Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Έλενα Ματθαιοπούλου μιλά στη HuffPost Greece

Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Έλενα Ματθαιοπούλου μιλά στη HuffPost Greece
Courtesy

- Με αφορμή την ομιλία σας στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη θα ήθελα να μας πείτε πότε ακούσατε πρώτη φορά όπερα και πότε αντιληφθήκατε το πάθος σας για τις τέχνες γενικότερα;

Στη Λυρική Σκηνή, όταν ήμουν περίπου 14 ετών, το Ριγκολετο του Βέρντι. Ήδη είχα ερωτευθεί την όπερα το προηγούμενο καλοκαίρι, που είχα δει σε θερινό σινεμά της Κηφισιάς ένα ιταλικό φιλμ αυτής της όπερας, γυρισμένο in situ στη Μάντοβα. Γύρισα στο σπίτι μαγεμένη, μουρμουρίζοντας στο δρόμο την άρια La donna e mobile (Φτερό στον Άνεμο) και το υπέροχο κουαρτέτο Bella figlia del’amore, από τα πιο ωραία του κόσμου της όπερας! Το Ριγκολετο παραμένει από τις πιο αγαπημένες μου όπερες – ποτέ δε χάνω παραγωγή της, όπου και να βρίσκομαι. Εκείνη την εποχή άρχισα επίσης ακούω συστηματικά, (όπως και τώρα, όταν βρίσκομαι εδώ!), το Τρίτο Πρόγραμμα και τις ζωντανές αναμεταδόσεις της Μετροπολιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, κάθε Σάββατο. Πριν ανακαλύψω την όπερα, λάτρευα ήδη το θέατρο και συμμετείχα με κάποιο τρόπο σε όλες τις θεατρικές δραστηριότητες στο σχολείο μου, το Κολέγιo.

- Υπήρξε το πάθος για τις τέχνες αφορμή για να σπουδάσετε στο Λονδίνο και πώς πιστεύετε ότι συντέλεσε αυτή σας η απόφαση στην πνευματική σας αφύπνιση;

Από 12 ετών, όταν πρωτοπήγα στο Κολέγιο, αποφάσισα ότι θέλω να ζήσω στον Αγγλοσαξονικό κόσμο – Αμερική ή Αγγλία, την οποία γνώριζα από παιδί γιατί η γιαγιά μου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί και τηρούσε πάντα πολλά από τα αγγλικά έθιμα και συνήθειες. Όταν, δυο χρόνια αργότερα, με κατακυρίευσε το πάθος για την όπερα και την κλασσική μουσική, η ανάγκη ν’ ακούω και να βλέπω παραστάσεις και συναυλίες πρώτης ποιότητος έγινε τόσο επιτακτική, (έμαθα από τότε ιταλικά και γερμανικά στα εδώ ινστιτούτα για να καταλαβαίνω τα λιμπρέτα του Βέρντι και του Βάγκνερ) ώστε να αδημονώ να τελειώσω το σχολείο για να φύγω η για Νέα Υόρκη η για Λονδίνο.

Όσον αφορά την πνευματική μου αφύπνιση, η επιλογή της Αγγλίας και συγκριμένα του Λονδίνου είναι καθοριστική για την εξέλιξη μου και σαν άνθρωπο και όσον αφορά τους επαγγελματικούς μου ορίζοντες. Η Αγγλία - που από την πρώτη στιγμή με «αγκάλιασε» με σπάνια στοργή και κατανόηση - είναι πολύ καλό έδαφος για το ελληνικό ταμπεραμέντο: ηρεμεί τα νεύρα μας, στρογγυλεύει τις αιχμές μας και προσφέρει κατάλληλη ατμόσφαιρα για να εκφράσουμε οποιοδήποτε δημιουργικό ταλέντο διαθέτουμε.

- Στη διάρκεια της επαγγελματικής σας πορείας είχατε εξαιρετικές συνεργασίες, όπως «Evening News», «Daily Express», «Vogue» κλπ. Ποια συνεργασία σας ξεχωρίζετε και γιατί;

Όσον αφορά την πρώτη μου επαγγελματική ενσάρκωση -σαν συντάκτρια μόδας- τα τριάμισι χρόνια στο περιοδικό Τatler, γιατί ταξίδεψα σε πολλά εξωτικά μέρη (Ινδία, Χονγκ Κογκ, Ταιβάν, Μαρόκο κλπ) σε καταστάσεις ύψιστης πολυτέλειας, (πρώτη θέση σε αεροπλάνα και τοπ ξενοδοχεία!), για φωτογραφήσεις και ταξιδιωτικά άρθρα και στο Daily Express γιατί τότε γνώρισα και πήρα συνεντεύξεις από όλα τα ιερά τέρατα του χώρου: Τον Υves Saint Laurent, τον Κarl Lagerfeld, (με μαύρα μαλλιά, τότε ακόμη), τον Ungarο, τον Κenzo κλπ. Στη δεύτερη ενσάρκωση, σαν δημοσιογράφος στο χώρο των τεχνών, ασφαλώς η εβδομαδιαία συνεργασία μου με την εφημερίδα Εvening Νews, γιατί μια συνέντευξη με τον μαέστρο Ζουμπιν Μέτα, (Zubin Mehta), φύτεψε το σπόρο για το πρώτο μου βιβλίο, το «Maestro: Encounters with Conductors of Today».

- Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε 3 συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σας πορείας;

Βέβαια! Τη συνέντευξη με το Ζουμπιν Μέτα για το λόγο που προανέφερα καθώς και με τους μαέστρους Κάρλο Μαρία Τζιουλινι και Χερμπερτ φον Καραγιαν που επηρέασαν και εμπλούτισαν καθοριστικά όχι μόνο τη σχέση μου με τη μουσική αλλά και τον εσωτερικό μου κόσμο και τη μεταφυσική του διάσταση. Ακόμη και τώρα πολύ συχνά θυμάμαι πράγματα που μου είπαν και μένω έκθαμβη από το απύθμενο βάθος των βιωμάτων και της εμπειρίας τους. Η γνωριμία και ο χρόνος που πέρασα μιλώντας μαζί τους ήταν προνόμιο για το οποίο είμαι αιώνια ευγνώμων στη Θεία Πρόνοια. Πέρα από αυτό, οι μαέστροι είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Ο μαγνητισμός, η αδρεναλίνη και οι ηγετικές ικανότητες που αποτελούν απαραίτητα στοιχεία του προσωπικού τους εξοπλισμού – και σαν μουσικοί και σαν άνθρωποι - εξασφαλίζουν ότι ακόμη και οι μέτριοι μαέστροι δεν είναι ποτέ βαρετοί!

- Πώς ξεκίνησε η φιλία σας με τον κο Λαμπράκη και πώς ξεκίνησε και εξελίχθηκε η συνεργασία σας με το Μέγαρο Μουσικής;

Την άνοιξη του 1991 όταν η Αγνή Μπάλτσα, (με την οποία, μετά τη γνωριμία μας σε συνέντευξη για το τρίτο μου βιβλίο, «DIVA: Today’s Sopranos and Mezzos Discuss Their Roles and the Art of Singing», το οποίο εκδόθηκε και ελληνικά από τις Εκδόσεις Λιβάνη, αναπτύξαμε φιλική σχέση), με πληροφόρησε ότι έμελλε ανοίξει στην Αθήνα μια εξαιρετική Αίθουσα Συναυλιών υπό την αιγίδα του Χρήστου Λαμπράκη. Δεν τον γνώριζα ακόμη προσωπικά αλλά είχε γράψει κολακευτικά σχόλια στα Νέα για το δεύτερο βιβλίο μου το ΒRAVO. Η Αγνή επέμενε ότι κατά το άμεσα προσεχές ταξίδι μου στην Ελλάδα, έπρεπε να επικοινωνήσω μαζί του. Του τηλεφώνησα Σάββατο του Λαζάρου και αμέσως δώσαμε ραντεβού την Τρίτη του Πάσχα για να μου δείξει το Μέγαρο. Φυσικά ενθουσιάστηκα αυτό που είδα και είπα – σα σχήμα λόγου γιατί εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη στον επαγγελματικό μου ορίζοντα και όχι μόνο – ότι αν νόμιζε ότι μπορώ να βοηθήσω σε οτιδήποτε, θα ήμουν πρόθυμη να το κάνω. Κοντοστάθηκε, με κοίταξε κατάματα και είπε: «αν το εννοείτε, γράψτε μου μερικές ιδέες σένα χαρτί και να φάμε μεθαύριο βράδυ».

Έχοντας, καθ’ οδόν ανακαλύψει την αμοιβαία λατρεία μας για τις γάτες, καθίσαμε να φάμε και του πρότεινα τις σειρές Μεγάλοι Μαέστροι, Μεγάλοι Ερμηνευτές, και οι δυο με τρανταχτά ονόματα καθότι λόγω των βιβλίων τους γνώριζα προσωπικά όλους και μπορούσα να τους ενθουσιάσω, εξασφαλίζοντας έτσι τη προθυμία τους να έλθουν. Εκείνος μου πρότεινε να γίνω Ειδική Σύμβουλος και εκπρόσωπος του Μεγάρου στην Αγγλία και παρακάλεσε να του στέλνω μηνιαίο ραπόρτο για ότι έβλεπα εκεί, αξιολογώντας ότι καινούργιο πρόεκυπτε. Έτσι μεσολάβησα για τη μετάκληση των Ruggero Raimondi, Samuel Ramey, Maurizio Pollini, Andras Schiff , Grace Bumbry, Viktoria Mullova και πολλών άλλων κορυφαίων καλλιτεχνών από το 1991 ως το 1995. Στη συνέχεια, oταν το 1996 έγινα Υπεύθυνη του φωνητικού τμήματος της Ορχήστρας Philharmonia στο Λονδίνο, συνέχισα τη συνεργασία μου με το Μέγαρο εμμέσως, κάνοντας την Ορχήστρα Resident εκεί, με ετήσιες εμφανίσεις για τρία χρόνια. Το Μέγαρο ήταν απαρχή της μερικής επανασύνδεσης μου με την Ελλάδα…

- Θεωρείτε ότι η κρίση έχει φέρει το κοινό πιο κοντά στις τέχνες;

Ψυχολογικά σίγουρα, γιατί πέρα από τη θρησκευτική διάσταση που δεν έχουν απαραίτητα όλοι οι άνθρωποι, τίποτε δεν τρέφει τον εσωτερικό άνθρωπο όσο οι τέχνες! Επίσης η κρίση το έχει καταστήσει πιο επιλεκτικό το κοινο όσον αφορά την ποιότητα των επιλογών του.

- Ποια είναι η συμβουλή σας, ώστε να αναδειχθεί περισσότερο ο Ελληνικός Πολιτισμός διεθνώς;

Να πάψει η αιώνια, εγκληματική αδιαφορία, μιζέρια και έλλειψη έμπνευσης της Πολιτείας και όλων τον φορέων της!

Δημοφιλή