Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα φαινόμενο διπλής μετακίνησης πληθυσμών που ανατρέπει τα δημογραφικά της δεδομένα, ανεξάρτητα από το εάν η ανατροπή αυτή αξιολογείται θετικά ή αρνητικά: σημαντικό τμήμα Ελλήνων, νέων και με υψηλή εκπαιδευτική στάθμη, έχει μεταναστεύσει τα τελευταία δέκα χρόνια και συνεχίζει να μεταναστεύει κυρίως σε χώρες της Δύσης, καθώς η ελληνική οικονομία δεν προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης που να αντιστοιχούν στα προσόντα τους. Η χώρα έτσι δεν χάνει μόνον αυτούς που φεύγουν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα και τους απογόνους των που θα μεγαλώσουν και θα σταδιοδρομήσουν στις χώρες υποδοχής. Την ίδια περίοδο η χώρα είναι αναγκασμένη να δέχεται προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ανεξάρτητα από το αν η οικονομία της έχει χώρο για νέες θέσεις εργασίας, δυνατότητες εγκατάστασης και φιλοξενίας, αλλά και εκπαίδευσης των παιδιών.
Τα δύο αυτά μεταναστευτικά ρεύματα – Ελλήνων προς το εξωτερικό και αλλοδαπών προς την Ελλάδα – συμβαίνουν ταυτόχρονα και αυτό είναι το σημαντικό. Πρόκειται για σοβαρή πληθυσμιακή μεταβολή κάτω από συνθήκες αδυναμίας της χώρας να ελέγξει τόσο τη μία όσο και την άλλη μετακίνηση, ενώ οι παράγοντες που δεν της επιτρέπουν να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές περιορισμού και των δύο ρευμάτων είναι «σταθερές μεταβλητές»: η καχεκτική ελληνική οικονομία και η παρεπόμενη ανεργία προσοντούχων νέων, η Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές ορθολογικής και αλληλέγγυας διαχείρισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, η Τουρκία που εργαλειοποιεί το προσφυγικό ως όπλο εναντίον της Ευρώπης και κυρίως της Ελλάδας, οι αλλαγές καθεστώτων με τη χρήση ένοπλης βίας στην Ασία και την Αφρική, οικονομικές και περιβαλλοντικές καταστροφές σε διάφορα σημεία του πλανήτη στην ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας, απολυταρχικά καθεστώτα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τα οποία όμως η Δύση έχει σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς τους οποίους δεν πρόκειται να διαρρήξει εξ αιτίας της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όλες οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν εμπειρία υποδοχής και ένταξης – επιτυχημένης ή αποτυχημένης – μεταναστευτικών πληθυσμών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και πρώτα από όλες η Δυτική Γερμανία που με δική της πρωτοβουλία δημιούργησε ελεγχόμενα μεταναστευτικά ρεύματα – τους γνωστούς Gastarbeiter - από χώρες της Νότιας Ευρώπης, αλλά και από την Τουρκία στη δεκαετία του 60. Η ίδια χώρα παραμένει μέχρι σήμερα ο ελκυστικότερος προορισμός προσφύγων και άτυπων μεταναστών που κατευθύνονται μέσω Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας και Βουλγαρίας προς την Ευρώπη. Οι λόγοι είναι γνωστοί.
Ιδιαίτερα χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Δανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Σουηδία έχουν σχετικά μακρά παράδοση υποδοχής και επιπολιτισμού μεταναστών με πολύ διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες. Δεν υπάρχει κανένα θέμα που προκύπτει σήμερα στη χώρα μας σε σχέση με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που να μην έχει απασχολήσει τις χώρες αυτές τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και σήμερα. Επίσης δεν υπάρχει καμία ελληνική ιδιαιτερότητα σε ό,τι αφορά ιδέες και συμπεριφορές που εκδηλώνονται από γηγενείς σχετικά με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες: από τις ζηλωτικού τύπου δηλώσεις των «προοδευτικών» δυνάμεων για τον σεβασμό του θρησκευτικού συναισθήματος των Μουσουλμάνων προσφύγων που δεν πρέπει να προσβάλλεται (ενώ των γηγενών επιτρέπεται να προσβάλλεται όταν η τέχνη το απαιτεί…), μέχρι τις «προκλήσεις» του Kurt Westergaard ή της εφημερίδας Charlie Hebdo με τα σκίτσα του Μωάμεθ, αλλά και του Salman Rushdie με τους «στανικούς στίχους».
Αν υπάρχει κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτή αφορά άλλα πράγματα, και συγκεκριμένα τα εξής:
Πρώτον, το γεγονός ότι στην Ελλάδα, λόγω της ιδιαιτερότητας του πολιτικού χάρτη και των σχετιζόμενων με αυτόν πολιτικών πρακτικών, το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα είναι αδύνατον να μην εργαλειοποιηθεί κομματικά. Όλες οι τοποθετήσεις υπέρ των ανοιχτών συνόρων, υπέρ της άποψης ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να δεχθεί απεριόριστο αριθμό μεταναστών και προσφύγων και ότι η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία είναι απλά ζήτημα «προοδευτικής βούλησης», ότι η έλευση προσφύγων είναι μια καλή ευκαιρία να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα ή να αναστοχαστούμε τον κατεστημένο κώδικα αξιών και να τον τροποποιήσουμε ώστε αυτός να «χωρά» και τις αξίες όσων έρχονται, ακόμη και τοποθετήσεις υπέρ του περιορισμού της ελευθερίας της τέχνης ή του λόγου ή του τρόπου ζωής προκειμένου να μην θίγεται το θρησκευτικό συναίσθημα των μειονοτήτων, αποτελούν κατά κανόνα μορφές εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού και προσφυγικού φαινομένου με στόχο την πολιτική ενίσχυση των φορέων της «προόδου». Πανομοιότυπες τοποθετήσεις υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής μεταναστών και προσφύγων, με τη διαφορά ότι σε αυτές τις χώρες οι δυνάμεις που εργαλειοποιούν τις εν λόγω απόψεις είναι πολιτικά περιθωριακές.
Δεύτερον, η ευρύτατη συναίνεση που παρατηρείται στην ελληνική διανόηση, από τον δημοσιογραφικό χώρο μέχρι τον ακαδημαϊκό, καλλιτεχνικό και συγγραφικό, ότι ο πολυπολιτισμός είναι μια επιθυμητή κατάσταση και ότι μια κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν αρμονικά και παράλληλα διάφορες εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές κοινότητες - με άλλα λόγια μια πολυεθνική, πολυθρησκευτική και πολυγλωσσική Ελλάδα χωρίς δεσπόζουσα πολιτισμική, θρησκευτική ή γλωσσική συνιστώσα - είναι ένα αξιόλογο «πρόταγμα». Είναι ακριβώς αυτή η ευρεία συναίνεση που καθιστά κάθε κριτική φωνή απέναντι στο ενδεχόμενο αυτό «αντιδραστική», «ακροδεξιά» ή «φασιστική», σύμφωνα πάντα με το γνώριμο λεξιλόγιο τη εποχής του εμφυλίου. Είναι η ίδια συναίνεση που καθιστά απαγορευτική τη χρήση της λέξης «προσαρμογή» ως απαραίτητου στοιχείου στην ενταξιακή διαδικασία των μεταναστών και των προσφύγων, ως εάν η ένταξη θα μπορούσε ποτέ να γίνει με τους πολιτισμικούς όρους εκείνων που έρχονται ειρηνικά σε μια χώρα. Πίσω από αυτή τη συναίνεση της πολιτικής ορθότητας κρύβεται μια αβάσταχτη ελαφρότητα στην αντίληψη και την εκτίμηση της σοβαρότητας που συνιστά για μια κοινωνία η αδυναμία της να ελέγξει τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, αλλά και τη διαδικασία κοινωνικής, πολιτισμικής και εκπαιδευτικής ένταξης αυτών των πληθυσμών. Ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης αυτής της ελαφρότητας είναι η εξομοίωση των προσφύγων που καταφθάνουν την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες που ήρθαν από την Τουρκία στην Ελλάδα μετά το 1922, επειδή και οι δύο είναι προσφυγικοί πληθυσμοί.
Τρίτον, η άρνηση παραδοχής της πραγματικότητας, που στην περίπτωση της χώρας μας συνίσταται στην αδυναμία της να επηρεάσει τόσο την κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική σε σχέση με τη διευθέτηση των μεταναστευτικών ροών, όσο και την πολιτική της Τουρκίας να χρησιμοποιεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως μέσο πίεσης, δηλαδή ως διαπραγματευτικό χαρτί στην προώθηση των εθνικών της συμφερόντων. Η αδυναμία της σε ένα τρίτο πεδίο που σχετίζεται με τις μεταναστευτικές ροές – και συγκεκριμένα, η αδυναμία να επηρεάσει τις συμπεριφορές των στρατιωτικών δυνάμεων που εμπλέκονται στις αλλαγές καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική και προκαλούν προσφυγικά ρεύματα - είναι γνωστή και δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό.
Και τι γίνεται με την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών και των προσφύγων;
Περίπου τα ίδια. Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο της μετανάστευσης ως προσωρινότητας που είναι εύκολα διαχειρίσιμη μέσω της ιδεολογίας του πολυπολιτισμού και του δικαιωματισμού επεκτείνεται και στο χώρο της εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή που δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οι αναγκαίες υποδομές για τη σχολική φοίτηση των παιδιών των μεταναστών και των προσφύγων, ασχολούμαστε με το αν ασκείται στα παιδιά αυτά από τους εκπαιδευτικούς «πίεση προσαρμογής» στα πολιτισμικά δεδομένα της ελληνικής εκπαίδευσης και με το αν διδάσκονται την ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας τους για να αποτραπεί η κακή «αφομοίωση». Μας ενδιαφέρει περισσότερο το δικαίωμα των κοριτσιών από μουσουλμανικές οικογένειες να προστατεύονται με την μαντίλα από διάφορους πειρασμούς, από το αν μαθαίνουν όσα προβλέπουν τα σχολικά προγράμματα για την ηλικία τους. Με άλλα λόγια παίζουμε εν ου παικτοίς αναλαμβάνοντας ευχαρίστως το ρόλο ενός μόνιμου «hot spot» στον ευρωπαϊκό Νότο για ανεπιθύμητους στον ευρωπαϊκό Βορά πρόσφυγες και άτυπους μετανάστες. Είναι βέβαιο ότι οι εταίροι μας στον ευρωπαϊκό Βορρά εκτιμούν ιδιαίτερα την συγκεκριμένη ελληνική ελαφρότητα.
Γιατί άραγε; Ίσως επειδή έτσι μπορούμε να σκιαμαχούμε καλύτερα, αποφεύγοντας την αναμέτρηση με το πραγματικό πρόβλημα: της δημιουργίας μιας κοινής θέσης για το τι θέλει και τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες μέσα στο συγκεκριμένο ευρωπαϊκό, ελληνοτουρκικό και παγκόσμιο σκηνικό μελετώντας την εμπειρία άλλων κοινωνιών και αποφεύγοντας τις αστοχίες και τα λάθη τους στο βαθμό που μπορούμε.