Το 2024 πλησιάζει στο τέλος του και είναι ώρα για έναν πολιτικό απολογισμό αυτού του πυκνού σε εξελίξεις έτους. Το έτος αυτό είχε ευρωεκλογές, περαιτέρω διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με την ίδρυση του «Κινήματος Δημοκρατίας» του Στέφανου Κασσελάκη, εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου ως νέου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ, ανάρρηση του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση και ανάδειξη της «Φωνής Λογικής» της Αφροδίτης Λατινοπούλου. Ας δούμε, όμως, αναλυτικά την κατάσταση ανά χώρο.
Η Νέα Δημοκρατία βγήκε τραυματισμένη από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Είδε το ποσοστό της να υποχωρεί από το 41% των εθνικών εκλογών του Ιουνίου 2023 στο 28%, καταγράφοντας και σημαντική υποχώρηση σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Η διαρκής συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών και το νομοσχέδιο για την ισότητα στο γάμο (που ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Φεβρουάριο 2024, αλλά κυριάρχησε στο δημόσιο διάλογο για πολύ) τής στοίχισαν, κυρίως προς τα δεξιά. Βεβαίως, η ψήφος στις ευρωεκλογές ανέκαθεν είχε χαλαρότερα κριτήρια, ελλείψει κυβερνητικού διακυβεύματος, και τα μικρότερα κόμματα πάντοτε ενισχύονταν σε αυτές.
Ωστόσο, η καθήλωση της ΝΔ σε ποσοστά πέριξ του 30% στις δημοσκοπήσεις αντανακλά τη συνεχιζόμενη οικονομική δυσπραγία της πλειονότητας του πληθυσμού - παρά τις μακροοικονομικές επιδόσεις της χώρας, που αναγνωρίζονται στις Βρυξέλλες - και είναι λογικό να μην μπορεί να ξεπεραστεί με επιδόματα και μικροφοροαπαλλαγές με πραγματικό αποτέλεσμα στην τσέπη των πολιτών πολύ δυσανάλογο της επικοινωνιακής τους προώθησης. Η Ελλάδα σπρώχνει οικονομικά τον μήνα και η ΝΔ το 30%. Η ΝΔ παραμένει πρώτο κόμμα ως το «μη χείρον», εφόσον δεν υπάρχει σαφής κυβερνητική αντιπρόταση από την κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Ας έχουμε, επίσης, κατά νου, ότι κατά τη 2η θητεία μιας κυβέρνησης παρατηρείται πάντοτε κόπωση και φθορά. Σε κάθε περίπτωση, αν η ΝΔ συνεχίσει έτσι μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2027, θα απέχει πολύ από την αυτοδυναμία (θα λάβει περί τις 120 έδρες με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο).
Το ΠΑΣΟΚ βγήκε ελαφρώς ενισχυμένο από τις ευρωεκλογές (12,8% έναντι 11,8% στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023) και ακόμα περισσότερο από την υποδειγματική διαδικασία εκλογής Προέδρου τον Οκτώβριο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα στις δημοσκοπήσεις 2ο κόμμα, κοντά στο 18% (σταθερά από τον Οκτώβριο). Εκτός από το Ηράκλειο και το Λασίθι, διεκδικεί την 1η θέση στο Ρέθυμνο, την Ηλεία, τη Θεσπρωτία και την Ευρυτανία. Στη Βουλή, κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω των συνεχών αποχωρήσεων βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εικόνα του ΠΑΣΟΚ είναι σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (αν επιβεβαιωθεί το ποσοστό του στην κάλπη, θα ξεπεράσει τους 50 βουλευτές), ωστόσο ακόμα δεν συνιστά σαφή κυβερνητική εναλλακτική. Θέλει πολλή δουλειά ακόμα, ιδίως εφόσον δεν φαίνεται να επαναλειτουργεί ο παλιός δικομματισμός, όταν η φθορά του ενός σήμαινε αυτόματα κέρδη για τον άλλο.
Το ΚΚΕ φαίνεται να κρατάει το 9% των ευρωεκλογών με την 3η θέση στις δημοσκοπήσεις. Φλερτάρει με τη 2η θέση στη Δυτική Αθήνα, τη Β’ Πειραιά, τη Λέσβο, τη Σάμο και τη Ζάκυνθο. Διεκδικεί έδρες, μεταξύ άλλων, στις τριεδρικές της Κέρκυρας, της Βοιωτίας και της Αρκαδίας. Η αντοχή του αποκτά περισσότερη αξία, αν αναλογιστεί κανείς την πληθώρα εναλλακτικών στα αριστερά του φάσματος. Μολονότι δεν μετέχει άμεσα στον αστικό κυβερνητικό συσχετισμό, έχει σταθεροποιήσει ένα ευμεγέθες κοινό, και μάλιστα με ξεχωριστή παρουσία στις μικρές και μεσαίες ηλικίες. Το ΚΚΕ αποτελεί σήμερα την πιο συνεκτική έκφραση ταξικής ψήφου διαμαρτυρίας κατά της οικονομικής δυσπραγίας, πέραν της προσωπικής δημοφιλίας του Γενικού Γραμματέα του. Αν τα ποσοστά του επιβεβαιωθούν στην κάλπη του 2027, θα έχει τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα που είχε ποτέ, με 26-28 έδρες.
Η Ελληνική Λύση φαίνεται αντίστοιχα σταθεροποιημένη στο 9%, διεκδικώντας ισοπίθανα σχεδόν με το ΚΚΕ την 3η θέση. Η δύναμή της παραμένει στη Μακεδονία, όπου διεκδικεί σε πολλές περιφέρειες τη 2η θέση. Φαίνεται να κρατάει πολλούς δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από τη ΝΔ, που συνεχίζουν να νιώθουν αποξενωμένοι τόσο λόγω οικονομικής πολιτικής όσο και λόγω της παραμονής της ΝΔ σε κεντρώα/φιλελεύθερη ατζέντα. Διεκδικεί εν πολλοίς το ίδιο κοινό με τη Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, η οποία, μετά την είσοδό της στην Ευρωβουλή τον Ιούνιο, πλασάρεται σήμερα στο 6% στις δημοσκοπήσεις. Στον ευρύτερο «πατριωτικό» χώρο παραμένει και η Νίκη, η οποία έχει σταθεροποιηθεί στο 3,5%. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα θα παραμείνει ισχυρός, καθώς το κοινό τους (οι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες ψηφοφόροι) είναι ιδιαίτερα μεγάλο (18-20%).
Ανάλογο ποσοστό (20-22%) μοιράζονται τα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς/Κεντροαριστεράς, στην περιοχή μεταξύ ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το φλερτ με την περιοχή του 5% κατά τον Οκτώβριο, έχει ανακάμψει στο 8% μετά την εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου στην ηγεσία του το Νοέμβριο. Το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη κινείται στο 5%. Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο 5% επίσης. Κάτω από το όριο του 3% για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, το Μερα25 του Γιάνη Βαρουφάκη κινείται στο 2,5% και η Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση στο 2%.
Ο συσχετισμός ανάμεσα στους χώρους απεικονίζεται στο παρακάτω διάγραμμα:
Αν ο παραπάνω συσχετισμός επιβεβαιωθεί στην κάλπη των εθνικών εκλογών του 2027, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα είναι πολύ δύσκολος. Οι σχεδόν 30 έδρες που θα λείπουν από τη ΝΔ για την αυτοδυναμία αριθμητικά θα μπορούσαν να αναζητηθούν μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Πολιτικά, όμως, μια τέτοια συμμαχία φαντάζει ανέφικτη, δεδομένου ότι τα κόμματα αυτά θα ανταγωνίζονται για την εξουσία. Από τα υπόλοιπα κόμματα, σίγουρα αποκλείονται από συνεργασία με τη ΝΔ το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ελληνική Λύση, η Νίκη, το Μερα25 και η Νέα Αριστερά. Δια της ατόπου, απομένουν θεωρητικά μόνο η Φωνή Λογικής και το Κίνημα Δημοκρατίας, και πάλι απολύτως οριακά (εφόσον το καθένα από αυτά ενδεχομένως να εκλέξει 14-18 έδρες).
Ωστόσο, πιθανολογείται ότι πλησιάζοντας στην κάλπη, το διακύβευμα κυβερνησιμότητας ενδεχομένως να συμπιέσει ορισμένα μικρά κόμματα. Σε κάθε περίπτωση, το 38% ως πιθανό όριο αυτοδυναμίας για τη ΝΔ παραμένει μακρινό όσο οι πολίτες δεν νιώθουν στην τσέπη τους τη διακηρυσσόμενη οικονομική ανάπτυξη.
Τούτων δοθέντων, διακινδυνεύουμε την εκτίμηση ότι οι επαναληπτικές εκλογές το 2027 είναι πολύ πιθανές. Σε αυτές, η ΝΔ θα ελπίσει στη συμπίεση μικρών κομμάτων κάτω από το 3%, ώστε να αυξήσει τις έδρες της και, στη χειρότερη περίπτωση, να χρειαστεί να συγκυβερνήσει με ένα ακόμα, μικρό κόμμα.