Δεν ξέρω αν η νικήτρια των Ιταλικών εκλογών έγραψε η ίδια την ομιλία της που ακολουθεί. Ακόμη και αν η κεντρική ιδέα ανήκει σε λογογράφο, η σύλληψη ήταν εξαιρετική.
«Γιατί είναι εχθρός η οικογένεια; Γιατί φοβίζει τόσο; Επειδή είναι η ταυτότητά μας. Επειδή κάθε τι που μάς ορίζει έγινε εχθρός για εκείνους που θέλουν να είμαστε απλά σκλάβοι της κατανάλωσης. Επιτίθενται στην εθνική ταυτότητα, στην θρησκευτική ταυτότητα, στην ταυτότητα φύλου, στην οικογενειακή ταυτότητα. Θέλουν να είμαστε πολίτης χ, φύλο χ, γονέας 1, γονέας 2, ένας αριθμός… Υπερασπιζόμαστε την αξία του ανθρώπινου όντος» (https://www.eviemagazine.com/post/giorgia-meloni-first-female-prime-minister-italy-promises-protect-god-country-family ).
Τα λόγια της μού θύμισαν τους μεταμοντέρνους νέους στην ψυχοθεραπευτική συνεδρία: «Δεν μπορείτε να μέ ορίσετε. Κανείς δεν μπορεί να μέ ορίσει. Δεν είμαι τίποτε από αυτά που μπορείτε να σκεφθείτε»…
Τα καλά νέα είναι ότι απηχείται εδώ μια βαθειά δίψα για αποφατισμό, γι’ αυτή την άρνηση να εξαντλείται η αλήθεια στην διατύπωσή της. (Ξέρει καλά η θεολογία που αγκάλιασε την έννοια). Τα κακά νέα είναι πως η άμεση επίδραση η οποία γεννά αυτή την αντίδραση ενός συνεχώς υπεκφεύγοντος υποκειμένου έρχεται από τη θεωρία κουήρ. Η οποία αντιμάχεται κάθε ταυτότητα γενικά. Αποδόμηση στις έσχατες συνέπειές της.
Πρόκειται για ανατροπή ιστορικών διαστάσεων η οποία συντελέσθηκε αργά, «ανεπαισθήτως» κατά τον Καβάφη, χωρίς «κρότον κτιστών ή ήχον». Ο αργός ρυθμός, όμως, δεν απέτρεψε το τερατώδες αποτέλεσμα. Για δεκαετίες την αξία του ανθρώπινου όντος τήν προάσπιζε η Αριστερά. Και τώρα καυχάται η Ακροδεξιά περί αυτού! (Βλ. τα άρθρα μου εδώ και εδώ ).
Τήν στηρίζει όντως; Φυσικά όχι. Πόσο αντίκρισμα έχουν στην αλήθεια αυτοί οι ισχυρισμοί; Κανένα. Διότι ο λαϊκισμός διαθέτει ως θεμελιώδες συστατικό του ακριβώς το να μην σέβεται την περιπλοκότητα του ανθρώπινου πλάσματος. Με την υπεραπλουστευτική σκέψη του συρρικνώνει το ανθρώπινο φαινόμενο. Επιπλέον, δίνοντας υπερβολική έμφαση στην ταυτότητα κατασκευάζει θερμοκήπια βίας και μισαλλοδοξίας. Οι σκληρότεροι πόλεμοι γίνονται για την ταυτότητα (δες θρησκευτικούς πολέμους, εθνικισμό, τρομοκρατία).
Αλλά η φύση απεχθάνεται τα κενά. Η ακροδεξιά νικήτρια συνέλαβε το ψυχικό τραύμα το οποίο γεννά η δύσκαμπτη και εμμονική ακύρωση της ταυτότητας, στα πλαίσια ιδεολογικού ολοκληρωτισμού, οπότε έσπευσε να απαλύνει το άγχος και να απαγάγει την βούληση. Τής έκαναν χώρο εκείνοι οι διανοητικά οκνηροί που υπηρετούν τη λογική άσπρο-μαύρο, λες και είναι αδύνατο να υπάρξει αίσθημα ταυτότητας επεξεργασμένο και χωρίς φανατισμό.
Γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου: «Οι λιγότερο μορφωμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ελκυστικό ιστορικό αφήγημα, από εθνική υπερηφάνεια ας πούμε - κάτι που δεν καλλιεργεί βεβαίως η αριστερά - καθώς και από πολύ συγκεκριμένη πολιτιστική ταυτότητα στην οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η θρησκεία. Ούτε αυτό τό προβλέπει η αριστερά, η οποία μάλιστα σέβεται το Ισλάμ περισσότερο από τον Χριστιανισμό. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι φασιστοειδείς αντιλήψεις δεν ακούγονται στα αυτιά των ανθρώπων χωρίς ιστορική εμπειρία όπως ακούγονταν παλιότερα στα αυτιά των επιζώντων του φασισμού και του πολέμου: ακούγονται σαν κάτι καινούργιο ενώ είναι κάτι πολύ παλιό. Η ακροδεξιά προσφέρει ιδεολογικό άλλοθι σε μορφές συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την πολιτική αγωγή του σύγχρονου Ευρωπαίου» (https://www.liberal.gr/synenteyxeis/akrodexia-dokimastoyn-gia-na-apokalyfthei-i-anikanotita-toys).
Και καταλήγει: «Η Ιταλική κεντροαριστερά είναι ηθικολογική: τούς παραδίδει μαθήματα για το πώς πρέπει να βιώνουν την μετανάστευση, δεν ακούει το πώς τή βιώνουν». Με άλλα λόγια, λέω εγώ, τής λείπει η ενσυναίσθηση. Συμβαίνει και αλλού.
Όλοι γνωρίζουμε ότι στις ανθρώπινες σχέσεις δεν αρκεί να έχεις δίκιο, πρέπει και να αγαπάς. Μόνο τότε έχει ελπίδες το δίκιο σου να πείσει. Ο αριστερός λόγος, όμως, κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει στα ευάλωτα προς τον λαϊκισμό στρώματα ότι δεν νοιάζεται γι’ αυτά. Αρκείται να τούς κουνά το δάχτυλο. Τούς θέλει για μαθητές, όχι για συνομιλητές. Η αυταρέσκεια της Αριστεράς είναι παροιμιώδης και φυσικά δεν κρύβεται.
Αρκεί, όμως, η εξήγηση πως ο σημερινός άνθρωπος είναι φοβισμένος και ανιστόρητος, για να εξηγήσει την επιτυχία της Ακροδεξιάς; Φτάνει η εξημερωμένη εμφάνιση των φασιστικών ιδεών, για να κατανοήσουμε την εμβέλειά τους; Κατά τη γνώμη μου όχι. Πρόκειται για απολύτως καθοριστικούς παράγοντες, αλλά χρειάζεται να προσθέσουμε μια ακόμη κρίσιμη παράμετρο, την αναπτυξιακή-ψυχαναλυτική.
Απέναντι στις φυγόκεντρες και διαλυτικές δυνάμεις του ψυχισμού ο άνθρωπος συγκροτείται με την βοήθεια του υπερεγώ. Σε αυτό συμπυκνώνονται οι αξίες, οι επιταγές, οι απαγορεύσεις. Κατάχρηση του υπερεγώ, από τη μια (συνηθισμένη στη νευρωτική καταπίεση, τόσο οικογενειών, όσο και καθεστώτων όπως ο φασισμός ή το Ιράν) καταλήγει σε αλλοτρίωση του υποκειμένου το οποίο αδυνατεί να ανακαλύψει την επιθυμία του και να τήν ξεδιπλώσει. Διάλυση του υπερεγώ, από την άλλη, έστω και με την προσχηματική μορφή της μετανεωτερικής επιτρεπτικότητας (που μεταχειρίζεται ως άλλοθι την ελευθερία), φέρνει αναπόφευκτα ψυχική αποδιοργάνωση. Αλλά εκεί όπου ο αντίστοιχος λόγος και η σχετική πράξη οργανώνονται κοινωνικά ακριβώς για να αποσοβήσουν την ατομική ψυχοπαθολογία, επισυμβαίνει κοινωνική διάσχιση: ρήξη του κοινωνικού συμβολαίου εξαιτίας του δικαιωματισμού, έκλειψη κοινά αποδεκτών αξιών πέρα από την ατομικότητα, και στο βάθος της σήραγγας μηδενισμός.
Μήπως είναι καιρός, λοιπόν, να δούμε την προτίμηση προς την Ακροδεξιά ως απεγνωσμένη κίνηση κάποιων οι οποίοι αναζητούν ψυχικό σωσίβιο απέναντι στην αποδομητική εμμονή που μάς περιβάλλει; Σε κάποιους λειτουργεί ως στοιχειώδες ιδεολογικό έρμα απέναντι στην σύγχυση - και είναι όντως δυστοπικό να σέ αποκαλούν ”γονέα 1 ή 2″. Σε άλλους, όμως, η ακροδεξιά ψήφος τους λειτουργεί ασυνείδητα σαν ψυχικός οργανωτής (με την έννοια της βιολογίας ή της θεωρίας συστημάτων) μπροστά στο θεμελιώδες πυρηνικό άγχος μιας εν δυνάμει εσωτερικής διάσπασης. Σε όλους πάντως δρα σαν σπασμωδική λύση ενάντια στην απειλή του μηδενισμού, είτε θεωρητικού είτε βιωματικού.
Κατά τα άλλα, η φιλικότητα των νεοφασιστών δεν πρέπει να μάς παραξενεύει. «Ήλθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι οχτροί μου». Αν υπάρχουν ακόμη δημοκράτες που όντως αγαπούν την ανθρωπότητα είναι καιρός να ανασκουμπωθούν για να βρουν τρόπους πώς θα διατυπώσουν πολιτική πρόταση η οποία θα καταστήσει δημοφιλή τους θεσμούς και την συνταγματικότητα, τον στοχασμό και την περίσκεψη, την ευθύνη και τη συνεργασία.
Διαβάζω στον Κούντερα: «Ποιος είναι ο βάνδαλος σήμερα; …Βάνδαλος είναι ένας άνθρωπος περήφανος για τη στενομυαλιά του, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Μες στην περήφανη στενομυαλιά του πιστεύει πως ένα από τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά του είναι να προσαρμόσει τον κόσμο στη δική του εικόνα, και, επειδή ο κόσμος απαρτίζεται ως επί το πλείστον από όλα όσα τόν ξεπερνούν, τόν καταστρέφει προσαρμόζοντάς τον στην δική του εικόνα. Έτσι, ένας έφηβος αποκεφαλίζει ένα άγαλμα στο πάρκο, επειδή το άγαλμα αυτό υπερβαίνει προκλητικά τη δική του ανθρώπινη ουσία, και απ’ τη στιγμή που κάθε πράξη αυτοεπιβεβαίωσης φέρνει ικανοποίηση στον άνθρωπο, προχωρεί περιχαρής στον αποκεφαλισμό.
Οι άνθρωποι που ζουν μονάχα το ασύνδετο παρόν τους, που αγνοούν κάθε ιστορική συνέχεια και δεν διαθέτουν κουλτούρα, είναι ικανοί να μεταμορφώσουν την πατρίδα τους σε μια έρημο δίχως ιστορία, δίχως μνήμη, δίχως καμιά απήχηση και στερημένη από κάθε ομορφιά» (Ο ακρωτηριασμός της Δύσης, σ. 31-32).
Στην εποχή μας μπουχτίσαμε από συμβολικούς αποκεφαλισμούς, τους οποίους καθημερινά επιχειρούν άνθρωποι που «πασχίζουν να προσαρμόσουν τον κόσμο στη δική τους εικόνα». Που ευνουχίζουν την μνήμη τους ή που ξέρουν να τήν χρησιμοποιούν μόνο για μνησικακία. Ναι, η στενομυαλιά και ο βανδαλισμός δεν διαθέτουν πολιτικό πρόσημο.