Εκείνο που πρέπει να μας προκαλεί αλγεινή εντύπωση –πέρα από την δολοφονία του Τζόρτζ Φλόιντ αυτή καθεαυτή– δεν είναι ότι οι φυλετικές ανισότητες και διακρίσεις διατηρούνται στην Αμερική του 21ου αιώνα. Εξάλλου αυτές φάνηκαν και μέσα στην πανδημία, όπου η κοινότητα των Αφροαμερικάνων επλήγη πολύ περισσότερο, λόγω φτώχειας, κακής υγείας, αδυναμίας πρόσβασης στις δομές περίθαλψης.
Το στοιχείο που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, λοιπόν, είναι ότι οι φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ επιμένουν έπειτα από τριάντα τουλάχιστον χρόνια κυριαρχίας ταυτοτικών πολιτικών. Οι οποίες χαρακτηρίζονται από θετικές ποσοστώσεις, «αφροαμερικάνικες σπουδές» στα πανεπιστήμια, έναν πολιτικό λόγο που θεωρεί ότι οι ανισότητες αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με την ξέχωρη οργάνωση της μαύρης κοινότητας.
Δύο, τουλάχιστον πρόεδροι σε 16 χρόνια θητείας από το 1992, οπότε και ξέσπασαν οι μεγάλες ταραχές του Λος Άντζελες, υπηρέτησαν ανοιχτά αυτές τις πολιτικές. Το αποτέλεσμα που είχαν, θα μπορούσε να δοθεί περιληπτικά, με τον εξής αφορισμό: Δεν γίνεται να καταπολεμήσει κανείς τον φυλετικό διαχωρισμό, με περισσότερο φυλετικό διαχωρισμό, ακόμα και αν αυτός έχει θετικό πρόσημο.
Το ότι η γκετοποίηση εντάθηκε παρ’ όλη την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών αποδεικνύει την χρεοκοπία τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το Black Lives Matter οργανώθηκε έπειτα από περιστατικά δολοφονιών Αφροαμερικάνων από αστυνομικούς, κατά την θητεία του Μπαράκ Ομπάμα.
Οι ταραχές του Γουώτς έγιναν στο Λος Άντζελες το 1965, μετά περνάμε στο 1992 και την εξέγερση που συνέβη πάλι στο Λος Άντζελες, έχουμε το Φέργκιουσον το 2013, και τώρα την Μινεάπολη. Κάποιοι μέσα σε αυτήν την διαδοχή, όπου όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν, επιστρατεύουν μια εκδοχή της πολιτικής ως εκδίκηση. Εστιάζουν έτσι στην αντιβία, και διακινούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το θέαμα του καμένου αρχηγείου της εθνοφυλακής.
Το ζήτημα, όμως, είναι να πάψει αυτή η κοινωνική παθογένεια του φυλετικού διαχωρισμού στην Αμερική. Η μόνη δεκαετία που αυτή περιορίστηκε σχετικά ήταν εκείνη του 1940, όπου έγχρωμοι και λευκοί πολεμούσαν δίπλα δίπλα κατά την συμμετοχή των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως πάντα, όταν η λαϊκή συμμετοχή εκφράζεται μέσα στον πόλεμο με τη λήξη του ξεπηδάει μια δυναμική εκδημοκρατισμού.
Η ισχυροποίηση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, αποτελεί μάλλον αντανάκλαση αυτών των εμπειριών, και δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη του φάση, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 διεκδικούσε μια ρεπουμπλικανικού τύπου ενσωμάτωση των Αφροαμερικάνων: Επέμενε στην ισότητα των πολιτών ενώπιον του έθνους, και δεν έμπαινε σε χωριστικές λογικές.
Κατ’ εξοχήν εκφραστής αυτής της άποψης είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Και μια από τις δυνάμεις που έπαιξαν ρόλο σε μια πολιτική συναδέλφωσης μαύρων και λευκών μέσα από τον αγώνα για ισότιμη αναγνώριση, ήταν και η ορθόδοξη Εκκλησία των ΗΠΑ (ας μην ξεχνάμε την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής, Ιάκωβου στην πορεία της Σέλμα –απ’ όπου και η φωτογραφία.)
Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί τον καρπό του ‘δεύτερου κύματος’ της μαύρης αφύπνισης, που εγκαινιάστηκε με την ανάδειξη του Μάλκολμ Χ και των Μαύρων Πανθήρων. [Ο Μάλκολμ Χ θα εγκαταλείψει λίγο πριν δολοφονηθεί, την χωριστική προσέγγιση (αλλά και το Ισλάμ, προς το οποίο είχε στραφεί για μια περίοδο της πολιτικής του δραστηριότητας) για χάρη ενός μη φυλετικού οράματος κοινωνικής δικαιοσύνης.]
Την διαφορά που είχε η πολιτική κατεύθυνση, στην μία και την άλλη φάση του κινήματος αυτού, την έχει σχολιάσει και αναλύσει εκτεταμένα ο Κρίστοφερ Λας, τόσο στο έργο του Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, όσο και στην τηλεοπτική συζήτηση που είχε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Μάικλ Ιγκνάτιεφ για λογαριασμό του βρετανικού καναλιού Channel Four [Κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις υπό τον τίτλο Η κουλτούρα του εγωϊσμού].
Ο φυλετικός διαχωρισμός παραμένει μια από τις μεγάλες παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας – σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές. Εσχάτως, βέβαια, με την ανεξέλεγκτη μετανάστευση η Ευρώπη τείνει να μοιάσει τις ΗΠΑ, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που χειραγωγείται η καταγγελία του. Συνήθως, η ανακίνηση του ζητήματος ευνοεί το κόμμα των Δημοκρατικών, με την ταυτοτική ρητορική και τις ανάλογες πολιτικές επιλογές. Ωστόσο, κατά τη θητεία τους στον Λευκό Οίκο, οι πρόεδροι του κόμματος δεν κατάφεραν τίποτε επί της ουσίας. Ούτε και το πολιτιστικό κατεστημένο κατάφερε κάτι, παρ’ όλη την έμφαση που δίνει σε μια πολύ στυλιζαρισμένη και σχεδόν στερεοτυπική υπερπροβολή της ‘μαύρης ταυτότητας’, που συνήθως καταλήγει σέ ένα είδος λούμπεν καρικατούρας.
Η Αμερική ασθμαίνει. Η πανδημία απέδειξε την ευθραυστότητα του κοινωνικού της μοντέλου. Ο χρηματοπιστωτικός της πλούτος, δεν αντανακλάται πουθενά στο κοινωνικό σύνολο, αντίθετα λειτουργεί ως στραφταλιζέ βιτρίνα ενός κοινωνικού τοπίου σε παρακμή. Κάποιοι έχουν φτάσει σε σημείο να υπερβάλλουν μιλώντας για την ‘τριτοκοσμική Αμερική’. Αυτή η πραγματικότητα, έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με την υπόσχεση ενός προέδρου που εξελέγη ότι θα υλοποιήσει την πολιτική του «πρώτα η Αμερική», καθώς η (πρώτη;) θητεία του οδηγείται στο τέλος της. Και τώρα –με αυτά και με εκείνα τα θλιβερά, της πανδημίας και των φυλετικών αναταραχών– αποπνέει στον υπόλοιπο πλανήτη την αίσθηση ότι μάλλον συνιστά ένα μοντέλο προς αποφυγή…