Όταν η Μέρλ Όμπερον γοήτευσε το Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1930, οι δημοσιογράφοι δεν ήξεραν πού να την κατατάξουν. Κάποιος την περιέγραφε ως «παράξενη, περίπλοκη και διαφορετική», άλλοι πάλι θαύμαζαν το «λεπτεπίλεπτο» οβάλ πρόσωπό της, τα «εύγλωττα» σμαραγδένια μάτια, τα «ζωηρά κόκκινα χείλη» και το «αλαβάστρινο» δέρμα της.
Αν και η υποψηφιότητά της για Όσκαρ Α′ Γυναικείου Ρόλου το 1936 για την ερμηνεία της στο δράμα ενηλικίωσης The Dark Angel της έδωσε μία θέση μεταξύ των γοητευτικών πρωταγωνιστριών του Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ -διεκδίκησε το βραβείο με την Κάθριν Χέπμπορν και την τελικά, νικήτρια Μπέτι Ντέιβις- χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες έως ότου αποκαλυφθεί ότι η καταγωγή της ήταν κατά το ήμισυ από τη Νότια Ασία.
Η απίστευτη ιστορία της Μέρλ Όμπερον απασχόλησε ξανά τα διεθνή ΜΜΕ με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της Μισέλ Γεό για το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, πρωταγωνίστρια της ταινίας των Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σάινερτ «Everything Everywhere All at Once» -που σάρωσε με 11 υποψηφιότητες.
Το Hollywood Reporter έσπευσε να δηλώσει ότι η 60χρονη ηθοποιός είναι «το πρώτο άτομο που προσδιορίζεται ως Ασιάτης/Ασιάτισσα το οποίο προτείνεται για το βραβείο». Κάποιοι χαρακτήρισαν τη δήλωση ως υπερβολικά politically correct, παρότι αποτύπωνε την ιδιότυπη «σχέση» που δένει αυτές τις δύο γυναίκες -προϊόν κάθε μία της εποχής της. Ενώ η Γεό ανοίγει δρόμους, παίζοντας έναν ρόλο που γράφτηκε αρχικά για τον Τζάκι Τσαν, η Όμπερον απέκρυψε την αληθινή της ταυτότητα προκειμένου να αποφύγει φυλετικές διώξεις και πήρε το μυστικό στον τάφο της. Ο κόσμος έμαθε την αλήθεια δεκαετίες μετά τον θάνατο της -απεβίωσε το 1979, σε ηλικία 68 ετών.
«Όταν σκέφτεται κανείς την ιστορία της φυλετικής εκπροσώπησης», λέει η Shilpa Davé, επίκουρη καθηγήτρια Δημοσιογραφικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, «η Μερλ Όμπερον είναι ένα πραγματικά σημαντικό κομμάτι».
Η Estelle Merle O’Brien Thompson, όπως ήταν το όνομα της, γεννήθηκε το 1911 στην υπό βρετανική κατοχή πόλη της Ινδίας, Βομβάη και ήταν αποφασισμένη να αξιοποιήσει στο έπακρο την πιο ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της, η οποία δεν ήταν απλά το εισιτήριό της για έναν μεγαλύτερο κόσμο, αλλά το «πέπλο» που τη βοήθησε να συγκαλύψει το γεγονός ότι ήταν το παιδί ενός βιασμού.
Βιολογικός της πατέρας ήταν ο Αγγλο-Ιρλανδός επιστάτης μιας φυτείας τσαγιού. Η μητέρα της, που πιστεύεται ότι είχε καταγωγή από τη Σρι Λάνκα και τους Μαορί, ήταν μόλις 14 ετών όταν τη γέννησε. Τα μωρά από επιμειξίες ήταν μια ντροπή που έπρεπε να αποσιωπηθεί, τόσο για τους Βρετανούς όσο και για τους Ινδούς.
Η οικογένεια την αποκαλούσε τρυφερά «Queenie», καθώς η γέννησή της συνέπεσε με την επίσκεψη του βρετανικού βασιλικού ζεύγους, του Γεωργίου και της Μαρίας στην Ινδία. Σε μια προσπάθεια να κάνει πιο υποφερτή τη ζωή της μικρής, η γιαγιά της τη μεγάλωσε σαν να ήταν δική της κόρη και την έπεισε ότι η έφηβη μητέρα της ήταν στην πραγματικότητα ετεροθαλής αδερφή της. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να προστατεύσει την Όμπερον από τους χλευασμούς για τη μικτή κληρονομιά της. Σε ηλικία τριών ετών, μετά από μια μετακόμιση στην Καλκούτα, κέρδισε μια υποτροφία για ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία θηλέων της πόλης, όμως οι συμμαθήτριες της την εκδίωξαν με τον απροκάλυπτο ρατσισμό τους. Η απόδρασή της έγινε το σινεμά, και το να παίζει, το κλειδί για την επιβίωσή της.
Στην εφηβεία, άρχισε να υιοθετεί μία κομψή προφορά και να φωτίζει το δέρμα της με λευκαντικές κρέμες που περιείχαν αμμωνιακό υδράργυρο, ένα επικίνδυνο δηλητήριο που μάλλον έδιωχνε τους υποψήφιους μνηστήρες. Όσοι δεν την εγκατέλειψαν αμέσως μόλις ανακάλυπταν τη φυλή της, τη βοήθησαν να ταξιδέψει από την Ινδία στη Γαλλία και την Αγγλία, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα ως υπεύθυνη υποδοχής σε κλαμπ με το όνομα Queenie O’Brien.
Η σχέση της με τον Ουγγρικής καταγωγής Βρετανό σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα υπήρξε καθοριστική για την καριέρα της. Ο ρόλος της Αν Μπολέιν στο blockbuster του 1933, The Private Life of Henry VIII (Η Ιδιωτική Ζωή του Ερρίκου του Η΄) σε σκηνοθεσία του Κόρντα, την έκανε διάσημη σε μια νύχτα. Η Μερλ Όμπερον, όπως ήταν πλέον γνωστή, δήλωσε ότι είχε γεννηθεί στην Τασμανία «επειδή ήταν πολύ μακριά από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και γενικά θεωρούνταν «Βρετανική» μέχρι το μεδούλι», όπως έγραψε η Marée Delofski, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «The Trouble with Merle», που κυκλοφόρησε το 2002. (Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Όμπερον επισκέφτηκε την Αυστραλία δύο φορές.)
Η ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι τα αρχεία στα οποία ήταν και η ληξιαρχική πράξη γέννησής της καταστράφηκαν σε πυρκαγιά. Ο ετεροθαλής αδερφός της, Χάρι, θα τα ανακάλυπτε στη Βομβάη μετά τον θάνατό της. Όσο για την πολύ πιο σκουρόχρωμη μητέρα της -στην πραγματικότητα, τη βιολογική της γιαγιά- η Όμπερον την παρουσίαζε ως υπηρέτρια.
Ήταν η εποχή που το Χόλιγουντ επέβαλε ένα σύνολο κανόνων γνωστών ως Κώδικας Hays, ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων, αποδοκίμαζε -που σημαίνει, δεν ανεχόταν- τα ειδύλλια μεταξύ ηθοποιών διαφορετικής φυλής. Και όταν η συνεργασία της με τον Κόρντα, τον οποίο τελικά παντρεύτηκε, οδήγησε σε μια επιτυχημένη καριέρα με τον παραγωγό και μεγιστάνα του Χόλιγουντ Σάμιουελ Γκόλντγουιν, ήταν προς το συμφέρον όλων να κρατηθεί μυστική η ταυτότητα της.
«Εξαρτιόταν από τον Γκόλντγουιν και τον Κόρντα για τα προς το ζην. Μπορώ να καταλάβω γιατί έπρεπε να κρυφτεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν είχε δύναμη», λέει η Shilpa Davé.
Ούτε η υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου το 1936 της έδωσε μεγαλύτερη επιρροή. Κατ’ αρχάς, τα Όσκαρ είχαν μόλις μια δεκαετία ζωής και δεν είχαν ακόμη το κύρος του gold standard που απέκτησαν στην πορεία. Από την άλλη, τα μέσα ενημέρωσης ήταν ακόμη πιο σκληρά με τις γυναίκες ηθοποιούς από ό,τι είναι σήμερα.
Σχολιάζοντας με ειρωνεία την ερμηνεία της στη βρετανική ταινία δράσης The Scarlet Pimpernel (1934), ένας κριτικός αναφέρθηκε στην «τάση να υπογραμμίζει την εμφάνισή της μέσω του μακιγιάζ και της κλίσης των μαύρων φρυδιών». Όταν το 1934, δημοσίευμα των Los Angeles Times χρησιμοποίησε για κείνη τον όρο «ευρωασιάτισσα», η Όμπερον έκανε λόγο για σύμπτωση. Σε μια διαφημιστική καμπάνια της Max Factor, η εταιρεία καλλυντικών καυχιόταν για το πώς το μακιγιάζ της τη μεταμόρφωσε από «ελαφρώς εξωπραγματική και εξωτική» σε «όμορφο, γοητευτικό κορίτσι».
Και υπάρχει μία ελαφρά ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ότι απέσπασε υποψηφιότητα στα Όσκαρ για το The Dark Angel, που αφηγείται έναν έρωτα με φόντο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος περιπλέκεται όταν ο άνδρας πρωταγωνιστής μετά από τραυματισμό στη μάχη χάνει την όρασή του.
Παραδόξως, ήταν η μοναδική υποψηφιότητα της Όμπερον, παρότι Κάθριν Χέπμπορν και Μπέτι Ντέιβις έγιναν «μόνιμες» στα Όσκαρ και η Όμπερον συνέχισε να κάνει ταινίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Εκτός των άλλων, το 1939, πρωταγωνίστησε στον πλευρό του Λόρενς Ολίβιε στο Wuthering Heights (Ανεμοδαρμένα Ύψη), όπως και στην ταινία The Oscar, το 1966, όπου υποδύθηκε τον εαυτό της, σε μία ιστορία γύρω από τους ηθοποιούς και τα βραβεία.
Παρά τη ζημιά που είχε προκαλέσει στο δέρμα της η χρόνια χρήση λευκαντικής κρέμας και ένα παρ’ ολίγο θανατηφόρο τροχαίο στο Λονδίνο που της άφησε ουλές -γεγονός που ανάγκασε τον Κόρντα να εγκαταλείψει την παραγωγή του επικού I, Claudius (Εγώ, ο Κλαύδιος)-, η Μερλ Όμπερον παρέμεινε αφοσιωμένη στη δουλειά σαν στρατιώτης. Για να κρύψει τα σημάδια από το λευκό πρόσωπο της, ο σπουδαίος διευθυντής Φωτογραφίας, Λούσιεν Μπάλαρντ, δημιούργησε ένα ειδικό φως κάμερας, το περίφημο Obie. Αυτό συνέβη αφότου η «Lady Korda» χώρισε από τον ιππότη σκηνοθέτη σύζυγό της για να παντρευτεί τον Μπαλάρντ. Ήταν παντρεμένοι από το 1945 έως το 1949 και ο Μπάλαρντ κινηματογράφησε τέσσερις ταινίες της.
Στη δύση της καριέρα της, η Όμπερον απολάμβανε το status της grand dame, γοητεύοντας τους δημοσιογράφους με τις ιστορίες που αφηγούνταν για το Χόλιγουντ, κάνοντας cameo, ή παρουσιάζοντας βραβεία όπως στα Όσκαρ του 1973. Ακόμη και τότε, ενώ είχε περάσει τα εξήντα, ο Τσάρλτον Ίστον είπε για κείνη ότι είναι «μια κυρία η ομορφιά της οποίας δεν είναι μόνο θρύλος, αλλά και πραγματικότητα».
Όμως, ακόμη και όταν οι καιροί άλλαξαν και η αποστροφή του Χόλιγουντ για τους ηθοποιούς διαφορετικού χρώματος άρχισε να χαλαρώνει, η Όμπερον παρέμεινε αφοσιωμένη στο ψέμα της. Όταν ο ανιψιός της Μάικλ Κόρντα, επικεφαλής τότε στις εκδόσεις Simon and Schuster, επιχείρησε να γράψει τη βιογραφία της, απείλησε να τον μηνύσει και να τον εξαιρέσει από τη διαθήκη της -σύμφωνα με τον ίδιο- εάν χρησιμοποιούσε αληθινά στοιχεία. Τελικά, η ιστορία της έδωσε το υλικό για μία νουβέλα, με ηρωίδα ένα όμορφο κορίτσι ινδικής και βρετανικής καταγωγής η οποία περνούσε για λευκή, με τίτλο «Queenie» (1985), που το 1987, χρόνια μετά τον θάνατο της Όμπερον, έγινε μίνι σειρά στο ABC.
Η Αυστραλή ιστορικός Cassandra Pybus, αναφέρει μια επίσκεψη της Όμπερον στο Χόμπαρτ της Αυστραλίας το 1978, που έφερε σε δύσκολη θέση την ηθοποιό, όταν στάθηκε αδύνατο να βρεθεί μία απόδειξη ότι είχε γεννηθεί στην Τασμανία. Η Όμπερον «παρέκαμψε» τους δημοσιογράφους και φρόντισε να απουσιάσει από την τελετή που είχε διοργανωθεί προς τιμήν -για ένα θέατρο στο οποίο έδωσαν το όνομα της. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα στο Μαλιμπού από εγκεφαλικό.
Με πληροφορίες από The Guardian