Αναμφίβολα τα επεισόδια καθώς και η παραβίαση του status quo στην περιοχή της Πύλας από την κατοχική οντότητα στις 18 Αυγούστου προκάλεσαν την ανησυχία και τον προβληματισμό των Ελληνοκυπρίων. Οι ενέργειες αυτές, για τις οποίες ευθύνη έχει και η Τουρκία, δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Οι εξελίξεις αυτές ενώ μας προβληματίζουν δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν. Στο κείμενο αυτό αξιολογώ συνοπτικά και ενδεικτικά τα συναφή δεδομένα καθώς και τις προεκτάσεις τους.
Είχαν προ πολλού σημειωθεί παραβιάσεις του status quo στη Δένεια, στην Αυλώνα, στα Στροβίλια και τα τελευταία χρόνια στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων. Εν πολλοίς η διεθνής κοινότητα ανέχθηκε τις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας και της κατοχικής οντότητας. Η κατάσταση αυτή οδήγησε την Άγκυρα και την κατοχική οντότητα σε μια κατάσταση «συνέπειας με την ασυνέπεια και την έλλειψη σεβασμού απέναντι στο διεθνές δίκαιο». Αυτό είναι εν πολλοίς απότοκο και του σοβαρού ανισοζυγίου δυνάμεων που υφίσταται.
Η πρόσφατη (έστω) φραστική διεθνής καταδίκη των τουρκικών ενεργειών στην Πύλα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποτέλεσε θετική εξέλιξη. Όμως δεν αρκεί. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε πολύ συνοπτικά τις τουρκικές ενέργειες, τη στάση της δικής μας πλευράς καθώς και τις τοποθετήσεις της διεθνούς κοινότητας μετά το 1974.
Αξιολογώντας όλα τα δεδομένα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το καλοκαίρι του 1974 οι ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο έγιναν ανεχτές από τη διεθνή κοινότητα. Ταυτόχρονα το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τα εμπλεκόμενα μέρη σε συνομιλίες μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στις 16 Αυγούστου 1974. Η απόφαση αυτή θα παρέπεμπε σε μια ιδιότυπη κατάσταση πραγμάτων όπου σταδιακά η Τουρκία θα μετατρεπόταν σε τρίτο μέρος στη διαμάχη. Το πρόβλημα στην πορεία του χρόνου θα αξιολογείτο ως διακοινοτικό.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1975 η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε την «Ομόσπονδη Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Λαός και ηγεσία αντέδρασαν στην ελεύθερη Κύπρο, ενώ η στάση της διεθνούς κοινότητας ήταν χλιαρή. Η ζωή όμως συνεχίστηκε με τα ίδια και τα ίδια. Στις 2 Αυγούστου 1975 υπήρξε η συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς, γνωστή ως η Τρίτη Βιέννη. Μεταξύ άλλων, η συμφωνία προέβλεπε ότι οι Ελληνοκύπριοι της Καρπασίας θα είχαν το δικαίωμα να ζήσουν στις πατρογονικές τους εστίες και όλοι οι Τουρκοκύπριοι που διαβιούσαν ακόμα στην ελεύθερη Κύπρο να μεταβούν «στο βόρειο τμήμα του νησιού». Οι Τουρκοκύπριοι πήραν ότι ήθελαν αλλά δεν σεβάστηκαν αυτά που συμφώνησαν για τους Ελληνοκύπριους.
Όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχθηκε τον οδυνηρό συμβιβασμό για μια δικοινοτική ομοσπονδία σε γεωγραφική βάση στις 12 Φεβρουαρίου 1977 είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι η τουρκική πλευρά θα ανταπέδιδε και θα επέρχετο μια διευθέτηση στο Κυπριακό. Αυτό δεν έλαβε χώρα και λίγο πριν πεθάνει ο Μακάριος στην τελευταία του ομιλία διακήρυξε την αναγκαιότητα ενός μακροχρόνιου αγώνα. Ο μακροχρόνιος αγώνας δεν διεξήχθη ποτέ. Αντίθετα υπήρξε μια πολιτική σταδιακών αλλά σταθερών υποχωρήσεων με την πεποίθηση (ψευδαίσθηση θα έλεγα) ότι θα επέρχετο μια υποφερτή συμφωνία.
Στη συμφωνία υψηλού επιπέδου Κυπριανού-Ντενκτάς στις 19 Μαΐου 1979 υπήρχε πρόνοια (παράγραφος 5) ότι θα αντιμετωπίζετο θετικά το ζήτημα της Αμμοχώστου μόλις άρχιζαν εκ νέου οι διακοινοτικές συνομιλίες. Οι Τούρκοι όχι μόνο δεν υλοποίησαν τις δεσμεύσεις τους αλλά αναβάθμισαν ακόμη περισσότερο τις απαιτήσεις τους.
Όταν ανακηρύχθηκε μονομερώς η «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983 υπήρξαν τα καταδικαστικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 541 (18 Νοεμβρίου 1983) και 550 (11 Μαΐου 1984). Παράλληλα η ελληνοκυπριακή ηγεσία διακήρυξε ότι δεν θα συμμετείχε σε διακοινοτικές συνομιλίες χωρίς προηγουμένως την ανάκληση του ψευδοκράτους. Όταν όμως εκδηλώθηκε νέα πρωτοβουλία του ΟΗΕ με τη στήριξη των ΗΠΑ και της Βρετανίας, η ελληνοκυπριακή πλευρά επανήλθε στις συνομιλίες. Στην πορεία ο Πρόεδρος Κυπριανού διαπίστωσε ότι παρά τα καταδικαστικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το περιεχόμενο της πρότασης του ΓΓ Πέρεζ ντε Κουεγιάρ ικανοποιούσε τα αιτήματα της τουρκικής πλευράς ενώ τα ζητήματα για τα οποία υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον από τους Ελληνοκυπρίους δεν αντιμετωπίζοντο ικανοποιητικά. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Τον Αύγουστο του 1996 δύο Ελληνοκύπριοι, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού, δολοφονήθηκαν βάναυσα στα κράσπεδα της Αμμοχώστου από εγκάθετους της κατοχικής οντότητας μπροστά από ειρηνευτές του ΟΗΕ καθώς και κάμερες διεθνών τηλεοπτικών σταθμών. Η αλαζονεία των κατοχικών δυνάμεων ήταν σε έξαρση καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι ανεξάρτητα από τις ενέργειές τους δεν θα υπήρχε κόστος, αλλά ανοχή.
Και όταν κορυφώθηκε η διεθνής πρωτοβουλία για το Κυπριακό λίγο πριν τη διεύρυνση της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, η κατάληξη ήταν το Σχέδιο Ανάν V το οποίο δεν ήταν ισοζυγισμένο. Μετά την απόρριψη του εν λόγω σχεδίου υπήρξαν κατηγορίες εναντίον των Ελληνοκυπρίων ενώ εντάθηκαν η εκμετάλλευση και ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών. Στην πορεία του χρόνου θα συνεχίζετο με αμείωτο ρυθμό και ο εποικισμός.
Η Τουρκία παρέμεινε στο απυρόβλητο και στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2004 εξασφάλισε ημερομηνία έναρξης ενταξιακών συνομιλιών με την Ένωση με μόνη δέσμευση την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας και για την Κύπρο. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν τήρησαν ποτέ ούτε και αυτή τη δέσμευσή τους.
Ούτε οι συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ και μεταγενέστερα Αναστασιάδη-Ακιντζί οδήγησαν σε μια διευθέτηση. Την τελευταία περίοδο ο εποικισμός, η ισλαμοποίηση των κατεχομένων εδαφών, ο σφετερισμός ελληνοκυπριακών περιουσιών και ο υβριδικός πόλεμος εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας πήραν νέες διαστάσεις. Η Τουρκία και η κατοχική οντότητα δεν είχαν κανένα κόστος από τις παράνομες ενέργειές τους. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η αντίδραση της Δύσης έναντι της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ήταν διαμετρικά αντίθετη σε σχέση με την τουρκική επιδρομή και συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου. Παράλληλα, οι Ελληνοκύπριοι οπαδοί της οποιασδήποτε λύσης θεωρούν τους συμπατριώτες τους που αρνούνται να αποδεχθούν και να νομιμοποιήσουν τις τουρκικές απαιτήσεις υπεύθυνους για την υφιστάμενη κατάσταση.
Η πραγματικότητα είναι ότι, όπως είδαμε και με τα πρόσφατα γεγονότα στο Βαρώσι και στην Πύλα, η Τουρκία προσπαθεί να διευρύνει και να εμβαθύνει την κατοχή. Πέραν τούτου, είναι προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα είναι θετική σε μια διευθέτηση δια της οποίας η Άγκυρα θα εξασφαλίσει συγκυριαρχία και τον στρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου.
Λαός και πολιτική ηγεσία θα πρέπει να προβληματισθούν. Ταυτόχρονα η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η κατάληξη της οποιασδήποτε πρωτοβουλίας στη σημερινή συγκυρία εξ ορισμού θα καθορισθεί ή τουλάχιστον θα επηρεαστεί σοβαρά από το υφιστάμενο (αν)ισοζύγιο δυνάμεων. Ως εκ τούτου η Κύπρος καλείται να πορευτεί με διεκδικητικό πραγματισμό και χωρίς ψευδαισθήσεις.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.