Η αλήθεια είναι πως οι Πατέρες απέφυγαν να ορίσουν την εκκλησία. Κι έρχεται τον 14ο αι. ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, του οποίου η μνήμη τιμάται στις 20 Ιουνίου, και μας λέει πως «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις». Η ταυτότητα της εκκλησίας, δηλαδή, είναι τα μυστήρια της, εννοώντας ο Καβάσιλας το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η εκκλησία, λοιπόν, ταυτίζεται με τη Θεία Ευχαριστία.
Ο καθηγητής Θεολογίας Α.Π.Θ. Χρυσόστομος Σταμούλης, στο βιβλίο του «Τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι», δείχνει να ξαφνιάζει. Και, σκοπίμως, χρησιμοποιώ τον όρο αυτό, καθώς το ξάφνιασμα οδηγεί στο ξεμούδιασμα του βολέματος, της θέσης ισχύος, του δεδομένου και αναντίρρητα, βάζει σε μπελάδες κάθε ανυποψίαστη κίνηση, που στέκει έκθαμβη ενώπιον της ακινησίας των πραγμάτων. Γράφει, λοιπόν, πως «η αληθινή εκκλησία είναι εκείνος ο οίκος, που ως άλλη κιβωτός χωρά τα αχώρετα». Θα μου πείτε, υπάρχει και ψεύτικη εκκλησία; Μήπως δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο Χριστού; Κι αν αυτό δείχνει αιρετικό, σκεφτείτε πως κάθε φορά που σχηματίζουμε μία λανθασμένη αντίληψη περί Θεού, ανάξια για τον Ίδιο, «ο Θεός είναι νεκρός», όπως πολύ σοφά διακήρυττε ο Νίτσε, τη φράση του οποίου αγνοούν ή δεν γνωρίζουν αρκετοί σήμερα και σπεύδουν να μιλήσουν για αθεΐα του μεγάλου φιλοσόφου.
Η εκκλησία να βγει στο παζάρι. Να βγει στο φυσικό της χώρο. Μήπως, από εκεί δεν ξεκίνησε; Από τις αγορές και τις πλατείες; Ο φυσικός χώρος της εκκλησίας είναι εκείνος ο χώρος όπου υπάρχει άνθρωπος. Όχι κάποιο συγκεκριμένο έθνος, κάποια ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων, αλλά ο κάθε άνθρωπος, τη φύση του οποίου ντύθηκε ο Χριστός. Ο Χριστός δεν μπήκε, απλά, στην ιστορία. Έγινε ιστορία! Δεν τον ξεπέρασε η εποχή Του. Εκείνος ξεπέρασε την εποχή Του. Αλλά βγήκε στον άνθρωπο. Ίσως, ο σύγχρονος άνθρωπος, δεν έχει αντιληφθεί το μυστήριο της σάρκωσης.
Ένας Θεός γίνεται άνθρωπος. Αναλαμβάνει μία φύση, την οποία, στο κάτω κάτω, δεν ήταν υποχρεωμένος να την αναλάβει και να την ντυθεί. Αναλαμβάνει τον άνθρωπο, τη στιγμή που για το πλατωνικό συμπόσιο «θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται». Κι όμως, ο Θεός βγαίνει σε απροϋπόθετη συνάντηση με τον άνθρωπο, με την κτίση, την ιστορία. Αναλαμβάνει να σηκώσει το εντελώς διαφορετικό. Όχι να το υιοθετήσει, να το φορέσει∙ την ανθρώπινη σάρκα. Το κατεξοχήν άδειασμα του Θεού, το απόλυτο «ναι» του Θεού στις αστοχίες του ανθρώπου. Ένας Θεός, που μπροστά στις όποιες αβεβαιότητες, δεν κάνει πίσω, δεν φοβάται μήπως χάσει κάτι από τον Εαυτό Του, δεν φοβάται μήπως αλλοιωθεί η τριαδική Του φύση, αλλά ενεργώντας ως Θεός κίνησης και ενέργειας και όχι ως το αριστοτελικό «κινοῦν ἀκίνητον», βγαίνει από την βεβαιότητα που Του παρέχει η θεϊκή του υπόσταση.
Παρόλα αυτά, εντός των τειχών της εκκλησίας, ορισμένες φωνές δραπετεύουν από το ρόλο τους. Είναι τότε που η εκκλησία, που ως άλλη αλεπού, κατά Χρυσόστομο Σταμούλη, δεν έχει δουλειά στο παζάρι. Φωνές που ή δεν έχουν εντοπίσει το ρόλο τους ή τον έχουν αντιληφθεί και δεν τους ταιριάζει ένας τέτοιος ρόλος, μία τέτοια διακονία ρίσκου. Και είναι διακονία ρίσκου να αγγίζεις σύγχρονες πονεμένες υπάρξεις, που έχουν την ανάγκη της εκκλησίας στο παζάρι και όχι κρυμμένης από τη ζωή.
Είναι εκείνες οι φωνές που εξόρισαν τον Χριστό και του λένε, κάτσε τώρα εσύ στην άκρη, εξάλλου για τον Εαυτό σου σταυρώθηκες, τί θες και ανακατεύεσαι στα πόδια μας; Είναι οι φωνές που αντικατέστησαν το πρόσωπο του Χριστού με το απρόσωπο μιας ειδωλικής εικόνας, βάζοντας στη θέση του θεανθρωποκεντρικού προσώπου, τον γέροντα ή τον υψηλά πνευματικά φτασμένο. Ο γεροντισμός, αποτελεί ανθρωπολογική ασθένεια για το σώμα της εκκλησίας. Ασθένεια, που δεν δημιουργεί ευλαβείς χριστιανούς αλλά αποχαυνωνόμενους οπαδούς έτοιμους να κατασπαράξουν κάθε διαφορετική φωνή. Οπαδούς που η γνώμη του γέροντα μοιάζει αλάνθαστη.
Είναι κι εκείνες οι φωνές που δίνουν έμφαση στην εικόνα της εκκλησίας και όχι στην ουσία, στο «είναι» της. Η εκκλησία δεν είναι άρτος και θεάματα. Η εκκλησία διακηρύττει στον σύγχρονο άνθρωπο «έλα» κι εκείνος φωνάζει «χάνομαι». Ποιος θα αναλάβει το υπαρξιακό του κενό, τις ανησυχίες του; Όλα αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Έχουν βάθος. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, σημειώνει, στο τελευταίο του βιβλίο, για τον Χριστό, πως «ήθελε να κάνει μια εργασία εις βάθος, όχι μια εργασία εντυπώσεων». Το να θέλεις να εντυπωσιάσεις τον άλλον, να δώσεις μια κάποια υποτιθέμενη αίγλη, ώστε να τον τραβήξεις στην εκκλησία, δεν αφορά την ουσία των πραγμάτων, τις βαθιές ανησυχίες του ανθρώπου, αλλά μετατοπίζεις την ευθύνη στον άλλον και του λες, δεν βαριέσαι, σήκωσε εσύ τον σταυρό σου, εγώ κουράστηκα.
Ένα βαθύτατο κενό που παραμένει ακάλυπτο στην εκκλησία, προέρχεται από εκείνες τις φωνές που δεν έχουν θεολογικό λόγο. Ο θεολογικός λόγος είναι υπεύθυνος λόγος. Θέλει μαγκιά. Δεν σηκώνει άλλα αστεία. Έχει βάρος. Έχει μεγάλο βάρος να κουβαλήσεις ανθρώπινες υπάρξεις στην πλάτη σου. Μερικές φορές, ο θεολογικός λόγος έχει αντικατασταθεί από ευχολόγια, ανούσιες ανακοινώσεις, βερμπαλιστικά κηρύγματα, αυτοπροβολές, που εντυπωσιάζουν, αλλά δεν έχουν βάθος. Είναι μαγκιά να σκάψεις και να μείνεις να εργαστείς στο βάθος. Είναι ξεβόλεμα. Ο κόσμος διψά για τον Χριστό. Θέλει να γνωρίσει το πρόσωπο του Χριστού. Να ζήσει για τον Χριστό, να ερωτευτεί τον Χριστό, να καψουρευτεί τον Χριστό. Ο σύγχρονος ανέραστος θεολογικός λόγος, όπου αυτός συναντάται, δημιουργεί ανέραστους και ανυποψίαστους ανθρώπους.
Κάποτε, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, έγραψε το εξής: «Υπάρχει ένας υποσυνείδητος – ή μάλλον ασυνείδητος φόβος- μήπως ανακαλύψεις ξαφνικά πως τα πάντα έχουν νόημα. Αλλά ευτυχώς τα πάντα καλύπτονται από ένα παχύ στρώμα… κλείνονται από τις πόρτες του τέμπλου, αμβλύνονται και εξημερώνονται από ακίνδυνα έθιμα και ‘’παραδόσεις’’, γεμάτοι από υπερηφάνεια πως όλα τα διατηρήσαμε και τα διαφυλάξαμε». Υψώσαμε τις εκκλησίες και τις κάναμε κάστρα. Καλούμε τον κόσμο να έρθει μέσα κι αν βγούμε προς τα έξω θα βγούμε για να καλύψουμε, κάποιες φορές, τα ασυνόδευτα από ζωή, απωθημένα και τις ανασφάλειες μας, προβάλλοντας τον εαυτό μας στον κόσμο και βάζοντας τον Χριστό στην άκρη. Ας το φωνάξουμε, επιτέλους, δυνατά. Είναι καιρός για την επάνοδο του Χριστού από την εξορία, καταπώς σημειώνει ο Ιωάννης Χρυσόστομος.