Η Ευρώπη στη μάχη των φωτοβολταϊκών και η κυριαρχία της Κίνας

Πώς κατάφεραν οι κινεζικές εταιρείες να πρωταγωνιστούν στην αγορά των φωτοβολταϊκών; Μπορούν οι ευρωπαϊκές εταιρείες να καλύψουν το χαμένο έδαφος;
Jasmin Merdan via Getty Images

Παρότι οι δυτικές εταιρείες πρωταγωνίστησαν τα πρώτα χρόνια στην ανάπτυξη και παραγωγή φωτοβολταϊκών, η κατάσταση άλλαξε ριζικά την περασµένη δεκαετία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε τον τελευταίο χρόνο μία γενναία απόφαση με τον τερματισμό της ενεργειακής της εξάρτησης από τη Ρωσία. Αυτή την οδήγησε σε αναζήτηση νέων προμηθευτών φυσικού αερίου, αλλά και στην επίσπευση των διαδικασιών για την «πράσινη μετάβαση», ώστε να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την κατανάλωση του μεταβατικού καυσίμου. Κι ενώ στην αγορά της αιολικής ενέργειας οι ευρωπαϊκές εταιρείες κυριαρχούν σε παγκόσμιο επίπεδο, στην αγορά των φωτοβολταϊκών η παραγωγή και η έρευνα δείχνουν να έχουν χάσει σημαντικό έδαφος.

Η ΕΕ σκοπεύει να τριπλασιάσει τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών από 224 GW τo 2022 σε 750 GW το 2030, με τον στόχο το 2050 το μερίδιό τους στο ηλεκτρικό ρεύμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο να κυμαίνεται ανάμεσα στο 50 με 60%. Το 2022 οι νέες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη των 27 ήταν αυξημένες κατά 47% σε σύγκριση με το 2021 και υπερδιπλάσιες σε σχέση με το 2020. Η τάση αυτή αναμένεται να διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια, με τις διαδικασίες αδειοδότησης να χαλαρώνουν, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι.

Παρότι οι δυτικές εταιρείες πρωταγωνίστησαν τα πρώτα χρόνια στην ανάπτυξη και την παραγωγή, η κατάσταση άλλαξε ριζικά την περασμένη δεκαετία. Το 2005 η Γερμανία ξεπερνούσε την Ιαπωνία στην πρώτη θέση παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελ. Το 2022 οι κινέζικες εταιρείες κυριαρχούν πλέον σε όλους τους τομείς της καινοτομίας και της παραγωγής, με το 75% των πάνελ να κατασκευάζεται στην Κίνα. Οι ασιατικές χώρες αντιπροσωπεύουν μάλιστα το 94% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ οι ευρωπαϊκές δεν ξεπερνούν το 3%. Άλλωστε αυτές ήταν οι χώρες που οδήγησαν στην πτώση του ισοσταθμισμένου κόστους ενέργειας (είναι ένας δείκτης που υπολογίζει το μέσο καθαρό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για μια μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια της ζωής της) κατά 80% από το 2010 κι έκαναν την τεχνολογία ανταγωνιστική.

Η κυριαρχία της Κίνας δεν εντοπίζεται μόνο στο τελικό προϊόν -το φωτοβολταϊκό πάνελ- αλλά σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής. Αυτή ξεκινάει με τη βασική ύλη, το πολυπυρίτιο. Σε αυτό το στάδιο, το μερίδιο των κινεζικών εταιρειών αγγίζει το 80% της παγκόσμιας αγοράς -με ανοδικές μάλιστα τάσεις- και αναμένεται να φτάσει το 90% τα επόμενα χρόνια, ενώ πριν από μία δεκαετία ήταν 30%. Οι κινεζικές εταιρείες κατέχουν και το αστρονομικό 97% του επόμενου σταδίου της παραγωγής, της παραγωγής πλακών πυριτίου που αποτελούν τη βάση για την κατασκευή των φωτοβολταϊκών κυττάρων. Σε αυτό τον τομέα το κινεζικό μερίδιο αγγίζει το 79%.

Η Κίνα προηγείται και στις εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών πάνελ. Το 2022 87,4 GW (55 GW το 2021) τοποθετήθηκε στη χώρα, όγκος που αντιστοιχεί στο 38% της παγκόσμιας εγκατασταθείσης ισχύος, με το πλεόνασμα της εγχώριας παραγωγής να κατευθύνεται σε εξαγωγές. Το 2022, λαμβάνοντας υπόψιν όλη την αλυσίδα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των πλακών πυριτίου, των κυττάρων και των πάνελ, αυτές ξεπέρασαν τα 51,2 δισ. $.

Πώς κατάφεραν όμως οι κινεζικές εταιρείες να πρωταγωνιστούν στην αγορά των φωτοβολταϊκών;

Αρχικά η εγχώρια παραγωγή στόχευε στην κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών που δεν ήταν συνδεδεμένα στο ηλεκτρικό δίκτυο και αντιπροσώπευε μόλις το 3% της παγκόσμιας. Όταν όμως έγινε αντιληπτή η αδυναμία των Δυτικών παραγωγών ν’ ανταποκριθούν στη ζήτηση των οικονομιών τους, η Κίνα επεξέτεινε γρήγορα τις παραγωγικές της ικανότητες. Στα πενταετή σχέδια προβλέπονταν χρηματοδοτήσεις για την Έρευνα & Ανάπτυξη που από τα 6 εκατ. $ ετησίως για την πενταετία 2006-2010 έφτασαν τα 75 εκατ. $ ετησίως για την επόμενη περίοδο 2011-2015. Παράλληλα, η παραγωγή φωτοβολταϊκών επωφελήθηκε από το πρόγραμμα για τα κινεζικά εξαγωγικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας: προσφέρονταν φορολογικές ελαφρύνσεις, δωρεάν γη για την κατασκευή εργοστασίων και χαμηλότοκα κυβερνητικά δάνεια. Συνολικά υπολογίζεται ότι επενδύθηκε ποσό άνω των 50 δισ. $, ενώ επιδοτήθηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα για την ενεργοβόρα παραγωγή πολυπυριτίου.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν μπορούν οι ευρωπαϊκές εταιρείες να καλύψουν το χαμένο έδαφος, ώστε η Ευρώπη να μην είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές από την Ασία, συμβαδίζοντας με το γεωπολιτικό πρόταγμα της εποχής.

Με αυτό τον σκοπό, η ΕΕ εγκαινίασε τον περασμένο Δεκέμβριο την «Ευρωπαϊκή Συμμαχία για τη Βιομηχανία Φωτοβολταϊκών», στοχεύοντας ν’ αυξήσει την ποσότητα παραγωγής στο σύνολο της αλυσίδας αξίας φωτοβολταϊκών στα 30 GW ετησίως, μέχρι το 2025. Κι αν η ευρωπαϊκή παραγωγή σε φωτοβολταϊκά πάνελ αντιστοιχεί στο 8% της παγκόσμιας αγοράς, η παραγωγή πλακών πυριτίου και κυττάρων υστερεί σημαντικά, οπότε πρέπει να γίνουν μεγάλα βήματα για να καλυφθεί το κενό. Πάντως, οι αναλύσεις δείχνουν ότι τα κόστη για τα προϊόντα μίας ευρωπαϊκής βιομηχανίας φωτοβολταϊκών αναμένεται να είναι 20-25% υψηλότερα από τα πιο ανταγωνιστικά της αγοράς. Αυτό οφείλεται στα υψηλότερα ωρομίσθια, στο κόστος των υλικών, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και του κεφαλαίου.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι σίγουρα στατική και τα κόστη μπορούν να μειωθούν. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος, θ’ αναπτύξουν τεχνολογία κορυφαίου επιπέδου και θα μειωθούν τα κόστη στις αλυσίδες τροφοδοσίας. Από τη μεριά της, η ΕΕ εξετάζει τη φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη διαδικασία παραγωγής, ενώ οι εκπομπές ρύπων στην Ευρώπη είναι 40% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στην Κίνα.

Τέλος, από την πλευρά των καταναλωτών μπορεί να υπάρξει μία προθυμία στήριξης των ευρωπαϊκών προϊόντων, εφόσον τους δοθούν κάποια κίνητρα, όπως μεγαλύτεροι χρόνοι εγγύησης, συντομότερη παράδοση και πιστοποίηση της «ευρωπαϊκότητας» των προϊόντων.

Δημοφιλή