Το διεθνές περιβάλλον στο οποίο καλείται η Ευρωπαϊκή Ένωση να παίξει έναν πρωταγωνιστικό στο πλαίσιο της άσκησης της εξωτερικής της πολιτικής, είναι αναμφίβολα ρευστό καθώς νέοι παίκτες αναδύονται, μέτωπα αναζωπυρώνουν ανά την υφήλιο, οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλάζουν συνεχώς με την γεωοικονομία και τη διπλωματία των αγωγών να παίρνουν την σκυτάλη από την κλασική γεωπολιτική τάξη πραγμάτων.
Η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων θέτει όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση το μοντέλο εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Οι εξωτερικές συνθήκες για την Ένωση έχουν αλλάξει ριζικά την τελευταία πενταετία καθώς ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει μια εξωτερική πολιτική οικονομικών συναλλαγών και βλέπει την ΕΕ ως αντίπαλο, η ρωσική εξωτερική πολιτική έχει γίνει ρεβιζιονιστική και η Κίνα δεν είναι πλέον απλώς μια γραμμή βιομηχανικής παραγωγής, αλλά ένας συστημικός αντίπαλος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τις Συνθήκες, στηρίζει το ρόλο της ως παγκόσμιος παίχτης στην υπεράσπιση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, της ειρήνης, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και ως εκ τούτου οφείλει να παρεμβαίνει όπου και όποτε απαιτείται προκειμένου να διασφαλίζει τις αρχές και τις αξίες της.
Η Ένωση δεν κατόρθωσε ούτε στην δική της ”γειτονιά” να συμβάλλει στην επίλυση των εμπόλεμων ζωνών και να μεταφέρει τις γειτονικές χώρες το δικό της μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης. Στη συριακή διαμάχη, που παραμένει το χειρότερο σημείο προβλημάτων στη νότια γειτονιά της Ευρώπης, η Ευρώπη παρέμεινε για αρκετό καιρό αμήχανη έως και άβουλη, παρόλο που επηρεάζεται άμεσα από τη σύγκρουση. Άλλωστε, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της δεν διαθέτει τα κατάλληλα μέσα, ειδικά στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας που θα επιτρέψει στην ΕΕ να ακολουθήσει μια πραγματικά κυρίαρχη εξωτερική πολιτική, όπως απαιτούν οι καταστάσεις στη Συρία. Η απουσία ενός ευρωστρατού είναι εμφανής! Η μόνη επίκληση της ΚΕΠΠΑ αφορά στην κοινή απόφαση 2008/944/ΚΕΠΠΑ για τον έλεγχο των εξαγωγών όπλων, όπου τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν για ισχυρές εθνικές θέσεις όσον αφορά την πολιτική εξαγωγών όπλων προς την Τουρκία βάσει της πρότασης . Απόφαση που όμως επί του πρακτέου δεν έχει άμεση επίδραση, καθώς οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη ανάγκη προκειμένου να φέρουν εις πέρας την συγκεκριμένη επιχείρηση. Η Τουρκία διαθέτει μεγάλη επάρκεια οπλικών συστημάτων (εγχώρια παραγωγή σε ποσοστό 70% και 100% από πλευράς πυρομαχικών).
Το γεγονός πως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 10 μέρες μετά την μονομερή στρατιωτική δράση της Τουρκίας στη Βορειοανατολική Συρία, κατάφερε να λάβει ομόφωνη απόφαση καταδίκης της στρατιωτικής εισβολής, όπου και αποφάσισε την ”αναστολή” της άδειας εξαγωγής όπλων στην Τουρκία, αναδεικνύει το πρόβλημα της Ένωσης: αφενός έχει τη βούληση να δράσει στο εξωτερικό της περιβάλλον διασφαλίζοντας τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αφετέρου όμως ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της εξωτερικής της πολιτικής και η πολυπλοκότητα της λήψης ομόφωνων αποφάσεων, δυναμιτίζει τον έγκαιρο και αποτελεσματικό της χαρακτήρα στη λήψη και εφαρμογή των αποφάσεων της.
Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί μια άμεση και αποφασιστική παρέμβαση , όταν τα κράτη μέλη δεν πιστεύουν στη συλλογικότητα της εξωτερικής πολιτικής αλλά στα δικά τους οφέλη, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Συρίας όπου ήταν μοιρασμένα σε τρία «στρατόπεδα»: Στο πρώτο ανήκαν τα κράτη που ήθελαν σκληρή στάση κατά της Τουρκίας, όπως είναι η Γαλλία. Στο δεύτερο, ήταν τα κράτη – μέλη, τα οποία ζητούσαν μία πιο προσεκτική στάση απέναντι στην Τουρκία, καθώς υπάρχουν σημαντικές συμφωνίες, όπως είναι πχ. το προσφυγικό και στο τρίτο, ανήκαν τα κράτη που δεν ήθελαν να ληφθούν μέτρα κατά της Τουρκίας, όπως είναι η Ουγγαρία. Είναι γεγονός πως η Ένωση στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί ακόμα να υπερκεράσει τις διαφορές των μελών της και να λειτουργήσει συλλογικά. Ακόμα και αν το επιτύχει, όπως συνέβη τελικά στην περίπτωση της Συρίας, τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά αλλά τα εφικτά.
Εν κατακλείδι, ενώ στο παγκόσμιο σύστημα δημιουργείται η ανάγκη μιας ισχυρής δύναμης που θα λειτουργήσει ως θεματοφύλακες της διεθνής τάξης πραγμάτων καθώς η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ θέλει να απεκδυθεί αυτό το ρόλο, το διακύβευμα της Ένωσης να καλύψει αυτό το κενό δεν έχει ακόμα αποκτήσει την ανάλογη δυναμική. Το ερώτημα όμως που τίθεται αφορά στο κατά πόσο η Ευρώπη των 28 κρατών μελών θέλει πραγματικά να ανταποκριθεί σε αυτή την παγκόσμια πρόκληση…