Εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων οι εκλογές για τα νέα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου θέτουν κρίσιμα ερωτήματα. Μεταξύ άλλων, πόσοι στ’ αλήθεια προβληματίζονται βάσιμα και ρεαλιστικά για τις πραγματικές προεκτάσεις των πολιτικών, οικονομικών, θεσμικών και διπλωματικών προεκτάσεων λόγω διεθνών ανακατατάξεων; Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, πόσοι και πως προβληματίζονται για το πως εξελίσσονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, ποιος είναι ο ρόλος των κυβερνήσεων των κρατών και των πολιτών εντός ενός ρευστού ευρωπαϊκού πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος; Πώς διαμορφώνονται οι Ευρωατλαντικές σχέσεις;
Με την Ευρώπη και τον κόσμο να βρίσκεται σε ιστορική μετάβαση τα κράτη-μέλη και οι κοινωνίες τους λογικά και ορθολογιστικά μιλώντας σταθμίζουν και εκτιμούν ορθά τις εξελίξεις, συνεκτιμούν τον τρόπο που επηρεάζονται τα συμφέροντά τους και χαράσσουν στρατηγική εκπλήρωσής τους. Υπό συνθήκες ρευστότητας και ραγδαίων εξελίξεων στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα, είναι λογικό, επίσης, να κυριαρχούν αναλύσεις υπερκομματικού και αντικειμενικού χαρακτήρα.
Επιπλέον, είναι αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο απαιτεί κρατικά επιτελεία σε όλα τα κρίσιμα υπουργεία υπερκομματικά συγκροτημένα. Απαιτεί επίσης επιδίωξη κοινωνικοπολιτικών συγκλίσεων επί θεμάτων εθνικής ασφάλειας και εκπλήρωσης των προνοιών των Συνθηκών που αφορούν τα κυριαρχικά δικαιώματα κάθε κράτους. Λογικό είναι, επιπλέον, να θεωρούνται ως επικίνδυνες και χρήζει να αντικρούονται αξιοθρήνητες και εγγενώς ζημιογόνες επικοινωνιακές και προπαγανδιστικές μεθοδεύσεις που σχετίζονται με εφήμερες ιδιωτικές ή κομματικές ή παρωχημένες ιδεολογικές σκοπιμότητες.
Ελλάδα: Προϋποθέσεις πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού
Στην συντρέχουσα κρίσιμη μεταβατική φάση και εν μέσω δύο μεγάλων πολέμων στους οποίους εμπλέκονται όλες οι ηγεμονικές δυνάμεις και πολλά κράτη της περιφέρειάς μας, οι ευρωεκλογές προσφέρονται για αναλύσεις και συζητήσεις για πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές αποφάσεις που ενισχύουν την θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Αναλύσεις αντικειμενικά θεμελιωμένες για το πως εξελίσσονται οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι Ευρωατλαντικές σχέσεις, για το πως επηρεάζονται τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα -που δεν γνωρίζουμε να έχουν ακόμη προσδιοριστεί και ιεραρχηθεί-, για το ποιες είναι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες από τις ανακατατάξεις στο πολυπολικό διεθνές σύστημα και για το πως επηρεάζεται η Ελλάδα από τις ραγδαίες οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις. Ως πλήρες κράτος μέλος των ευρωπαϊκών θεσμών, επίσης, για το ποιες είναι οι προεκτάσεις για την Ευρώπη και τα μέλη της από τις καταιγιστικές στρατηγικές εξελίξεις στις σχέσεις των ηγεμονικών δυνάμεων.
Ακόμη, εν μέσω καθημερινά καταμαρτυρούμενης όξυνσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού και των Τουρκικών απειλών τίθεται το ερώτημα για το ποιες είναι οι πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές εναλλακτικές αποφάσεις στα πεδία της άμυνας και της διπλωματίας και το πως επηρεάζονται μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η εθνική ασφάλεια και η ακεραιότητα της Επικράτειας του Ελληνικού κράτους και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ιδιαίτερα ως προς αυτά, εντός κάθε βιώσιμου κράτους θεωρείται θέσφατο και έσχατη λογική η εκπλήρωση των προνοιών των Συνθηκών και του διεθνούς δικαίου που αφορούν τις κυριαρχικές οριοθετήσεις της Επικράτειας.
Υπενθυμίζεται, για παράδειγμα, ότι αργοπορεί η εκπλήρωση των προνοιών των Συνθηκών για την Αιγιαλίτιδα ζώνη, την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, και ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος στον πλανήτη που δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες που αφορούν την Αιγιαλίτιδα ζώνη. Ως προς το τελευταίο κατευνασμοί και προσεγγίσεις που οδηγούν σε απώλεια Επικράτειας που προβλέπουν οι πρόνοιες των Συνθηκών δεν ενδείκνυνται, ενώ η διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι νομικά και Συνταγματικά υποχρεωτική για όλους. Οτιδήποτε άλλο υποστηριχθεί εξ αντικειμένου είναι λανθασμένο.
Συντομογραφικά και έπονται περισσότερα κείμενα, θα μπορούσε να προστεθεί ότι οι συνεχιζόμενες Μεταπολεμικές και Μεταψυχροπολεμικές ιδεολογικές και εμφύλιες διαιρέσεις συχνά θολώνουν την πολιτική και στρατηγική θέαση. Προϋπόθεση για αντικειμενικές, ορθές και πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές εκτιμήσεις για την Ευρώπη και το διεθνές σύστημα είναι να κυριαρχούν εσχατολογικά στερημένες ρεαλιστικές αναλύσεις. Έτσι μόνο μπορούν να υιοθετηθούν αποφάσεις συμβατές με τις πραγματικές προϋποθέσεις του σύγχρονου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Εγκεφαλικά νεκρές; συμμαχίες και το «ηλεκτροσόκ» της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής
Καταμαρτυρούμενα η Ευρώπη βρίσκεται σε μετάβαση εν μέσω ρευστών πλανητικών εξελίξεων που επιτάχυναν οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή. Ενώ οι επιπτώσεις των δύο πολέμων και κυρίως του Ουκρανικού πολέμου διαμορφώνουν ήδη μια νέα και υπό διαμόρφωση πλανητική δομή ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων, μεταξύ πολλών άλλων, δύο εγγενή ζητήματα της Ευρώπης των οποίων η εξέλιξη με τον ένα ή άλλο τρόπο θα επηρεάσει τις στρατηγικές επιλογές, είναι Πρώτον, το «γερμανικό ζήτημα» και δεύτερον οι σχέσεις με την Μόσχα.
Όσον αφορά το «Γερμανικό ζήτημα» (βλ. εδώ Το «Γερμανικό ζήτημα» υπό το πρίσμα διαδοχικών κρίσεων της Μεταψυχροπολεμικής περιόδου), διαχρονικά αφορούσε τον ρόλο, την ισχύ και τις σχέσεις της Γερμανίας τόσο με τις Δυτικές όσο και με τις Ανατολικές δυνάμεις. Πρώην ΓΓ του ΝΑΤΟ συμπύκνωσε το «Γερμανικό ζήτημα» (και για πολλούς «Γερμανικό πρόβλημα») όταν έκανε την εξής πολυσυζητημένη δήλωση: «Το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε «για να κρατήσει τη Σοβιετική Ένωση έξω, την Αμερική μέσα, και τους Γερμανούς κάτω». Αυτό το ζήτημα Μεταψυχροπολεμικά βρίσκεται σε εκκρεμότητα και επηρεάζει δραστικά την εξέλιξη των ευρωπαϊκών υποθέσεων.
Πέραν των γεγονότων της δεκαετίας του 1990 που οδήγησαν στην υπό όρους Γερμανική επανένωση το 1992, τα Μεταψυχροπολεμικά ζητήματα που αφορούσαν τις ισορροπίες μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν έτυχαν αποφασιστικής και αποτελεσματικής πολιτικής ή θεσμικής διαχείρισης. Μάλιστα, όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα αυτής της φάσης, ξέρουν ότι η διαιώνιση του ΝΑΤΟ, αρχικά τουλάχιστον, θεωρήθηκε ως αναγκαία για να συνεχίσει να ελέγχεται στρατιωτικά και πολιτικά η ενωμένη πλέον Γερμανία.
Ακόμη, πιο σημαντικό, ενώ μείζον στρατηγικό ζήτημα των δύο τελευταίων αιώνων ήταν οι διμερείς συγκλίσεις Γερμανίας-Ρωσίας που επηρεάζουν τις Ευρασιατικές ισορροπίες, Μεταψυχροπολεμικά αναπτύχθηκαν ενεργειακές δομές επικεφαλής των οποίων, μάλιστα, ήταν πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας. Οι υποδομές αυτές, σημειώνεται, έχουν πληγεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, χρήζει να υπογραμμιστεί ότι, οι σχέσεις Ρωσίας-Δυτικής Ευρώπης -και ιδιαίτερα Ρωσίας-Γερμανίας- είναι ένα διαχρονικά πολυσυζητημένο ζήτημα πολύ πέραν των παραμιλητών περί «καλής πλευράς» και «κακής πλευράς». Ως προς αυτό, κανείς έχει άγνοια των κύριων χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος εάν δεν γνωρίζει πως «κακές» και «καλές» ηγεμονικές δυνάμεις δεν υπάρχουν. Υπήρχαν πάντα μόνο ανελέητες και αδίστακτες ηγεμονικές δυνάμεις των οποίων τα κριτήρια λήψης στρατηγικών αποφάσεων για τις περιφέρειες και τον πλανήτη συναρτώνται με τις εξισορροπητικές τους ανάγκες σε αναφορά με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις. Κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την στρατηγική σύγκλιση των ΗΠΑ με την Κίνα κατά της Ρωσίας και τις εναλλασσόμενες Μεταψυχροπολεμικές εξισορροπητικές προσεγγίσεις όλων σχεδόν των μεγάλων δυνάμεων που μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας επιταχύνθηκαν.
Για να σταθούμε στις σχέσεις Ρωσίας – Δυτικής Ευρώπης, είναι γνωστή η θέση του Ντε Γκολ για την Ευρώπη από τα «Ουράλια μέχρι τον Ατλαντικό». Το στρατηγικό σκεπτικό όσων υποστήριζαν μια τέτοια δομή ήταν ότι θα επενεργούσε μετριαστικά στο αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα.
Πολλοί υποστήριζαν, επίσης, ότι μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε αφενός να σταθεροποιήσει τις Ευρασιατικές στρατηγικές ισορροπίες, και αφετέρου, να διασφαλίσει ισχυρή θέση και ρόλο στις φθίνουσες Ευρωπαϊκές πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Όταν ο Ψυχρός Πόλεμος τερματίστηκε αφενός οι ΗΠΑ είχαν τον πρώτο λόγο και εν μέσω «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» πίσω από τις οποίες κυριολεκτικά έσυραν τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν ευνόησαν μια τέτοια προσέγγιση, και αφετέρου, τα Ευρωπαϊκά κράτη ταλαντεύονταν αμφίπλευρα αλλά χωρίς άλλη επιλογή παρά να υποστηρίξουν τις επεμβάσεις.
Πάντως, μια προσέγγιση της Ρωσίας, και επειδή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας είχε τερματιστεί, ένα νέο σύστημα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας για το οποίο πολλοί μιλούσαν, θα μπορούσε, αφενός να σταθεροποιήσει τις σχέσεις με την Ρωσία και αφετέρου να αντικαταστήσει την Ατλαντική Συμμαχία, ενώ συνολικότερα θα μεθοδευόταν μια εξεζητημένη εξισορρόπηση της ανερχόμενης κινεζικής ισχύος, στρατηγικά αλλά και οικονομικά και νομισματικά.
Σπασμωδικές και ανορθολογικές αποφάσεις και το «ηλεκτροσόκ» του πολέμου της Ουκρανίας
Ανεξάρτητα αξιολογικά και κανονιστικά βεβαρυμμένων αναλύσεων που κατά τα άλλα παρατηρούνται σε κάθε διεθνή κρίση, εξ αντικειμένου, οι Αμερικανικές αποφάσεις, και ιδιαίτερα αυτές που αφορούσαν την Κεντρική Ευρώπη, οδήγησαν προς διαφορετικούς προσανατολισμούς. Η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία όταν η Ρωσία εισέβαλε δεν ήταν παρά μόνο η αφετηρία επιτάχυνσης των εξελίξεων. Το τι προηγήθηκε είναι γνωστό αλλά δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί.
Κανείς εύλογα τίθεται ερώτημα κατά πόσο οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σε «μοιραία στρατηγικά λάθη». Η φράση «μοιραία» είναι του George Kennan, πρώην αξιωματούχου και γεωπολιτικού αναλυτή που θεωρείται ο πατέρας της στρατηγικής ανάσχεσης των ηπειρωτικών δυνάμεων πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας. Στην βάση των Μεταψυχροπολεμικών δεδομένων, προσδιόρισε τον πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικό προσανατολισμό όταν το 1996-97 σε μια σειρά παρεμβάσεων υποστήριξε, μεταξύ άλλων:
«Η επέκταση του ΝΑΤΟ [στις πρώην κομμουνιστικές χώρες υπό την ΕΣΣΔ στην Κεντρική Ευρώπη] θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος στην αμερικανική πολιτική από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Είναι αναμενόμενο ότι η απόφαση αυτή θα αναζωπυρώσει εθνικιστικές, αντί-δυτικές και μιλιταριστικές τάσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, θα αναζωπυρώσει την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και θα κατευθύνει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς μια κατεύθυνση που θα είναι αντίθετη με τις επιθυμίες μας».
Δύο δεκαετίες μετά τα γεγονότα επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις του Kennan αλλά και πολλών άλλων πολιτικών και αναλυτών της στρατηγικής όπως οι Kissinger και Mearsheimer. Ακόμη, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε συντομογραφικά και σε ενδεικτικές θέσεις που διατύπωσε ο Πρόεδρος Μακρόν.
«Το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό», είχε δηλώσει ο Γάλλος Πρόεδρος το 2019, τρία χρόνια πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα όπως και πολλοί άλλοι μετά το 1990 υποστήριξε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να επανεξετάσει θετικά τις σχέσεις με την Μόσχα. Μετά την έναρξη του πολέμου ο πρόεδρος Μακρόν ρωτήθηκε για τις δηλώσεις του 2019 και απάντησε ότι έτσι είχαν τα πράγματα όταν έκανε αυτή την δήλωση. Αναφέρθηκε μάλιστα στην περίπτωση της Τουρκίας που «απειλούσε άλλο κράτος-μέλος», δηλαδή τις Τουρκικές απειλές κατά της Ελλάδας.
Οι νέες του θέσεις, ανέφερε επίσης, οφείλονται στο «ηλεκτροσόκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία». Εύλογα, βεβαίως, μπορεί να επισημανθεί ότι, ιδιαίτερα ένα κράτος που διαθέτει τα κρατικά επιτελεία που δημιούργησε ο Ντε Γκολ, δεν αιφνιδιάζεται επειδή, εν τέλει, το τι συνέβαινε στην Ουγγαρία ήταν γνωστό σε όλους.
Έκτοτε οι θέσεις του Μακρόν και ηγετών άλλων δυτικών κρατών εξελίχθηκαν. Λήφθηκαν αποφάσεις για πιο ενεργή και πιο άμεση εμπλοκή κρατών του ΝΑΤΟ στον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων πιθανών στρατιωτικών αποστολών μερικών μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτό αναμενόμενα οδήγησε σε αποφάσεις και δηλώσεις της Ρωσίας για προετοιμασίες και γυμνάσια που αφορούν το ενδεχόμενο έναρξης ενός πυρηνικού πολέμου.
Επιτάχυνση των εξισορροπήσεων σε πλανητικό επίπεδο
Ερωτάται: Τα κράτη της Ευρώπης ως ανεξάρτητοι στρατηγικοί δρώντες αλλά και συλλογικά ως μέλη της ΕΕ πόσο και πως προετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και περισσότερο επιδεινούμενες σχέσεις μεταξύ των Δυτικών και των Ανατολικών δυνάμεων;
Πώς και πόσο η ΕΕ ως συλλογικός θεσμός εξέτασε τις συνέπειες των συγκλίσεων Κίνας-Ρωσίας αλλά και τις συνέπειες για την διεθνή οικονομία λόγω αποφάσεων που λαμβάνονται από τα κράτη-μέλη του Brics; Ως συλλογικότητα πόσο και πως συνεκτίμησαν όλες τις μεταβλητές που επηρεάζουν τις πλανητικές στρατηγικές και οικονομικές σχέσεις;
Οι κοινοί για όλα τα κράτη κίνδυνοι, όπως για παράδειγμα το ενδεχόμενο πυρηνικού ολοκαυτώματος, τα τρομοκρατικά κινήματα, οι αθέσπιστοι και ανεξέλεγκτοι διεθνικοί ιδιώτες και οι συνέπειες των αλματωδών τεχνολογικών εξελίξεων, απαιτούν πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστική διεθνή διακυβέρνηση.
Κάτι τέτοιο απαιτεί διεθνείς θεσμούς προσαρμοσμένους στους κοινούς κινδύνους και στις κοινές ανάγκες όλων των κρατών. Λήψη συλλογικών αποφάσεων έτσι προσανατολισμένων, εν τούτοις, μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας είναι ένα απομακρυσμένο ενδεχόμενο. Πώς και πόσο αυτό συνεκτιμάται δεόντως από τα Ευρωπαϊκά κράτη αλλά και την ΕΕ ως συλλογικός θεσμός και πόσο είναι εφικτό η Ευρωπαϊκή κοινότητα να λάβει αποφάσεις αντιστροφής του προσανατολισμού προς πολιτικά και στρατηγικά ανορθολογικές προσεγγίσεις που αφετηρία δεν έχουν τον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά οι προσεγγίσεις που υιοθετήθηκαν μετά το 1990.
Ενώ υπάρχει δυνατότητα να υπάρξουν αναλύσεις που είναι συμβατές με τις ισχύουσες προϋποθέσεις του σύγχρονου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, τόσο ο δημόσιος διάλογος στην Ευρώπη και στα κράτη μέλη όσο και οι διαμάχες των φορέων επιστημονικών τίτλων δεν φαίνεται να αγγίζουν ούτε κατ’ ελάχιστο την ουσία των προβλημάτων.