Αφορμή για το παρόν είναι δημοσίευση αγγλικού δοκιμίου με τίτλο «Eurostrategics Revisited, The Big European states’ strategic cultures in historical and contemporary context and European integration» το οποίο ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει εδώ, στο Civitas Gentium.
Περιγράφει τους κύριους Μεταψυχροπολεμικούς στρατηγικούς άξονες και τον τρόπο που με επίκεντρο το «γερμανικό ζήτημα» προσανατολίζονται οι στρατηγικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εκτιμώντας ορθά τις δομές και τους στρατηγικούς προσανατολισμούς μετά το 1990 λίγοι θα διαφωνήσουν ότι η πανδημία επιτάχυνε ανάδειξη εγγενών αντιφάσεων και ελλειμμάτων της ΕΕ ενώ σωστά υποστηρίχθηκε εδώ από τον Μάρκο Τρούλη πως εάν ενόψει επιτάχυνσης των εξελίξεων θέλουμε να προσανατολιζόμαστε διπλωματικά σωστά και να υιοθετούμε ορθολογιστικές αποφάσεις καλό είναι να κατανοήσουμε τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος. Ως προς τούτο κατ’ ουσία η ΕΕ δεν είναι κάτι διαφορετικό.
Οι αποφάσεις απαιτείται να υιοθετούνται με γνώμονα το γεγονός πως δεν υπάρχουν «κακά» και «καλά» κράτη και «κακές» και «καλές» κοινωνίες αλλά κράτη που αποφασίζουν με όρους εθνικών συμφερόντων τα οποία συχνά είναι ανταγωνιστικά ή και συγκρουόμενα. Ούτε βέβαια όσον αφορά παρελθόντα τραγικά ιστορικά γεγονότα μπορεί να αποδίδεται συλλογική ευθύνη κατά μιας οποιασδήποτε κοινωνίας, γιατί αυτό ακριβώς έκαναν οι ναζί την δεκαετία του 1930 με τα γνωστά αποτελέσματα. Όλες οι κοινωνικές οντότητες εδράζονται πάνω στον δικό τους οικείο διακριτό, ιδιόμορφο και μοναδικό πολιτικό πολιτισμό και πολιτικές παραδόσεις ενώ το κράτος τους λειτουργεί με όρους εθνικών συμφερόντων και κυρίως με όρους κρατικής αυτοσυντήρησης. Ας κάνουμε σαφές ότι τα ίδια ισχύουν και για την Τουρκία ή ένα οποιοδήποτε άλλο κράτος και την κοινωνία του. Στις διακρατικές είτε πρόκειται για αποτρεπτική στρατηγική ή για ανταγωνιστικά συμφέροντα ποτέ δεν εχθρεύεσαι τα άλλα κράτη και τις κοινωνίες τους αλλά καλλιεργείς τον ορθολογισμό τους στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων.
Η Γερμανία λοιπόν όπως ένα οποιοδήποτε άλλο κράτος ας μην αναμένουμε να λειτουργήσει αλτρουιστικά και μεγαλόψυχα αλλά με γνώμονα τις εκτιμήσεις των ηγετών της για τα εθνικά τους συμφέροντα, την εξέλιξη των ευρωπαϊκών υποθέσεων και τους προσανατολισμούς της διεθνούς πολιτικής σε πλανητικό επίπεδο. Ακόμη και εάν, για παράδειγμα, όσον αφορά τα κορονοϊομόλογα ενόψει μεγάλων πιέσεων υποχωρήσει, θα το κάνει για στρατηγικούς και ή οικονομικούς λόγους. Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό ισχύει και για όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ τόσο το καλύτερο.
Είναι λοιπόν επιτακτικό, όπως εξάλλου υποστηρίξαμε εδώ ξανά, τα καθοριστικής σημασίας ευρωστρατηγικά δεδομένα να είναι απόλυτα κατανοητά. Αυτό μεταξύ πολλών άλλων σημαίνει κατανόηση της θέσης και του ρόλου της Γερμανίας πριν τους δύο πολέμους, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά το 1991 όταν αποφασίστηκε η ΟΝΕ η οποία δεν εδράζεται πάνω σε κάποια Ευρωπαϊκή ένωση και κατά συνέπεια δεν θεσπίζονται οι διανεμητικές λειτουργίες των νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων.
“Ο σκοπός ενός ακόμη ελέγχου της Γερμανίας με την δημιουργία της ΟΝΕ το 1992 δεν εκπληρώθηκε όχι μόνο γιατί αναμενόμενα «Ένωση» της Ευρώπης δεν είχαμε αλλά και επειδή οι κοινωνικοπολιτικά αθέσπιστες νομισματικές και οικονομικές αποφάσεις κατέστησαν την Γερμανία το οικονομικά ισχυρότερο κράτος της ΕΕ.”
Οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν είναι αγγελικές. Ήταν, είναι και θα γίνονται ολοένα και περισσότερο σχέσεις ισχύος, συμφερόντων και στρατηγικών εκτιμήσεων. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν πάντα εξαρτημένη μεταβλητή αυτών των σχέσεων όπως και των στρατηγικών επιλογών των ΗΠΑ. Ας πούμε μονολεκτικά γιατί συχνά διαπιστώνουμε πως σε πολλούς αυτά τα γεγονότα είναι άγνωστα, ότι ακόμη και στρατιωτική δράση επεξεργάζονταν η Γαλλία, η ΜΒ και η Ιταλία όταν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης εν μέσων μεγάλης στρατηγικής αβεβαιότητας η Γερμανία επανενώθηκε. Βασικά, μετά από αυτή την οξεία και ακραία επικίνδυνη κρίση δύο ετών η ΟΝΕ επιβλήθηκε για να δέσει, όπως πολλοί έλεγαν τότε στην Γαλλία, την Γερμανία με νομισματικά δεσμά. Βέβαια, όταν επανενώθηκε η Γερμανία το 1994-5 επαναλήφθηκαν οι όροι του 1954-55 που επέτρεψαν την επανασύσταση του Γερμανικού κράτους (διαιρεμένου μέχρι το 1990) και στην συνέχεια την ένταξή της στους Δυτικούς θεσμούς και συμμαχίες συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο σκοπός ενός ακόμη ελέγχου της Γερμανίας με την δημιουργία της ΟΝΕ το 1992 δεν εκπληρώθηκε όχι μόνο γιατί αναμενόμενα «Ένωση» της Ευρώπης δεν είχαμε αλλά και επειδή οι κοινωνικοπολιτικά αθέσπιστες νομισματικές και οικονομικές αποφάσεις κατέστησαν την Γερμανία το οικονομικά ισχυρότερο κράτος της ΕΕ.
Για να το πούμε διαφορετικά όταν εντός ενός οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος (εδώ της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), δεν υπάρχει διανεμητική δικαιοσύνη κοινωνικοπολιτικά θεσπισμένη για να νομιμοποιεί τις πολιτικοοικονομικές ιεραρχίες επιπίπτει ο Δαρβίνος και ο ισχυρός κυριαρχεί. Αυτά βέβαια ήταν γνωστά πριν η Ελλάδα ενταχθεί στην ΟΝΕ αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη, τουλάχιστον για να προετοιμαστεί πριν την ένταξή της ούτως ώστε να ανταπεξέλθει με τον ανελέητο αθέσπιστο ανταγωνισμό.
Ήταν γνωστό επίσης ότι μετά το 1992 μέσα στις τεχνοδομές που δημιουργήθηκαν αποδυναμώθηκε η συμπεφωνημένη προσέγγιση των συναινετικών αποφάσεων. Αναφερόμαστε στον συμβιβασμό του Λουξεμβούργου του 1966 ο οποίος εξελίχθηκε σε εθιμική πρακτική ομόφωνων αποφάσεων που συζητούσαν όσο ήταν αναγκαίο, συχνά επί μακρόν, και αυτό παρά το γεγονός πως νομικά μιλώντας, θα μπορούσαν να ψηφίσουν σύμφωνα με τις προβλέψεις των Συνθηκών. Το πόσο αυτό αποδυναμώθηκε, μάλιστα, καταμαρτυρήθηκε από τα πάθη της Ελλάδας στις συζητήσεις του Eurogroup, και όχι μόνο για τα μνημόνια.
“Τα κράτη είναι ορθολογιστικά με την έννοια ότι προεξάρχουν τα εθνικά συμφέροντα με υπέρτατο το συμφέρον επιβίωσης και ότι αποφασίζοντας και ενεργώντας γνώμονας των ηγετών τους είναι πως πάνω στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων το κόστος να μην υπερτερεί του οφέλους.”
Η ανάδειξη των αδυναμιών και των ελλειμμάτων κυρίως όσον αφορά το «Γερμανικό ζήτημα» που αφορά την θέση και τον ρόλο της Γερμανίας, είναι μπροστά μας. Γραμμικές απαντήσεις δεν υπάρχουν αλλά ούτε και αποτελεί ορθολογιστική στάση εάν οι Ελληνικές θέσεις κινούνται μεταξύ του αντι-γερμανικού πόλου και του πόλου δουλικών υποταγών στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Βερολίνου και στους εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους τεχνοκράτες και γραφειοκράτες. Είτε αυτό αφορά την Ευρωπαϊκή πολιτική και την Γερμανία είτε το υπόλοιπο διεθνές σύστημα οι αναλύσεις αυτό-αναιρούνται όταν ρέει συναισθηματισμός, ιδεολογικές προτιμήσεις και κυρίως εάν συνολικά κυριαρχούν λανθασμένες αναλύσεις των εγγενών κρατοκεντρικών λογικών.
Κύριο αξίωμα της στρατηγικής ανάλυσης είναι ότι τα κράτη είναι ορθολογιστικά με την έννοια ότι προεξάρχουν τα εθνικά συμφέροντα με υπέρτατο το συμφέρον επιβίωσης και ότι αποφασίζοντας και ενεργώντας γνώμονας των ηγετών τους είναι πως πάνω στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων το κόστος να μην υπερτερεί του οφέλους. Στο αγγλικό δοκίμιο που παραπέμψαμε στην αρχή αλλά και σε εκτενέστερα κείμενα στα Αγγλικά και Ελληνικά περιγράφονται οι σταθεροί προσανατολισμοί της Βρετανικής στρατηγικής και διαμέσου αυτής οι διαφαινόμενες στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ και οι ιδιαιτερότητες της Γαλλικής γεωπολιτικής θέσης.
“Η ανισορροπία και η αστάθεια θεωρείται δεδομένη εάν η Γερμανία είτε απειληθεί είτε εκτιμήσει πως διανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας να αποκτήσει τον μόνο συντελεστή ισχύος που οι άλλες δυνάμεις διαθέτουν αλλά αυτή όχι, δηλαδή την πυρηνική ισχύ.”
Ενόψει των βαθύτατων προεκτάσεων της πανδημίας που ήδη προκαλούν αναθεώρηση πολλών αποφάσεων όλων των εμπλεκομένων η Ελλάδα χρήζει να συνεκτιμήσει το μείζον όσον αφορά τις ηπειρωτικές ισορροπίες: Αφορούν τους συσχετισμούς μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Βρετανίας και Ρωσίας και το κατά πόσο μια από αυτές θα λαμβάνει αποφάσεις με τρόπο που καταμαρτυρεί πως επιδιώκει να καταστεί μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα περιφερειακός ηγεμόνας. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν μια ευρύτερη πλανητική στρατηγική εικόνα, ως προς τούτο, αναμφίβολα, θα σύγκλιναν με εκείνες τις δυνάμεις που θα εξισορροπούσαν τάσεις περιφερειακής ηγεμονίας μιας οποιασδήποτε δύναμης στην Ευρώπη.
Για όλους τους υπόλοιπους σίγουρα –και πολλοί Γερμανοί το ίδιο θα υποστήριζαν από διαφορετικές όμως οπτικές γωνίες–, το ζήτημα των ισορροπιών Ανατολικά της Γαλλίας ήταν και συνεχίζει να είναι κρίσιμο ζήτημα πρωτίστως για την Γαλλία. Οι Μεταπολεμικοί στρατηγικοί υπολογισμοί της Γαλλίας που ουδόλως άλλαξαν Μεταψυχροπολεμικά, συνεκτιμούν τις κυμάνσεις της Αμερικανικής στρατηγικής δέσμευσης στην Δυτική Ευρώπη και τις στρατηγικές της Γερμανίας και της Ρωσίας.
Για το Παρίσι η επανενωμένη Γερμανία η οποία γεωπολιτικά είναι τοποθετημένη στο μέσο της ηπείρου ή αυτό που ο Mackinder ονόμασε «καρδιά της Γης» δημιουργεί στρατηγικό πρόβλημα εάν καταστεί ισχυρή και «ουδέτερη» (εξ ου και η Σοβιετική επιδίωξη την δεκαετία του 1940 να την καταστήσει ουδέτερη με το σχέδιο Στάλιν) ή εάν στις μέρες μας συμμαχήσει με την Ρωσία (εξ ου και η ευαισθησία των ΗΠΑ για τους Βόρειους και Νότιους ενεργειακούς αγωγούς).
Το ίδιο ισχύει εάν η Γερμανία κατευνάσει την Ρωσία και για ποικίλους λόγους ενταχθεί, κατά κάποιο τρόπο, στην σφαίρα επιρροής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κρίση των Ευρωπυραύλων την δεκαετία του 1980 όταν εν μέσω γιγαντιαίων αντί-πολεμικών διαδηλώσεων στην Γερμανία τα πανό έγραφαν «καλύτερα κόκκινος παρά νεκρός».
“...παρά το γεγονός πως το Γερμανικό πολιτικό πεδίο είναι εξόχως διαφοροποιημένο ουκ ολίγοι Γερμανοί επαναλαμβάνουν συχνά την περίφημη ρήση του Καγκελάριου Μπίσμαρκ «δεν με αφήνουν να κοιμηθώ οι εφιάλτες των αντί-γερμανικών συσπειρώσεων»...”
Η ανισορροπία και η αστάθεια θεωρείται δεδομένη εάν η Γερμανία είτε απειληθεί είτε εκτιμήσει πως διανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας να αποκτήσει τον μόνο συντελεστή ισχύος που οι άλλες δυνάμεις διαθέτουν αλλά αυτή όχι, δηλαδή την πυρηνική ισχύ. Όπως περιγράφεται στο δοκίμιο που παραπέμπουμε στην αρχή, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου κύριο μέλημα του Καγκελαρίου Σμίτ, της Γαλλίας και των υπόλοιπων δυτικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική ισχύς να μην οδηγήσει την Γερμανία σε κατευνασμό και διαιρέσεις εντός των Δυτικών συμμαχιών. Το ίδιο ισχύει και για τους διαδόχους του μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Συχνά, εν τούτοις, οι αποφάσεις αλλάζουν εάν οι στρατηγικές εξελίξεις εισέλθουν σε μια λογική ακατάσχετων διλημμάτων ασφαλείας και αναθεωρήσεων μακροχρόνων στρατηγικών αποφάσεων που μοιραία επηρεάζουν και τις βραχυχρόνιες αποφάσεις.
Όπως προσανατολίζονται οι εξελίξεις και με δεδομένη την οικονομική υπεροχή της Γερμανίας απόρροια της υιοθέτησης της ΟΝΕ τυχόν εκδήλωση ηγεμονικών συμπεριφορών οι αντί-Γερμανικές συσπειρώσεις πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, όπως και οι ανακατατάξεις των θεσμών που δημιουργήθηκαν μετά το 1945.
Πρέπει να τονιστεί με έμφαση ότι παρά το γεγονός πως το Γερμανικό πολιτικό πεδίο είναι εξόχως διαφοροποιημένο ουκ ολίγοι Γερμανοί επαναλαμβάνουν συχνά την περίφημη ρήση του Καγκελάριου Μπίσμαρκ «δεν με αφήνουν να κοιμηθώ οι εφιάλτες των αντί-γερμανικών συσπειρώσεων».
“Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο συμφέρον να υπάρξουν αποφάσεις που θα εξαποστείλουν στα ράφια της ιστορίας τα ανεκδιήγητα μνημόνια”
Όσοι Γερμανοί έτσι σκέφτονται και έτσι λειτουργούν είναι και οι συνομιλητές όσων άλλων κρατών της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης επιδιώξουν ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα επαναπροσδιορίσουν τους θεσμούς, τους όρους λειτουργίας τους και το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Γιατί οι στρατηγικές εξελίξεις είναι και τα κύρια ζητήματα. Όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είναι εξαρτημένες και κυμαινόμενες μεταβλητές των στρατηγικών αποφάσεων.
Καταληκτικά και συμπληρωματικά της ανάλυσης του αγγλικού δοκιμίου αλλά και προγενέστερων θέσεων που διατυπώσαμε εδώ, λόγω μνημονίων, η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο συμφέρον να υπάρξουν αποφάσεις που θα εξαποστείλουν στα ράφια της ιστορίας τα ανεκδιήγητα μνημόνια που επιβλήθηκαν εν μέσω εκβιασμών, απειλών και αποφάσεων που καμιά σχέση δεν έχουν με μια δημοκρατικά οργανωμένη Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το εγχείρημα της ολοκλήρωσης μπορεί να συνεχίσει μόνο εάν επανέλθεις στις λογικές μιας «Ευρώπης των Πατρίδων» συναινετικών αποφάσεων επειδή όπως σωστά είχε επισημάνει και επιβάλει ο πρόεδρος Ντε Γκολ σε ένα διακρατικό σύστημα δημοκρατία σημαίνει ομόφωνες αποφάσεις.
Ας κάνουμε σαφές πως κατά την διάρκεια των μηνών και των ετών που έρχονται τίποτα δεν θα είναι γραμμικό και εύκολο, εξ ου και απαιτείται τα ζητήματα της Ευρωπαϊκής πολιτικής αφού εγκαταλειφθούν ιδεολογήματα του παρελθόντος να προσεγγιστούν στην βάση ορθολογιστικών αναλύσεων και αποφάσεων που έχουν ως άξονα το Ελληνικό εθνικό συμφέρον το οποίο μπορεί να εκπληρωθεί μόνο εάν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μεταρρυθμιστεί ριζικά για να προσαρμοστεί στο Μεταψυχροπολεμικό στρατηγικό περιβάλλον. Όριο ο ουρανός πρωτοβουλιών και είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να εμφανίζεται στις Βρυξέλλες με σοβαρές προτάσεις ριζικών μεταρρυθμίσεων.