«... Ήταν μια σχέση βαθιά ειλικρινής, με σεβασμό και ευγένεια προ πάντων. Ο Τσιτσάνης ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος με ένα ιδιαίτερο χιούμορ και πάντα λίγο -ας μου επιτραπεί να πω- απόμακρος. Ήταν σε έναν δικό του κόσμο αλλά παρατηρούσε τα πάντα και σαν σφουγγάρι έπαιρνε κάθε καινούργια πληροφορία η οποία την κατάλληλη στιγμή «έμπαινε» στο έργο του χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Έτσι απλά. Αφομοίωνε τα πάντα και τα έκανε δικά του».
Το 1973 κυκλοφορεί από την Columbia ο δίσκος «Τα Ωραία του Τσιτσάνη», με 12 επανεκτελέσεις, στον οποίον η Δήμητρα Γαλάνη τραγουδά δύο τραγούδια, μεταξύ αυτών και το «Ακρογιαλιές Δειλινά». Είναι ένα κορίτσι 21 ετών και ο Τσιτσάνης της εμπιστεύεται ένα αγαπημένο τραγούδι που έχει γράψει στις αρχές του 1947 και είχε πει η Στέλλα Χασκίλ. Κάπως έτσι άρχισε αυτή η θαυμάσια ιστορία -που συνεχίζεται.
Η Δήμητρα Γαλάνη μιλά στη HuffPost Greece για τον Βασίλη Τσιτσάνη, με αφορμή την πρώτη επίσημη παρουσίαση της Ορχήστρας Βασίλης Τσιτσάνης, στις 4 και 5 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής.
Δύο συναυλίες, δύο βραδιές «μαγικές, ονειρεμένες», με την ίδια -που είχε επιλέξει ο συνθέτης ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών του-, τη Νατάσσα Μποφίλιου και βεβαίως, τη νέα ορχήστρα που ιδρύθηκε εφέτος, κατόπιν πρωτοβουλίας της οικογένειάς του Τσιτσάνη και υπό την καθοδήγηση του Μανώλη Πάππου, δεξιοτέχνη του μπουζουκιού και ουσιαστικού γνώστη του έργου του μεγάλου δημιουργού.
Ο Δάσκαλος, ο άνθρωπος, το ιστορικό «Χάραμα», η πρώτη συνάντηση, το μήνυμα που της έστειλε από το Λονδίνο όπου νοσηλευόταν λίγο πριν το τέλος, αλλά και η απάντηση στην ερώτηση, σε ποιο από τα τραγούδια του Τσιτσάνη χτυπά πιο δυνατά η καρδιά της όσα χρόνια κι αν περάσουν.
-Σας παίρνει τηλέφωνο ο Τσιτσάνης και σας λέει, θέλω να πεις ένα τραγούδι κι εσείς απαντάτε «μάλιστα, κύριε Τσιτσάνη, παρότι δεν τραγουδάω λαϊκά».
Ναι, κάπως έτσι έγινε. Του είπα ότι δεν ήξερα αν είχα τις προδιαγραφές για να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις που είχαν τα τραγούδια του και μου απάντησε ότι τις είχα απλά δεν το ήξερα. Αργότερα όταν δουλέψαμε μαζί κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε και τελικά είχε δίκιο.
“Του ζήτησα να μου δώσει να ακούσω τη πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού που είχε κάνει η θρυλική Στέλλα Χασκίλ μιας και δεν το είχα για να το ακούσω. Μου το απόκλεισε λέγοντας μου να το μάθω όπως μου το διδάσκει ο ίδιος”
-Είχατε γνωριστεί πριν από το τηλεφώνημα; Πότε και πού έγινε η πρώτη διά ζώσης συνάντηση σας; Τι θυμάστε, τι έμεινε χαραγμένο στη μνήμη σας από εκείνη την ημέρα;
Τον είχα γνωρίσει στο Χάραμα όπου πήγαινα κι εγώ σαν όλους τους έλληνες να τον ακούσω. Τίποτα περισσότερο. Η πρώτη μας ουσιαστική συνάντηση έγινε στο σπίτι του, στον χώρο που εργαζόταν όπου δουλέψαμε πάνω στο «Ακρογιαλιές Δειλινά», το τραγούδι που με είχε καλέσει να τραγουδήσω στον δίσκο του «Τα Ωραία του Τσιτσάνη».
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι, όταν μου έπαιξε και μου έμαθε το τραγούδι του ζήτησα να μου δώσει να ακούσω τη πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού που είχε κάνει η θρυλική Στέλλα Χασκίλ μιας και δεν το είχα για να το ακούσω. Μου το απόκλεισε λέγοντας μου να το μάθω όπως μου το διδάσκει ο ίδιος και να το θεωρήσω σαν ένα καινούργιο τραγούδι που θα το πω για πρώτη φορά. Δεν ήθελε να επηρεαστώ καθόλου από την πρώτη εκτέλεση. Μου έκανε τεράστια εντύπωση αυτό και προχωρήσαμε έτσι όπως ήθελε.
-Το 1975, ο Τσιτσάνης κάνει τον πρώτο του δίσκο στη μεταπολίτευση, έναν δίσκο με καινούργια τραγούδια μετά από χρόνια (σε λόγια δικά του και του Κώστα Βίρβου) και γράφει για τη φωνή σας τη «Νοσταλγία». Τι σήμαινε για εσάς τότε το γεγονός ότι, ο Τσιτσάνης γράφει τραγούδια για τη φωνή σας; Τι σας είχαν πει οι γονείς σας;
Από ό,τι φάνηκε τελικά έμεινε πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της πρώτης μας συνάντησης και αυτό φαίνεται ότι τον ώθησε να γράψει καινούργια τραγούδια για τη φωνή μου. Έτσι μου έδωσε τη «Νοσταλγία» και το «Η σκιά μου κι εγώ», δυο υπέροχα τραγούδια που τραγούδησα σε πρώτη εκτέλεση στον δίσκο του «Σκοπευτήριο». Η χαρά μου για την τιμή που μου γινόταν ήταν απερίγραπτη. Η οικογένεια μου επίσης ενθουσιάστηκε, γνωρίζοντας απόλυτα και αυτή το μέγεθος του δημιουργού.
-Ο Τσιτσάνης σας θεωρούσε εξαιρετική τραγουδίστρια στο λαϊκό τραγούδι -λίγα χρόνια αργότερα, το 1977, δηλώνει η Γαλάνη είναι η πιο σημαντική φωνή από τη νέα γενιά- γνωρίζοντας βεβαίως, τα βήματα σας (Μούτσης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Σπανός…). Πότε νιώσατε ότι πατάτε γερά στο λαϊκό τραγούδι;
Η έκφραση «πατάω γερά» δεν είναι στο λεξιλόγιο μου όσον αφορά την τέχνη μου. Για τον απλούστατο λόγο ότι η τέχνη μας είναι μια συνεχής «σπουδή» και μια «ακροβασία» που δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε φορά είναι σαν μια πρώτη φορά και οι κινήσεις πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές, μελετημένες και δουλεμένες ώστε να φτάσεις όσο γίνεται τα επίπεδα του ίδιου του έργου. Αυτό όλο πρέπει να γίνεται χωρίς να χάνεις ίχνος από τον αυθορμητισμό, τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια του τραγουδιού. Ήσυχα, αλλά με απόλυτη επίγνωση του τι λες. Για μένα αυτό είναι το ζητούμενο και αυτό έμαθα δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς. Ν’ αγγίζω όσο γίνεται περισσότερο αυτό που έχουνε οι ίδιοι φανταστεί για το έργο τους. Να δω την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Τότε θεωρώ ότι ερμηνεύω το έργο. Τότε αισθάνομαι ότι έχω κάνει σωστά αυτό το οποίο έχω κληθεί να κάνω.
“Πόσο «τυχερή» υπήρξα στη ζωή που μπόρεσα να συνεργαστώ και να μάθω δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους”
-Τι ήταν το «Χάραμα» για τον Τσιτσάνη;
Το Χάραμα ήταν το δεύτερο σπίτι του Τσιτσάνη. Εκεί συνέχιζε να δουλεύει τα τραγούδια του έχοντας το προνόμιο να τα «δοκιμάζει» παρουσία κοινού. Αυτό το προνόμιο το είχαν οι γενιές αυτές των δημιουργών και ήταν εξαιρετικά σημαντικό το ότι πριν εκδώσουν δισκογραφικά τα κομμάτια τους τα έπαιζαν ζωντανά στο κοινό.
-Πόσο διαφορετικός ήταν στο πάλκο και πόσο στο στούντιο;
Η διαδικασία ήταν διαφορετική έτσι κι αλλιώς. Στο στούντιο ερχόταν πανέτοιμος, έχοντας ψάξει σχεδόν εξονυχιστικά το υλικό του. Γι αυτό και οι απαιτήσεις του ήταν συγκεκριμένες. Αυτό που ζητούσε από τους ερμηνευτές της μουσικής του ήθελε να το ακούσει με ακρίβεια. Στη σκηνή τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά πιστεύω. Για τον απλούστατο λόγο ότι η σκηνή είναι εκεί όπου καταθέτεις πλέον το αποτέλεσμα όλης αυτής της εργασίας.
-Πώς διαμορφώθηκε η σχέση σας μέσα στον χρόνο;
Ήταν μια σχέση βαθιά ειλικρινής, με σεβασμό και ευγένεια προ πάντων. Ο Τσιτσάνης ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος με ένα ιδιαίτερο χιούμορ και πάντα λίγο -ας μου επιτραπεί να πω- απόμακρος. Ήταν σε έναν δικό του κόσμο αλλά παρατηρούσε τα πάντα και σαν σφουγγάρι έπαιρνε κάθε καινούργια πληροφορία η οποία την κατάλληλη στιγμή «έμπαινε» στο έργο του χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Έτσι απλά. Αφομοίωνε τα πάντα και τα έκανε δικά του.
-Πώς γεφυρώσατε -και μάλιστα, με τόσο φυσικό τρόπο- τον Τσιτσάνη με τον Χατζιδάκι;
Εγώ δεν χρειάστηκε να κάνω τίποτα γι αυτό. Το είχαν κάνει οι ίδιοι πολύ νωρίτερα. Ο σεβασμός και η αποδοχή ήταν δεδομένα. Οι γέφυρες υπήρχαν πάντα και εμείς δεν χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα γι αυτό. Απλά να ερμηνεύσουμε αυτά τα έργα Τέχνης.
-Είχατε συζητήσει ποτέ με τον Τσιτσάνη για τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη; Τον είχατε ακούσει να μιλάει για τον Μάνο και τον Μίκη;
Δεν είχε χρειαστεί να κάνουμε κάποια συζήτηση κατ’ ιδίαν για τον Χατζιδάκι ή τον Θεοδωράκη. Τους εκτιμούσε πολύ, παρακολουθούσε συνεχώς την εξέλιξη τους, το έργο τους και νομίζω ότι είχε και μια πιο προσωπική σχέση με τον καθένα ξεχωριστά.
-Ποια κουβέντα πού σας είχε πει δεν θα λησμονήσετε ποτέ;
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα μήνυμα που μου είχε στείλει μέσω του Κώστα Χατζηδουλή από το Λονδίνο όπου νοσηλευόταν λίγο πριν το τέλος.
Για μένα είναι ό,τι πιο ακριβό έχω και επίσης ενδεικτικό της ευγένειας του και της συμπάθειας που μου είχε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
-Η Ορχήστρα Βασίλης Τσιτσάνης ιδρύθηκε από την οικογένεια του με σκοπό την προβολή του έργου του και υποθέτω, προσανατολισμένη σταθερά στην πρώτη εκτέλεση των τραγουδιών. Ποιος είχε την ιδέα να συστήσετε εσείς τη νέα ορχήστρα στο κοινό;
Τα παιδιά του Βασίλη Τσιτσάνη που διαχειρίζονται το έργο του Δάσκαλου είχαν αυτή τη σκέψη. Κοντά τους είναι ο κ. Λυκουρόπουλος, εκδότης του έργου Τσιτσάνη, όπως επίσης και η Κατερίνα Σταματάκη, που είναι η παραγωγός αυτών των συναυλιών. Από αυτούς μας ήρθε η πρόταση να είμαστε εμείς οι πρώτες ερμηνεύτριες. Πράγμα που μας τιμά ιδιαίτερα.
-Η σύμπραξη με τη Νατάσσα Μποφίλιου είναι ένας τρόπος σύνδεσης του έργου του Τσιτσάνη με το νεότερο κοινό;
Για μένα ήταν μια ιδανική ευκαιρία να συναντηθούμε με την Νατάσσα. Το ήθελα πάρα πολύ γιατί παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια με τι συνέπεια, πάθος και επίγνωση κάνει αυτό που κάνει και την εκτιμώ βαθύτατα γι αυτό. Η Νατάσσα Μποφίλιου είναι μια σπουδαία ερμηνεύτρια που φέρει το ήθος και την αυθεντικότητα της ιστορίας του τραγουδιού μέσα από την καινούργια οπτική της γενιάς της. Και εμένα αυτό -όποτε συμβαίνει - με συναρπάζει.
-Οι άγνωστες ζωγραφιές της Ζωής Τσιτσάνη, της συζύγου του συνθέτη, που θα αποτελέσουν και το εικαστικό περιβάλλον των συναυλιών, πότε δημιουργήθηκαν; Ποια εποχή, ποια πρόσωπα απεικονίζουν;
Κάποια στιγμή, 8-9 χρόνια μετά την «αναχώρηση» του Τσιτσάνη βρέθηκα στο σπίτι της οικογένειας, παρέα με την κ. Ζωή Τσιτσάνη και τα παιδιά του, Κώστα και Βικτωρία, να ψάχνουμε μέσα στο φωτογραφικό του αρχείο για να βρω υλικό για να το χρησιμοποιήσω στη παράσταση που ετοιμάζαμε τότε στο Χάραμα.
Η κυρία Ζωή, με βαθιά συγκίνηση και με τη μεγαλύτερη αθωότητα του κόσμου, μου έδειξε τις ζωγραφιές που έφτιαχνε όταν έφευγε ο Τσιτσάνης για τις καλλιτεχνικές του υποχρεώσεις. Πως φανταζόταν δηλαδή, αυτόν και τα τραγούδια του. Είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής μου και θέλω να ευχαριστήσω και δημόσια τον Κώστα και την Βικτωρία για την τιμή που μας κάναν να επιτρέψουν τη χρήση αυτού του πολύτιμου υλικού για τις ανάγκες της παράστασής μας.
-Ακούγοντας τώρα, πενήντα χρόνια μετά, εκείνο το κορίτσι, να τραγουδά σ’ εκείνο τον πρώτο δίσκο το «Ακρογιαλιές Δειλινά», ποια είναι η πρώτη σκέψη που κάνετε;
Πόσο «τυχερή» υπήρξα στη ζωή που μπόρεσα να συνεργαστώ και να μάθω δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έγραψαν ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του πολιτισμού μας. Είναι πραγματικά ευλογία αυτό.
-Σε ποιο από τα τραγούδια του Τσιτσάνη χτυπά πιο δυνατά η καρδιά σας, όσα χρόνια κι αν περάσουν;
ΣΕ ΟΛΑ!
Info
Ορχήστρα Βασίλης Τσιτσάνης
Πρώτη επίσημη παρουσίαση
Δήμητρα Γαλάνη, Νατάσσα Μποφίλιου
Τρίτη 4 και Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου, 20:30
Μέγαρο Μουσικής, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης
Συμπαραγωγή Prospero - Mέγαρο Μουσικής ΑθηνώνΣυμμετέχουν οι μουσικοί
Μπουζούκι – Επιμέλεια ορχήστρας: Μανώλης Πάππος
Βιολί: Νίκος Βερύκοκος
Μπουζούκι: Φώτης Βεργόπουλος
Μπουζούκι-μπαγλαμάς-φωνή: Βασίλης Προδρόμου
Κιθάρα: Νίκος Γύρας
Πιάνο: Δημήτρης Σίντος
Ακορντεόν: Ντάσσο Κούρτι
Μπάσο: Μιχάλης Δάρμας
Κρουστά: Στράτος Σαμιώτης
Σκηνοθεσία: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνογραφία: Νότης Χριστοδούλου
Φωτισμοί: Μαρία Αθανασοπούλου
Ήχος: Βαγγέλης Κουλούρης
Ηχολήπτες: Αντώνης Ζαχόπουλος, Παναγιώτης Ηλιόπουλος
Τιμές εισιτηρίων
15 € (φοιτητές, νέοι, άνεργοι, ΑΜΕΑ, 65+, πολύτεκνοι), 25€, 30€, 35€, 40€, 50€, 60€
Eισιτήρια
210 72 82 333, megaron.gr
και σε όλα τα καταστήματα Public
Πληροφορίες: 210 72 82 333, http://www.megaron.gr