράκων από τα ευρωπαϊκά κράτη ‒πέραν της αμιγώς εμπορικής στόχευσης: να συρρικνωθεί το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωσηκαταδεικνύει την αμερικανική βούληση να αντλήσει πόρους από τη συμμαχική της σφαίρα, ώστε να τους χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της αμερικανικής ηγεμονίας. Αυτό που φαίνεται να αλλάζει με τη νέα διακυβέρνηση Τραμπ είναι ο τρόπος διαχείρισης της αμερικανικής ηγεμονίας καθώς διαμορφώνεται μία νέα εξωτερική πολιτική σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες δύνανται να διαφοροποιήσουν τους κανόνες στο εμπορικό, στρατηγικό και θεσμικό πεδίο έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί κατά προτεραιότητα το αμερικανικό συμφέρον, είτε αυτό αφορά την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κινεζικής ηγεμονικής πρόκλησης, είτε άλλες στοχοθεσίες της Ουάσιγκτον.

Παρά την αμφισβητήσιμη αποτελεσματικότητα των δασμολογικών πρακτικών, στη συλλογιστική του Τραμπ η υιοθέτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες ‒ τόσο προς τους ανταγωνιστές, όσο και τους συμμάχους της‒ θα επιφέρουν μία επωφελέστερη για την αμερικανική κυβέρνηση αναπροσαρμογή των συμμαχικών και εταιρικών της σχέσεων, θα συσσωρεύσουν επιπρόσθετους πόρους για τον αμερικανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και θα αποτελέσουν εργαλείο διαπραγμάτευσης στον αυξανόμενο ανταγωνισμό με την Κίνα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι η χώρα του, ως ο ηγεμόνας του διεθνούς συστήματος, δεν πρέπει πλέον να παρέχει δωρεάν τα «δημόσια αγαθά» που είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία του, επιδιώκοντας αποκλεισμό από αυτά για τα ανταγωνιστικά κράτη και αυξημένο κόστος χρήσης για τους συμμάχους. Ο αμοιβαία αποδεκτός επιμερισμός του κόστους διαχείρισης της αμερικανικής ηγεμονίας προς τα κράτη που την συναπαρτίζουν αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της επιτυχίας της τα τελευταία ογδόντα έτη κι ως έναν βαθμό είναι κατανοητή και στην παρούσα διεθνοπολιτική συγκυρία. Δυσνόητες και κρίσιμες φαίνονται οι νέες διευρυμένες απαιτήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίες αν τελικά ισχύσουν στην ολότητά τους πολύ πιθανόν να ενεργοποιήσουν κίνητρα διαρραγής των ευρω-ατλαντικών και των άλλων διμερών σχέσεων που συγκρότησαν την αμερικανική Ηγεμονία._

Δημοφιλή