Προσφάτως, επανήλθε στο φως της δημοσιότητας το πρόβλημα της αστυνομικής διαφθοράς που επιδρά καταλυτικά στην εικόνα της Αστυνομίας και συνάμα αδικεί το έργο του συνόλου των αστυνομικών που εκτελούν τα καθήκοντα τους με ευσυνειδησία και συχνά με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους.
Η αστυνομική διαφθορά, ως έννοια, ενέχει πάντοτε μία διττή διάσταση, ήτοι την ποινική διάσταση της πράξης ή της παράλειψης που διαπράχθηκε από τον αστυνομικό, αλλά και την ηθική διάσταση λόγω παραβίασης της αστυνομικής ηθικής και δεοντολογίας. Στη διεθνή βιβλιογραφία, η τυπολογία της αστυνομικής διαφθοράς περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παράνομων πράξεων και παραλείψεων, όπως δωροδοκίες, κλοπές, αστυνομική προστασία εγκληματικών δραστηριοτήτων, ακόμη πράξεις και παραλείψεις αστυνομικών στο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας της Αστυνομίας, με σκοπό το ίδιο όφελος.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε τύπος αστυνομικής διαφθοράς έχει ως απώτερο σκοπό την αποκόμιση υλικού ή οποιουδήποτε άλλου οφέλους που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την αστυνομική ιδιότητα και τα αστυνομικά καθήκοντα. Από κοινωνιολογικής πλευράς, η αστυνομική διαφθορά διέπεται από ένα σύνολο αρνητικών στάσεων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών που δημιουργούν μια υποκουλτούρα, η οποία διαβρώνει την αποστολή της Αστυνομίας και καταλύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στον αστυνομικό θεσμό.
Στο διεθνή χώρο, οι επιστημονικές έρευνες προσδιορίζουν την αστυνομική διαφθορά ως ένα σύνθετο εγκληματικό φαινόμενο, οι αιτίες του οποίου συνδέονται άμεσα με το ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, οι αξίες, οι αντιλήψεις, τα πρότυπα και οι εν γένει στάσεις και κανόνες που επικρατούν σε μια κοινωνία, επηρεάζουν και τη λειτουργία της Αστυνομίας, καθώς και τη συμπεριφορά του αστυνομικού προσωπικού.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η λειτουργία της οποίας εδράζεται σε ένα σύστημα αξιών και αρχών που υπηρετούν τη διαφάνεια, την αμεροληψία, την κοινωνική αλληλεγγύη και τη συνοχή, η Αστυνομία εκτελεί τα καθήκοντά της αυστηρά στο πλαίσιο του συνταγματικού νόμου και τηρεί απόλυτα την αστυνομική ηθική και δεοντολογία. Αντιθέτως, σε μία κοινωνία όπου τα θεσμικά όργανα δυσλειτουργούν, οι ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα συχνά παραβιάζονται, η αστυνομική ακεραιότητα αμφισβητείται ευρέως και οι σχέσεις μεταξύ Αστυνομίας και Κοινωνίας διαμορφώνονται σε ένα κλίμα δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης. Ένα τέτοιο αρνητικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον συμβάλλει στη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που προάγουν την αστυνομική διαφθορά.
Σήμερα, στο δυτικό κόσμο πολλά Αστυνομικά Σώματα με προεξάρχουσες τις Αστυνομίες των Σκανδιναβικών χωρών έχουν περιορίσει σημαντικά και εν πολλοίς έχουν εξαλείψει τα κρούσματα αστυνομικής διαφθοράς στις τάξεις τους. Η τάση περιορισμού της αστυνομικής διαφθοράς, τα τελευταία χρόνια, επεκτείνεται σε όλες τις σύγχρονες Αστυνομίες των Ευρωπαϊκών κρατών και τούτο διότι έχει γίνει πλήρως αντιληπτή η σημασία της ηθικής ακεραιότητας του αστυνομικού προσωπικού, για την αποτελεσματική λειτουργία της Αστυνομίας και την κοινωνική της αποδοχή.
Τα κρούσματα διαφθοράς στις τάξεις της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως καταγράφονται τα τελευταία χρόνια στις ετήσιες εκθέσεις της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά. Ενδεικτικά είναι τα στατιστικά στοιχεία των εν λόγω εκθέσεων, σύμφωνα με τα οποία οι καταγγελίες σε βάρος αστυνομικών την τελευταία δεκαετία παρουσίασαν αυξητικές τάσεις κυρίως εν μέσω της οικονομικής κρίσης.
Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σημαντική μείωση αυτών των καταγγελιών (2017:595, 2018:573 - Έκθεση Απολογισμού Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, 2018, σελ. 32), τα γενεσιουργά αίτια και οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται η αστυνομική διαφθορά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος, με τη συνδρομή και της επιστημονικής έρευνας, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα στο πλαίσιο μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ο περιορισμός και η εξάλειψη της αστυνομικής διαφθοράς, πέραν των αυστηρών πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ανάπτυξη και της κατάλληλης αστυνομικής παιδείας. Και το σημαντικότερο όλων των μέτρων είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου αστυνομικού εκπαιδευτικού συστήματος, όχι μόνο για την αρχική κατάρτιση των αστυνομικών, αλλά κυρίως για τη δια βίου εκπαίδευση τους.-
*Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Υπηρεσιών Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής του Ελληνικού Ινστιτούτου για τα Ηνωμένα Έθνη.