Σημαντικότατη εξέλιξη για την πορεία των υψηλών τεχνολογιών στην χώρα μας σηματοδοτούν οι ανακοινώσεις για την δημιουργία ενός ‘εργοστασίου Τεχνητής Νοημοσύνης’ στην Αθήνα, στο πλαίσιο ενός κοινού ευρωπαϊκού προγράμματος που περιλαμβάνει την συγχρηματοδότηση αντίστοιχων εγχειρημάτων στην Ιταλία, την Ισπανία, την Φινλανδία, την Γερμανία, την Σουηδία και τον Λουξεμβούργο.
Ο «Φάρος», όπως θα λέγεται το ελληνικό εγχείρημα, θα έχει την φυσική του έδρα στο Λαύριο υπό την αιγίδα του ΕΔΥΤΕ (Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας), και θα αξιοποιεί τις υπολογιστικές δυνατότητες του υπερυπολογιστή «Δαίδαλου» προκειμένου να αναπτύξει νέες εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης με έμφαση στους τομείς της υγείας, του πολιτισμού, και της περιβαλλοντικής αειφορίας.
Στο εγχείρημα συμμετέχει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και ερευνητικά κέντρα όπως ο «Δημόκριτος» και το «Αθηνά». Οι κατευθύνσεις που λαμβάνει το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα εύστοχες: η φαρμακοβιομηχανία, επί παραδείγματι είναι από τους ελάχιστους ‘εθνικούς πρωταθλητές’ που διαθέτει η χώρα στον κλάδο της να μεταποίησης· η δε συλλογή, διαχείριση και ανάλυση των ιατρικών δεδομένων της κοινότητας αποτελεί πλέον αναπόσπαστο θεμέλιο για την ύπαρξη ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού εθνικού και δημόσιου συστήματος υγείας.
Η παρακολούθηση της περιβαλλοντικής κρίσης, με την παράλληλη βελτίωση των εργαλείων της πολιτικής προστασίας, και της ανάπτυξης του βαθμού απόκρισης και ανθετικότητας στις ραγδαία μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες είναι –όπως εξ άλλου έχουμε ήδη αρχίσει να βιώνουμε τα τελευταία χρόνια– ένα ζήτημα κορυφαίας προτεραιότητας για το μέλλον. Ιδίως αν αναλογιστούμε πως η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, αποτελεί μια από τις κατ’ εξοχήν εστίες έντασης της κλιματικής αλλαγής.
Όσο για την αξιοποίηση των δεδομένων από την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στην εκπαίδευση και την δημιουργία των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς η καθοριστική σημασία που έχει το εγχείρημα αυτό. Τόσο για τα ίδια τα γλωσσικά μοντέλα, καθώς τα αποθέματα δεδομένων στα οποία εκπαιδεύονται από το διαδίκτυο δεν διακρίνονται για την ποιότητα και την αξιοπιστία τους. Και η δημιουργία αξιόπιστων, υψηλής ποιότητας συνόλων μεγαδεδομένων μέσα από την αξιοποίηση της ελληνικής πολιτιστικής πνευματικής κληρονομιάς μπορεί να δημιουργήσει ένα εθνικό συγκριτικό πλεονέκτημα στο πεδίο αυτό. Ενώ παράλληλα, καίρια μπορεί να αποβεί η πορεία του εγχειρήματος και στην προβολή του Ελληνικού Πολιτισμού εν γένει, καθώς με την ανάπτυξή τους τα συγκεκριμένα γλωσσικά μοντέλα μπορούν να λειτουργήσουν ως Πύλη για τους μελετητές και τους φίλους του, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο.
Αν κάτι, εντούτοις, απουσιάζει από την συγκεκριμένη πρωτοβουλία, είναι η συμπερίληψη της χωροταξικής παραμέτρου και στην ελληνική πρόταση που κατάφερε να κερδίσει την χρηματοδότηση, αλλά και στην κυβερνητική οπτική που πλαισιώνει το όλο εγχείρημα.
Καθώς τέτοιες επενδύσεις λειτουργούν συνήθως πολλαπλασιαστικά για την δημιουργία ενός ευρύτερου οικοσυστήματος, πολλές χώρες τις χρησιμοποιούν και ως μοχλό για την τόνωση της περιφερειακής ανάπτυξης και της αποκέντρωσης. Ακόμα και στις ΗΠΑ, καταγράφεται η τάση αυτήν με την μετακίνηση των εταιριών υψηλής τεχνολογίας από την υπερκορεσμένη Σίλικον Βάλεϊ της περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά κλυδωνιζόμενης Καλιφόρνια, στους Σίλικον Χίλς της μητροπολιτικής περιοχής του Ώστιν Στο Τέξας.
Ούτε είναι τυχαίο ότι στο συγκεκριμένο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, από τις 7 περιπτώσεις, μόνον η ελληνική φιλοξενεί το εγχείρημα στην πρωτεύουσα. Θα μπορούσε άραγε να υλοποιηθεί στην Θεσσαλονίκη ή στην Κρήτη –όπου επίσης υπάρχει ανεπτυγμένη δραστηριοποίηση στους τομείς της Τεχνητής Νοημοσύνης; Θα μπορούσε να σηματοδοτήσει και συμβολικά και ουσιαστικά την απαρχή μιας διαφορετικής σχέσης του κέντρου με τις περιφέρειες της χώρας.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη έχει εκπονήσει τις πρώτες της εκθέσεις. Καρπός των εισηγήσεών της εξ άλλου, ήταν και η πρόταση για την δημιουργία του συγκεκριμένου ‘εργοστασίου ΑΙ’, το οποίο βρήκε τον δρόμο του προς την υλοποίηση.
Βρισκόμαστε στην αρχή της διαδρομής, και η Ελλάδα μόλις τώρα εισέρχεται συστηματικά και με τις πρώτες διαμορφώσεις μιας εθνικής πολιτικής στον στίβο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Είναι επομένως όχι μόνον ευκαιρία, αλλά και απόλυτη αναγκαιότητα, η παράμετρος της αποκέντρωσης και της περιφερειακής ανάπτυξης να ενσωματωθεί στον σχεδιασμό. Γιατί έτσι, η ανάπτυξη των υψηλών τεχνολογιών προσανατολίζεται ώστε να συμβάλει και στην θεραπεία του ελληνικού μοντέλου από τον υδροκεφαλισμό και τον παρασιτισμό του, βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά του.