Αποτελεί κοινό τόπο όλων των επιστημόνων από νομικούς και διεθνολόγους μέχρι κοινωνιολόγους ότι η περιοχή των βαλκανίων είναι μόνιμα ένα καζάνι που βράζει. Είναι επίσης γεγονός ότι σε αυτή την εξαιρετικά ασταθή περιοχή, η Ελλάδα ακόμα και σε προβληματική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση παραμένει η ευρωστότερη -ηγέτιδα δύναμη αλλά παράλληλα και μια χώρα παγιδευμένη ανάμεσα σε παθογένειες και σύγχρονες δυτικού τύπου φιλελεύθερες αντιλήψεις. Μια χώρα που ακροβατεί ανάμεσα στην πρόοδο και τον συντηρητισμό, την ανατολή και τη δύση.
Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση έστρεψε το βλέμμα της στα Βαλκάνια επιδιώκοντας τη σύσφιξη σχέσεων, την εδραίωση της ειρήνης και τη συνεργασία μέσω ανάπτυξης ισχυρών συμαχιών. Και ορθώς το έπραξε καθιερώνοντας τετραμερείς βαλκανικές συνόδους και δημιουργώντας σχέσεις αλληλοεκτίμησης με τις πολιτικές ηγεσίες της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ρουμανίας φτάνοντας μέχρι και στην ανακοίνωση κοινής υποψηφιότητας ανάληψης διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων. Μέχρις εδώ όλα καλά μιας και ναι μεν τα παραπάνω συνιστούν πρόοδο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά από χρόνια αδράνειας, αλλά αποτελούν παράλληλα ασφαλείς επιλογές με ιδανική σχέση οφέλους-κόστους για την ελληνική πλευρά.
Η συνέχεια αυτής της πολιτικής ανοιγμάτων όμως περιλαμβάνει και την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στο μακεδονικό ζήτημα. Αρκεί όμως η αισιοδοξία και η καλή βούληση των Τσίπρα και Ζάεφ για να επιτευχθούν οι άμεσοι αλλά και οι απώτεροι σκοποί της Συμφωνίας των Πρεσπών; Πριν αναλυθούν τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης αξίζει να δοθούν μερικά δεδομένα.
Αρχικά η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια Διεθνή Συμφωνία ανάμεσα σε δύο συμβαλλόμενα κυρίαρχα κράτη. Βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου είναι η αρχή της αμοιβαιότητας. Σύμφωνα με αυτή την αρχή το ένα συμβαλλόμενο Κράτος της Συμφωνίας οφείλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, μόνο αν και το άλλο συμβαλλόμενο Κράτος εκπληρώσει τις δικές του απορρέουσες υποχρεώσεις. Άρα δεν προκύπτει από πουθενά κάποια υποχρέωση εκπλήρωσης δέσμευσης από την Ελλάδα αν δεν εφαρμοστεί η Συμφωνία σε απόλυτο βαθμό και από την άλλη πλευρά.
Επιπλέον η Συνταγματική Αναθεώρηση στο γειτονικό κράτος, οδήγησε στην ψήφιση δοτού Συντάγματος, δηλαδή ενός Συνταγματικού κειμένου μη επεξεργασμένου από το αρμόδιο εθνικό σώμα αλλά επιβαλλόμενου από μια εξωτερική συνθήκη. Οι περιπτώσεις δοτών Συνταγμάτων είναι ελάχιστες στον σύγχρονο κόσμο ακριβώς γιατί το Σύνταγμα αποτελεί την κατ’εξοχήν έκφραση της εθνικής κυριαρχίας και το ανώτατο νομοθετικό κείμενο σε μια εσωτερική έννομη τάξη. Ίσως να μη μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή η σπουδαιότητα αυτής της αναθεώρησης για την Ελλάδα , αλλά αποτελεί μια τεραστίου μεγέθους παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας από την Π.Γ.Δ.Μ.. Με απλά λόγια ένα κράτος αλλάζει την επίσημη και αναγνωρισμένη από 130 κράτη ονομασία του μετά από την αποδοχή μιας Διεθνούς Συμφωνίας. Αλλάζει ουσιαστικά την ίδια την ταυτότητά του.
Τέλος η ένταξη στους κόλπους του ΝΑΤΟ προϋποθέτει ρητά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Συμφωνίας των Πρεσπών και καθίσταται απολύτως αδύνατη χωρίς την αναθεώρηση του Συντάγματος της Π.Γ.Δ.Μ..
Είναι δεδομένο ότι η μελλοντική ένταξη της Π.Γ.Δ.Μ. στην Ε.Ε. θα οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό και τη μετατροπή της γειτονικής χώρας σε μια δυτικού τύπου δημοκρατία. Σε αυτή τη μετατροπή θα συμβάλλει η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, η πιθανή υπογραφή του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση που θα οδηγήσει σε ενίσχυση των υποδομών και κατ’επέκταση της οικονομίας. Η ευρωπαική προοπτική καθώς και η ένταξη στο ΝΑΤΟ λειτουργούν προς όφελος της Ελλάδας επειδή αποτρέπουν τα αποσταθεροποιητικά σχέδια της Αλβανίας η οποία έχει επεκτατικές τάσεις και παράλληλα εξαιρετικές σχέσεις με το καθεστώς Ερντογάν που μάλιστα τη στηρίζει με στρατιωτικό εξοπλισμό αφιλοκερδώς.
Η πρώτη ένσταση μικρού μέρους της διαφωνούσας αντιπολίτευσης αφορά την ονομασία. Η Συμφωνία των Πρεσπών όμως, ικανοποιεί την εθνική γραμμή για σύνθετη ονομασία με ισχύ έναντι όλων (erga omnes) η οποία υποστηρίχθηκε από όλα τα κόμματα πλην του ΛΑ.Ο.Σ. το 2007. Είναι επίσης γεγονός ότι η προσωρινά αναγνωρισμένη ονομασία της γείτονος αποτελεί ουσιαστικά σύνθετη ονομασία με χρήση του όρου Μακεδονία (Π.Γ.Δ.Μ.). Όμως πέραν της εθνικής θέσης, η Ελλάδα δείχνει να αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά, μετά από χρόνια στρουθοκαμηλισμού, ότι η θέση της στο ζήτημα δεν μπορεί να έχει ούτως ή άλλως ισχύ σε ένα διεθνές περιβάλλον που αναγνωρίζει συντριπτικά την ονομασία Μακεδόνια για την Π.Γ.Δ.Μ.. Δεν είναι τυχαία άλλωστε τα πρόσφατα περιπαικτικά άρθρα γαλλικών εφημερίδων, τα οποία περιέγραφαν τους έλληνες ως γραφικούς τύπους που θα μπορούσαν να έχουν πρόβλημα ακόμα και με τη διάσημη σαλάτα Macédoine.
Η δεύτερη και σημαντικότερη ένσταση αφορά τη γλώσσα και την ιθαγένεια. Αφ‘ενός λοιπόν η μακεδονική γλώσσα έχει αναγνωριστεί επισήμως από τον Ο.Η.Ε. ήδη από το 1977 αναγκάζοντας την ελληνική πλευρά να υποχωρήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα και αφ’ετέρου σε νομικό επίπεδο οι όροι ιθαγένεια και εθνικότητα δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, στο δεύτερο άρθρο του, κάνει διάκριση ιθαγένειας και εθνικότητας λύνοντας έτσι τα χέρια της ελληνικής πλευράς. Εκτός της δικαιϊκής ανάλυσης του θέματος της γλώσσας και της ιθαγένειας υπάρχει και ιστορική πλευρά. Είναι αποδεδειγμένο ότι στην περιοχή της ελληνικής Μακεδόνιας υπήρχαν πληθυσμοί που μιλούσαν μια διάλεκτο που ονομαζόταν μακεδονική όπως επίσης είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι τέτοιοι πληθυσμοί γνώρισαν κεκαλυμμένες διώξεις κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και εκτοπίστηκαν έξω από τα ελληνικά σύνορα. Μαζί λοιπόν με τις ανιστόρητες θέσεις περί καταγωγής από τον Μέγα Αλέξανδρο, η λύση στο ονοματολογικό διαγράφει από την πλευρά της Π.Γ.Δ.Μ. και αυτές τις ενέργειες της ελληνικής πλευράς.
Συνοψίζοντας η λύση στο Μακεδονικό δε θα μπορούσε να ικανοποιεί απόλυτα την ελληνική πλευρά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα επίτευξης καλύτερης συμφωνίας ή ότι η διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος ωφελεί την πατρίδα μας. Είναι μια λύση με αμοιβαίες υποχωρήσεις και προσεγγίσεις , αρκετά τολμηρή που αντανακλά άσχημα στο θυμικό των κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας. Αλλά παράλληλα δίνει την ελπίδα για σταθερότητα στα Βαλκάνια και παράλληλα καθιστά την Ελλάδα γεωπολιτικά κυρίαρχη στην περιοχή μετά και την προσέγγιση της Βουλγαρίας, Σερβίας , Ρουμανίας. Η Ελλάδα τολμά, παύοντας τη διατήρηση αδιέξοδων καταστάσεων και αναβαθμίζει τη διεθνή της θέση.