Η εν θερμώ καθημερινότητα συχνά θολώνει την θέαση της μεγάλης εικόνας των διεθνών σχέσεων. Στην διεθνή πολιτική ποτέ δεν έχουμε ξαφνικές αλλαγές. Όλα συναρτώνται με δομές και τάσεις του παρελθόντος, τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις του διεθνούς συστήματος και διαρκείς ανακατατάξεις που επηρεάζονται από αναρίθμητα κριτήρια και παράγοντες.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μετάβαση όπως και το υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης (ΔΜΕ) μετά από Γαλλική πρωτοβουλία εντάσσεται σε αυτή τη λογική.
Όσον αφορά την αφετηρία της μεταβατικής φάσης στην οποία βρισκόμαστε άρχισε το 1989-1992 όταν εν μέσω μεγάλων ανακατατάξεων λόγω πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης το διεθνές σύστημα εισήλθε στην παρούσα Μεταψυχροπολεμική φάση.
Μια μεγάλη δομική αλλαγή τότε ήταν η ένωση των δύο Γερμανικών κρατών του Ψυχρού Πολέμου. Επίσης, ως δομική αλλαγή μπορεί να θεωρηθεί και υιοθέτηση της νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης που έκτοτε επιχειρείται να εκπληρωθεί χωρίς να υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για πολιτική ένωση της Ευρώπης.
Έκτοτε το «Γερμανικό ζήτημα» που αποτελούσε το κεντρικό ζήτημα των Ευρωπαϊκών ισορροπιών τους πέντε τελευταίους αιώνες εισήλθε σε μια νέα φάση.
Παραμένει ανοικτό το ερώτημα για το ποιος θα είναι ο ρόλος και η θέση της Γερμανίας, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και εντός του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Οι στρατηγικές εκκρεμότητες είναι πολλές. Εάν ισχύει έστω και μερικώς η άποψη του προέδρου Μακρόν ότι το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό κανείς θα πρέπει να συνεκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τρία πράγματα.
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στους τομείς της οικονομίας και των νομικών ρυθμίσεων κατέστη εφικτή επειδή μπόρεσε να εκκολαφθεί και να αναπτυχθεί μέσα στο στρατηγικό θερμοκήπιο των ΗΠΑ που δημιουργούσε η επέκταση της αποτρεπτικής της στρατηγικής στην Ευρώπη.
Οι μεγάλες ανακατατάξεις πριν τρεις δεκαετίες και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα έκτοτε αλλάζουν τα δεδομένα, ιδιαίτερα ενόσω κινούμαστε βαθύτερα στον 21ο αιώνα.
Δεύτερον, την περίοδο 1989-92 η Γερμανική ένωση προκάλεσε πολλούς τριγμούς συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών σχεδίων. Πέραν της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης –που όπως υποστηριζόταν τότε θα «έδενε την Γερμανία με νομισματικά δεσμά» κάτι που ασφαλώς όχι μόνο δεν ισχύει αλλά επιπλέον το ενωμένο Γερμανικό κράτος δυνάμωσε– ο πιο σημαντικός λόγος για την ανανέωση της Ατλαντικής Συμμαχίας ήταν για να αποδυναμωθούν αυτές οι τάσεις εντός της Ευρώπης και η Γερμανία να συνεχίσει να είναι ενταγμένη σε αυτή.
Τρίτον, το Brexit δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αρχικά, η Βρετανία άργησε τρεις δεκαετίες να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για να μπορεί μαζί με τις ΗΠΑ να ασκεί εξωτερικό εξισορροπητικό ρόλο.
Το Brexit που ενθαρρύνθηκε έντονα από τις ΗΠΑ βασικά σημαίνει ότι το Λονδίνο επανέρχεται στον προγενέστερο ρόλο του εξωτερικού εξισορροπητή.
Σε αυτό συνηγόρησε το γεγονός ότι όπως αναμενόταν στο νέο στρατηγικό τετράγωνο Μόσχα, Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο οι ισορροπίες καθώς εξελίσσεται το πολυπολικό διεθνές σύστημα καθίστανται ολοένα και πιο εύθραυστες.
Οι υπόλοιπες δυτικές δυνάμεις παρατηρούν με προσοχή το πώς εξελίσσονται οι σχέσεις Μόσχας – Βερολίνου (εξ ου και οι ανησυχίες για την εξ Ανατολών ενεργειακή εξάρτηση) ενώ πολλά θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη των σχέσεων Μόσχας-Ουάσιγκτον σε αναφορά με την πανίσχυρη πλέον Κίνα.
Στον ορίζοντα των μακροχρόνιων σχεδιασμών, δηλαδή, είναι οι πλανητικές ισορροπίες και το πώς οι περιφέρειες τις επηρεάζουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά άλλα πλην λόγω περιορισμών μιας σύντομης παρέμβασης προστίθενται συνοπτικά και τα εξής:
Πρώτον, το πώς εξελίσσονται διαχρονικά οι πλανητικές ισορροπίες και το ευρωπαϊκό στρατηγικό υποσύστημα –και αντίθετα με πολλές προφητείες της δεκαετίας του 1990 περί ελεύσεως ενός περίπου ανθόσπαρτου «παγκοσμιοποιημένου» πλανήτη– είναι συνάρτηση μύριων μεταβλητών μεγάλης κύμανσης.
Μείζονος σημασίας είναι τα μακροχρόνια στρατηγικά σχέδια των μεγάλων δυνάμεων και οι αναδιατάξεις των ισορροπιών στις περιφέρειες όπου τοπικές δυνάμεις όπως η Τουρκία αλλά όχι μόνο σε σύγκριση με τον Ψυχρό Πόλεμο έχουν περισσότερες ευκαιρίες ελιγμών και πελατειακών συναλλαγών.
Δεύτερον, μετά το τέλος της αποικιοκρατίας οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι μεσαίας ισχύος αλλά διακρίνονται για το γεγονός ότι διαθέτουν ισχυρούς κρατικούς διοικητικούς μηχανισμούς και επιτελεία τα οποία κληρονόμησαν από εκείνη την εποχή.
Αυτό σημαίνει ότι έχουν γνώση και επίγνωση των στρατηγικών εξελίξεων και παρά το ότι τίποτα δεν αποκλείεται λογικά και ορθολογιστικά κινούμενα τα Ευρωπαϊκά κράτη δεν θα αφήσουν τα πράγματα να οδηγηθούν σε κατάρρευση και ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Ούτε οι ΗΠΑ θα ήθελαν κάτι τέτοιο εξ ου και μαζί με το Λονδίνο αναπτύσσουν πλήθος εναλλακτικών στρατηγικών επιλογών (contingency plans).
Παρενθετικά και επειδή αυτές οι λεπτές ισορροπίες ήταν γνωστές σε πολλούς, διόλου τυχαία υποστηρίχθηκε ότι ήταν και το δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδας την προηγούμενη δεκαετία όταν όπως πολύ καλά γνωρίζουμε πλέον τεχνοκράτες και διεθνικοί χρηματοοικονομικοί δρώντες επέβαλαν τα μνημόνια.
Εάν η Ελλάδα αντιδρούσε ορθολογιστικά αρνούμενη τα μνημόνια και ζητώντας μεταρρύθμιση είναι εκτός λογικής ότι τα υπόλοιπα κράτη θα άφηναν τα πράγματα να οδηγηθούν σε κρίση και ενδεχομένως σε κατάρρευση των εύθραυστων δομών. Μια πιο ορθολογιστική Ελληνική στάση όχι μόνο ήταν θεμιτή αλλά και προς όφελος της ΕΕ, ιδιαίτερα εάν συνοδευόταν από μεταρρυθμιστικές προτάσεις.
Τρίτον, επειδή η περιφέρεια της Ευρώπης όπως και όλες οι άλλες περιφέρειες εισήλθε σε τροχιά επαναπροσδιορισμού των ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων εντός του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ όπως η Ελλάδα αλλά και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος απαιτείται να διαθέτει στρατηγική που διαρκώς θα προσαρμόζει τις στάσεις και ενέργειες στα εθνικά συμφέροντα.
Αντίθετα με αυτό που πολλοί έλεγαν επί μακρόν οδηγώντας σε ανορθολογικές προσεγγίσεις της Ευρώπης, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ένα διακυβερνητικό εγχείρημα. Μετά από αμφιταλαντεύσεις της πρώτης δεκαετίας αυτό αποφασίστηκε με τον «Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου το 1966» και έκτοτε εδραιώθηκε η προσέγγιση συναινετικών αποφάσεων. Τουτέστιν, διαρκείς διαπραγματεύσεις και συναλλαγές στην βάση των εθνικών συμφερόντων των μελών.
Τέταρτον, η ΕΕ ως διεθνής θεσμός όχι είναι όπως συχνά λέγεται είναι «ένας νομικός γίγαντας και ένας στρατηγικός και πολιτικός νάνος» εντός μιας μεταβατικής φάσης, αλλά επιπλέον το πώς θα εξελιχθεί ενδιαφέρει την Ελλάδα ζωτικά και ουσιαστικά ως προς πολλά. Μεταξύ αυτών είναι μεγάλης σημασίας για την Ελλάδα ως νομική οντότητα.
Είναι μείζονος σημασίας επειδή η Ελλάδα και η Κύπρος είναι νομιμοποιημένες να ζητούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ΕΕ.
Πιο συγκεκριμένα στα θέματα του διεθνούς δικαίου να υποστηριχθεί από την ΕΕ χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη η εκπλήρωση των προνοιών του διεθνούς δικαίου όσον αφορά την Αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο.
Επίσης, η Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ που αποτελεί και νόμο όλων των μελών να είναι η θέση στο Κυπριακό ζήτημα. Όχι μόνο θα πρέπει να δηλωθεί απερίφραστα από τους θεσμούς της ΕΕ αλλά επιπλέον θα πρέπει Ελλάδα και Κύπρος να ζητήσουν να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του 1974-1975 του Συμβουλίου Ασφαλείας που θεωρούν τα τετελεσμένα της εισβολής του 1974 παράνομα. Ως προς αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η Γαλλία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Καταληκτικά, εν μέσω σημαντικών στρατηγικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο μια αξιόπιστη Εθνική στρατηγική είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.
Μεταξύ άλλων:
α) Αποτροπή τη Τουρκικής απειλής, ποτέ κατευνασμός
β) διασφάλιση της διαιώνισης της Κυπριακής Δημοκρατίας με ορθολογιστικές διαπραγματευτικές θέσεις
γ) ενίσχυση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και
δ) προσέγγιση των Ευρωπαϊκών εξελίξεων ως πλήρες και κυρίαρχο μέλος.
Λογικά αυτές οι στρατηγικές προσεγγίσεις θα έπρεπε να είναι αυτονόητα δεδομένες για όλους.