Διατέλεσε υπουργός Εργασίας, υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός του Ισραήλ, από τις 17 Μαρτίου 1969 έως τις 3 Ιουνίου 1974. Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του κράτους του Ισραήλ, είχε πει για κείνη ότι ήταν «ο καλύτερος άνδρας στην κυβέρνηση».
Είναι η πρώτη -και, μέχρι σήμερα, μοναδική- γυναίκα πρωθυπουργός του Ισραήλ (ανέλαβε το τιμόνι της χώρας σε ηλικία 70 ετών), και τρίτη γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο. Από τα πιο σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την περίοδο της διακυβέρνησής της ήταν η Σφαγή του Μονάχου το 1972 (όταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες μέλη της Ισραηλινής αποστολής έπεσαν θύματα απαγωγής από την παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης) και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973.
Η βραβευμένη με Όσκαρ Έλεν Μίρεν θα ενσαρκώσει την Γκόλντα Μέιρ (1898 - 1978) στη βιογραφική ταινία «Golda» του Ισραηλινού σκηνοθέτη Γκάι Νατίβ, ο οποίος το 2019 απέσπασε Όσκαρ για την μικρού μήκους ταινία του «Skin».
Τα γυρίσματα θα αρχίσουν τους επόμενους μήνες και η ιστορία θα επικεντρωθεί στα γεγονότα του πολέμου του Γιομ Κιπούρ που διεξήχθη από ένα συνασπισμό αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Αιγύπτου και της Συρίας, εναντίον του Ισραήλ.
Ο πόλεμος ξεκίνησε από μια αιφνιδιαστική κοινή επίθεση ανήμερα του Γιομ Κιπούρ -της πιο μεγάλης γιορτής του ιουδαϊσμού, της Ημέρα του Εξιλασμού, της μετάνοιας και της συχώρεσης- και οι συνέπειες του ήταν τεράστιες για όλο τον κόσμο.
Μιλώντας για την ταινία ο Νατίβ δήλωσε ότι ο ίδιος γεννήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και πώς το σενάριο του Νίκολας Μάρτιν είναι μία κατάδυση στο τελευταίο κεφάλαιο της πολιτικής καριέρας της Γκόλντα Μέιρ όταν η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη την πιο ιερή ημέρα του χρόνου με μία θανάσιμη απειλή.
Η Γκόλντα Μέιρ γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1898, στο Κίεβο της Ουκρανίας. Ο πατέρας της έφυγε για τις ΗΠΑ όταν η Γκόλντα ήταν πέντε χρονών. Λίγα χρόνια αργότερα, ακολούθησε και η οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο Μιλγουόκι. Σπούδασε δασκάλα, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, ενώ παράλληλα, συμμετείχε όλο και πιο ενεργά στο Σιωνιστικό κίνημα που αναπτυσσόταν έντονα στις ΗΠΑ. Το 1917 παντρεύτηκε τον Μόρις Μέγερσον με την προϋπόθεση ότι θα μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη και θα ζήσουν σε κιμπούτς. Όταν όμως έφτασαν το 1921 -καθώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μετέθεσε το ταξίδι- η επιτροπή του κιμπούτς τους απέρριψε λέγοντας ότι δεν ήταν έτοιμο να δεχθεί παντρεμένα ζευγάρια. Υπέβαλαν νέα αίτηση και τους δόθηκε δοκιμαστική άδεια παραμονής, όμως ο Μόρις έπαθε ελονοσία και μετά από δυόμισι χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Αποκτούν δύο παιδιά και το 1928 της γίνεται πρόταση να αναλάβει τη θέση της γραμματέως του Συμβουλίου Εργαζομένων Γυναικών του Εθνικού Οργανισμού Εργατών (Histadrut). Φοβούμενη πως ο σύζυγός της θα την αποτρέψει, μετακομίζει μαζί με τα παιδιά και την αδελφή της στο Τελ Αβίβ, κίνηση που ουσιαστικά σήμαινε την αρχή του τέλους της σχέσης της με τον Μόρις. Χώρισαν δέκα χρόνια αργότερα, παρότι επίσημα δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, μέχρι τον θάνατο του το 1951.
Η Γκόλντα Μέιρ αναρριχήθηκε γρήγορα στις τάξεις του Histadrut. Το 1934 έγινε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και δύο χρόνια μετά, επικεφαλής του πολιτικού τμήματος.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε σημαντικές θέσεις στο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό και στο Εβραϊκό Πρακτορείο, την υψηλότερη εβραϊκή αρχή στην υπό βρετανική διοίκηση Παλαιστίνη, η οποία λειτουργούσε ως κυβέρνηση του Γισούβ (εβραϊκός οικισμός).
Με την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ, το 1948, κατέστη σαφές ότι η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Άραβες ήταν αναπόφευκτη. Ο εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων απαιτούσε χρηματοδότηση και επειδή η Γκόλντα μιλούσε τέλεια αγγλικά, προσφέρθηκε να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να ζητήσει 25 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική εβραϊκή κοινότητα. Επέστρεψε έχοντας εξασφαλίσει 50 εκατ. δολάρια. Η μεγάλη περιπέτεια της στην πολιτική σκηνή της χώρας της είχε ήδη ξεκινήσει.
Με πληροφορίες από Hollywood Reporter, jwa.org