Η Ελλάδα, από το ιστορικό βράδυ της 24ης Ιουλίου 1974, έχοντας να αντιμετωπίσει άμεσα, με την συγκρότηση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας την Κυπριακή τραγωδία και την Τουρκική εισβολή που προκάλεσε η στρατιωτική χούντα, πέρασε σε μια νέα περίοδο. Και σε αυτή την περίοδο, την Ελληνική Μεταπολίτευση, η χώρα πέτυχε εκτός από την εδραίωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, την απόκτηση ενός σύγχρονου, προοδευτικού Συντάγματος, την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Πολιτικό αίτημα η διεκδίκηση του οποίου άρχισε από την δεκαετία του ’50 και ως κορυφαία οραματική σύλληψη και πολιτική επιλογή, επετεύχθη πριν από 41 χρόνια, με την παρουσία των ηγετών της ΕΟΚ, των εννέα κρατών-μελών, στο Ζάππειο Μέγαρο, στην τελετή υπογραφής της Συνθήκης Ένταξης.
Και αυτή η πολιτική επιλογή, παρά το ότι έγινε το επίκεντρο ενός σφοδρού ιδεολογικού αρνητισμού, που περιελάμβανε μέχρι και την απειλή για έξοδο, μέσα από την πολιτική ωρίμανση και τις αναγκαίες πολιτικές αλλαγές, βρέθηκε να γίνεται κοινά αποδεκτή ως εθνική πορεία στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η χώρα επέδειξε σταδιακή προσαρμοστικότητα μέσα στο νέο κοινοτικό πολιτικό περιβάλλον, υπήρξαν όμως φορές που αυτό το ευρωπαϊκό κεκτημένο, από δικές μας, εθνικές πολιτικές επιλογές, αποδυναμώθηκε, πληρώνοντας το ανάλογο οικονομικό και κοινωνικό τίμημα του κόστους προσαρμογής.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν στην Ανατολική Ευρώπη έπεφταν τα τείχη των ανελεύθερων καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Ελλάδα είχε περιέλθει σε έναν καταστροφικό ανορθολογισμό, εισερχόμενη σε ένα πρόγραμμα δύσκολης, αλλά αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυγίανσης. Και ευτυχώς, ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία, παραμείναμε προσανατολισμένοι στην κοινοτική μέθοδο, στην ευρωπαϊκή μας δέσμευση.
Στην προηγούμενη δεκαετία, με την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, εμφανίστηκαν εντονότερα τα διαχρονικά ελλείμματα της χώρας, το αποτυχημένο αντιπαραγωγικό μοντέλο ενός κράτους ξεπερασμένου στις δομές και στην λειτουργία του, με μια άνευρη δημόσια διοίκηση, με υστέρηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες γνώρισαν ακραία πολεμική όταν πήγαιναν να εφαρμοστούν ή και εγκατάλειψη, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Νόμος Γιαννίτση για το ασφαλιστικό σύστημα.
Και ήταν η Ε.Ε., που μέσα από τις θεσμικές της ατέλειες και τις πολιτικές της αδυναμίες, την ατολμία αντίδρασης απέναντι στην κρίση, αφού δεν είχε τους μηχανισμούς, η Οικονομική-Νομισματική Ένωση παρέμενε ημιτελής, ούτε λόγος για ψήγματα μετεξέλιξης σε Πολιτική Ένωση, μπόρεσε να στηρίξει με τις πολιτικές και τις παρεμβάσεις που προήλθαν από αναγκαίους και δύσκολους συμβιβασμούς, τόσο την Ελλάδα αλλά και τις άλλες χώρες που εφάρμοσαν τα αναγκαία μνημόνια.
Και η χώρα επέδειξε με κόστος, την βούληση να παραμείνει σε αυτόν τον σκληρό πυρήνα του ενωσιακού οικοδομήματος, με διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα να αναγνωρίζουν δια των δεσμεύσεων τους, αφού υποχώρησαν πλήρως οι ψευδαισθήσεις, ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα, λαμβάνοντας την κοινοτική αλληλεγγύη, αλλά και συνεργαζόμενη με τους εταίρους της, μπορεί να ξεπεράσει τα όποια προβλήματα, όπως την δημοσιονομική κρίση.
Εκείνα τα χρόνια, κυριάρχησε ένα μίγμα επικίνδυνου εθνικολαϊκισμού, συνεπικουρούμενο από κλίμα διχασμού και βίας, ο έξαλλος αντιευρωπαϊσμός ήταν το δόγμα ακραίων φωνών που ζητούσαν την αποχώρηση από το ενιαίο νόμισμα και την ΕΕ, μέχρι και οι διακρατικές ελληνογερμανικές συμπράξεις αυτοδιοικητικού περιεχομένου σε επίπεδο ανταλλαγής τεχνογνωσίας, έγιναν στόχος του λαϊκιστικού παροξυσμού στην Κρήτη.
Σαν βασικό γεγονός, στο κρίσιμο πρώτο εξάμηνο του 2015, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, αποτυπώνονταν ετερόκλητες συμμαχίες που λειτουργούσαν ως βαρίδι στο να ξεπεράσει η χώρα την κρίση, το καλοκαίρι του ίδιου έτους υποχώρησε βίαια η αντιμνημονιακή συνθηματολογία, ηττήθηκε η λογική της ρήξης. Η τότε κυβέρνηση, σε μια γενναία αλλαγή πολιτικής ρότας, έχοντας απωλέσει κρίσιμο πολιτικό χρόνο όμως, με την υπεύθυνη στάση των κομμάτων της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο, όπου διαμορφώθηκε η πλειοψηφική απόφαση για την επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού δρόμου της χώρας, οδηγήθηκε να θέσει την υπογραφή της σε μια αμοιβαία συμφωνία με την ΕΕ. Συμφωνία επώδυνη και με δυσκολίες, που διαμόρφωσε η αμοιβαία προσπάθεια ΕΕ και Ελλάδος για την επικράτηση του πολιτικού ορθολογισμού, των αντιλήψεων για την ενίσχυση των κοινών ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην βάση της πρότασης του Γαλλογερμανικού άξονα, το σχέδιο πρότασης κινητοποιεί πρωτοφανείς μεταβιβάσεις πόρων, φιλοδοξώντας να γίνουν η ευκαιρία για την λήψη από πλευράς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ισχυρών αποφάσεων που πέραν του δημοσιονομικού συμβολισμού, πρέπει να επιδείξουν και την ταυτότητα του θεσμικού χαρακτήρα της πολιτικής ενοποίησης. Και σε αυτό το περίγραμμα, είναι η κατάλληλη στιγμή στο εσωτερικό να αρχίζει να αποτυπώνεται μέσα από μια ανανεωμένη δημόσια συζήτηση η στρατηγική κατεύθυνση της χώρας υπέρ της ομοσπονδιακής Ευρώπης, οι ελληνικές φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να επικαιροποιήσουν και να επαναδιατυπώσουν την θέση τους για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Στην πορεία της χώρας σε αυτή την διαδρομή μέσα στις δομές, στους θεσμούς, στις πολιτικές της ΕΕ, καταφέραμε στο πολιτικό μας σύστημα να ενισχύσουμε το αποδεκτό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Από την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στο Ζάππειο Μέγαρο και την κοινοβουλευτική κύρωση της Συνθήκης πριν από σαράντα ένα χρόνια, η διεύρυνση της πολιτικής υποστήριξης προς την Ενωμένη Ευρώπη, με ταυτόχρονη αποδυνάμωση των θέσεων απόρριψης και άρνησης προς την Ευρώπη, η μετατόπιση με ευρεία διακομματική σύνθεση σε μια πολιτική τάση στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης και της πολιτικής ένωσης, διαχρονικά διαμορφώνει έναν κοινό τόπο υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πλειοψηφικό στο πολιτικό, κοινοβουλευτικό και στο κοινωνικό επίπεδο, αποτελώντας την εθνική μας κατάκτηση, μέσα στο κοινό, αμοιβαίο κεκτημένο ειρήνης και κοινωνικής ευημερίας που μοιράζονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες που έχουν κάνει την ίδια επιλογή.
* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης, είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης.