Είναι πια κοινή παραδοχή ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει φτάσει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή (“point of no return”), όπως το έχουν χαρακτηρίσει πλείστοι θεωρητικοί. Πολύ μελάνι έχει χυθεί, πολλά ηλεκτρονικά άρθρα έχουν πληκτρολογηθεί και ατελείωτες συζητήσεις έχουν λάβει και λαμβάνουν χώρα σε όλη την έκταση της γηραιάς ηπείρου. Το κεντρικό ερώτημα; «Και τώρα τι;». Τι έπεται; Θα συνεχίσει να υφίσταται το ευρωπαϊκό σχέδιο; Θα μετεξελιχθεί ο υπερεθνικός οργανισμός ή η Ένωση των 28, που μάλλον θα γίνουν 27, θα τερματίσει την 60χρονη ειρηνική πορεία της;
Ούτε καν το αν τελικά τα 28 κράτη μέλη θα γίνουν 27 δεν είναι σε θέση κάποιος να πει με βεβαιότητα σήμερα. Ξεκινώντας από τα πιο πρόσφατα, τα τεκταινόμενα στο «μέτωπο» του Brexit, βλέπουμε ένα άκρως ενδιαφέρον οξύμωρο σχήμα. Αφενός, ένα κράτος μέλος που ποτέ δεν ήταν σφόδρα «ερωτευμένο» με την Ένωση, όπως εύγλωττα είχε δηλώσει ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, επεδίωξε μετά μανίας την ανεξαρτητοποίησή του και τώρα δεν είναι ικανοποιημένο με τη συμφωνία που συνάφθηκε. Ένα σημαντικό μέρος δε των λεγόμενων Brexiteers, των θιασωτών, δηλαδή, της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τώρα φαίνεται μετανιωμένο και επιζητά νέο δημοψήφισμα. Αφετέρου, η Ευρώπη δίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο μια συμφωνία που η ίδια θεωρεί win-win, με την αρμοδιότητα για όσα προβληματικά ζητήματα προκύψουν στο μέλλον να ανατίθεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο δικαστήριο του ενός μέρους δηλαδή.
Το οξύμωρο εντοπίζεται εδώ στο γεγονός ότι μια τέτοια επιλογή, ενώ φαινομενικά παρουσιάζει τη συμφωνία αποχώρησης (που θα ολοκληρωθεί τυπικά στις 29 Μαρτίου 2019) ως ετεροβαρή υπέρ της Ένωσης, επί της ουσίας κρύβει και μια ενδόμυχη ανασφάλεια ή επιφυλακτικότητα από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών. Ιδίως δε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έχει επιφορτιστεί με τις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Με απλά λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρχής δήλωσε σε όλους τους τόνους (προεξάρχοντος του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ) τη δυσαρέσκειά της για την απόφαση των Βρετανών και τη... δυσανεξία της σε ένα ενδεχόμενο σκληρό καιοριστικό διαζύγιο σε όλους τους τομείς. Αυτό και απεικονίστηκε στη συμφωνία που συνομολογήθηκε με τη Βρετανίδα Πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι. Μια εμπορική σχέση που θα διατηρηθεί, μια «αλληλομεταναστευτική» σχέση που θα παύσει σε μεγάλο βαθμό να λειτουργεί όπως τη γνωρίζουμε σήμερα και μια σχέση συμμαχίας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας που πάση θυσία θα διατηρηθεί και πιθανότατα θα ενισχυθεί τόσο εντός όσο και εκτός πλαισίου του ΝΑΤΟ.
Οι λόγοι για το τελευταίο συνοψίζονται στις μεγάλες προκλήσεις του προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος, την έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας και την ανακατάταξη που λαμβάνει χώρα στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων (διαρκείς αναδιπλώσεις ΗΠΑ και Ρωσίας, απρόβλεπτη Τουρκία, πανταχού παρούσα και εξίσου απρόβλεπτη Κίνα).
Όποια και αν είναι η κατάληξη της σχέσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ηνωμένου Βασιλείου, ένα είναι το βέβαιο. Η ίδια η Ευρώπη δε μπορεί να συνεχίσει όπως είναι σήμερα. Στην πραγματικότητα, δεν αντέχει να... αντέχει απλώς και να παριστάνει τον «οικονομικό γίγαντα» και τον «πολιτικό νάνο». Τη δύναμη που δρα με την οικονομική της ισχύ, χωρίς ακόμα κι αυτήν όμως να έχει κατορθώσει να τη μετατρέψει σε μια ενιαία αναπτυξιακή ατμομηχανή για όλα τα κράτη και τους λαούς της. Τη δύναμη που κινείται, ωστόσο, παράλληλα και ταυτόχρονα εντελώς φοβικά και στην καλύτερη περίπτωση ευχολογικά απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις, δεχόμενη λεκτικά «πτύσματα» εκ Δυσμών και αντιδημοκρατικές ως και νεοφασιστικές απειλές εξ Ανατολών.
Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία λίγο πριν την ώρα που θα μετρηθεί για άλλη μια φορά το μπόι των Ευρωπαίων ηγετών. Μόνο που τώρα ίσως να είναι και η στιγμή που θα κριθεί μαζί με το πολιτικό εκτόπισμα ορισμένων και η προοπτική του κοινού εγχειρήματος.
Η ανάδειξη του Εμμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας πριν από δύο χρόνια έδειξε πράγματι ένα νέο δρόμο. Ένα δρόμο που βάζει ευθαρσώς και χωρίς δισταγμούς την ευρωπαϊκή ατζέντα στην κορυφή των θεμάτων που πρέπει να αφορούν λαούς και κυβερνήσεις.
Ευρωπαϊκός στρατός για αποτελεσματική φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων, αφού βεβαίως δεχθούμε όλοι (μεγάλοι, μεσαίοι, μικροί) ότι τα εθνικά σύνορα των κρατών που βρίσκονται στις παρυφές της Ένωσης (π.χ. Ελλάδα), στην οποία μετέχουμε, αποτελούν ταυτόχρονα και τα νομικώς κατοχυρωμένα σύνορα αυτής της ίδιας της Ένωσης. Ταυτόχρονα, ο ευρωπαϊκός στρατός θα αποτελεί την αιχμή του δόρατος μιας Ευρώπης με manu militari, που δεν θα περιορίζεται πλέον να δηλώνει ρομαντικά και αναποτελεσματικά ότι η μόνη πυγμή της είναι η πυγμή του δικαίου της. Η κατά τα λοιπά απευκταία περίπτωση όπου απαιτείται σαφής στρατιωτική απάντηση σε μια σειρά ζητημάτων είναι πια μια πραγματικότητα, που συχνά-πυκνά καλείται να αντιμετωπίσει ο βραδυκίνητος ενωσιακός μηχανισμός. Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων, η σημερινή μορφή του οικοδομήματος αδυνατεί αντικειμενικά να καλύψει το συγκεκριμένο κενό.
Ενιαία οικονομική πολιτική και όχι μόνο νομισματική ένωση. Ο διορισμός ενός κοινού Υπουργού Οικονομικών οπωσδήποτε θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση της περαιτέρω σύγκλισης και εμβάθυνσης της οικονομικής συνεργασίας, με απαραίτητα χαρακτηριστικά την ενιαιοποίηση φορολογικών καθεστώτων και ασφαλώς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλη τόλμη, ιδίως από τα ισχυρότερα κράτη μέλη και, εφόσον συμβεί, θα συνιστά μια πραγματική «φυγή προς τα εμπρός» για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εξαιρετικά δύσκολο «στοίχημα» υπό τις παρούσες συνθήκες, μα και αναγκαίο αν όσοι πιστεύουν στην Ενωμένη Ευρώπη δεν θέλουν πλέον να αρκούνται σε αφηρημένες έννοιες και συναισθάνονται την κρισιμότητα της εποχής.
Τρίτο σημείο, το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα», για το οποίο κατηγορείται από πολλούς η Ένωση. Είναι προφανές ότι αν ο φορέας συγκριθεί με εθνικό κράτος, το έλλειμμα είναι δεδομένο. Δεδομένου όμως ότι πρόκειται για έναν πραγματικά πολυδαίδαλο οργανισμό, το πρόβλημα δεν πρέπει να εντοπιστεί επακριβώς στο αν τα στοιχεία δημοκρατικότητας ενός εθνικού κράτους (διάκριση λειτουργιών, κράτος δικαίου, αρχή πλειοψηφίας, προστασία δικαιωμάτων του ανθρώπου, προστασία δικαιωμάτων μειονοτήτων κ.ο.κ.) απαντώνται απολύτως, αυτά καθαυτά, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόβλημα της Ένωσης είναι, ως επί το πλείστον, πρόβλημα έλλειψης σαφούς και ξεκάθαρης έκφρασης με ενιαία φωνή. Το υφιστάμενο εγχείρημα επιδιώκει να έχει τους πάντες «ευχαριστημένους», κάτι που όμως στην πράξη αποδεικνύεται ανεδαφικό. Γενναίες προσπάθειες από την πλευρά της Επιτροπής συχνά προσκρούουν στην άρνηση του Συμβουλίου, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά την ενίσχυση που γνώρισε θεσμικά με Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να παίξει ρόλο καταλύτη σε πολλά σημαντικά θέματα.
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του Μαίου του 2019 αποτελούν άλλη μια ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των πολιτών της Ένωσης. Δυστυχώς, πολλοί είναι εκείνοι που και πάλι θα αδιαφορήσουν και αρκετοί (αν όχι οι περισσότεροι) εκείνοι που θα ψηφίσουν με κριτήρια καθαρά εθνικά και τοπικο-πολιτικά, αγνοώντας και απέχοντας από οποιαδήποτε ενημέρωση σχετικά με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη και γιατί αξίζει κανείς σήμερα και όχι άλλη στιγμή να ψάξει, να μάθει, να ενημερωθεί για τα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα.
Δεν πρόκειται για ζητήματα μακρινά, που αφορούν άλλους. Αλλά για αναγκαιότητες και γεγονότα που αφορούν εμάς και που πολύ σύντομα θα επηρεάσουν τις ζωές μας πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε. Ας είμαστε έτοιμοι.