Υπάρχει ένα ποίημα που αποδίδεται στον Μπρεχτ, μα το έχει γράψει ένας Γερμανός πάστορας με το όνομα Μάρτιν Νήμελερ, ο οποίος όντως συνελήφθη από τους Ναζί το 1937.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα,
Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει
Ζούμε φυσικά σε μια δημοκρατική χώρα, στο προσεχές μέλλον πρόκειται και να ψηφίσουμε. Ταυτόχρονα, όμως, για πάνω από δέκα χρόνια ζούμε σε ένα κοινωνικό κλίμα διαρκούς αγωνίας, οικονομικής ανασφάλειας, μεγάλων οικολογικών καταστροφών, «ατυχημάτων» που είναι μάλλον εγκλήματα και καθημερινών αποκαλύψεων για τη δυσλειτουργία των κρατικών μηχανισμών και την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος. Ίσως και σχεδόν καθημερινά έχουμε άδικους θανάτους και φοβερή βία, που δυστυχώς αρχίζουμε να τη συνηθίζουμε.
Δεν υπάρχει φυσικά κανένας Χίτλερ και κανένας Ναζισμός που να μας απειλεί, όπως απειλούσε την κοινωνία του Νήμελερ. Το θέμα είναι βέβαια ότι και ο Γερμανικός λαός το 1937 ήταν βυθισμένος σε μαζικές ψευδαισθήσεις και δεν καταλάβαινε ότι ο ναζισμός απειλούσε και τον ίδιο. Τελικά, το 1945 ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Βερολίνο, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε και η Γερμανία καταστράφηκε.
Για όσους ευχαριστιούνται πολύ με τις πολιτικές διαφωνίες, το παρόν άρθρο δεν είναι πολιτικό και δεν υπονοώ ότι η κυβέρνηση είναι φασιστική, ούτε λέω, ελάτε να κάνουμε μια νέα κόκκινη επανάσταση. Δεν ανήκω ούτε στη δεξιά, ούτε στην αριστερά και δεν είδα ποτέ τη ζωή και τον κόσμο με κομματικά γυαλιά. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτής της χώρας, είναι έτσι σχεδόν κάθε άνθρωπος με τον οποίο συζητώ. Βρισκόμαστε εδώ και χρόνια σε θλίψη για την κοινωνία μας, απογοήτευση, αίσθηση ματαιότητας, χρόνιο θυμό και εξάντληση. Το θέμα του άρθρου δεν είναι, λοιπόν, ο φασισμός, αλλά η έλλειψη αντίδρασης στα απανωτά δεινά που προκαλούνται σε άλλους.
Ας μιλήσουμε για τον τελευταίο χρόνο. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι βιάστηκε αμέτρητα. Ένα αγόρι πέθανε σε έκρηξη σε ένα σχολείο. Μια μέρα σκοτώθηκαν ξαφνικά τόσοι νέοι άνθρωποι σε κάποια τρένα. Νέοι δολοφονημένοι στο όνομα ποδοσφαιρικών ομάδων. Πολύ τακτικά επιθέσεις και βιασμοί με ανήλικους θύτες και θύματα. Φωτιές που δεν έσβηναν για μέρες στον Έβρο τον Αύγουστο και τώρα η Θεσσαλία πλημμυρισμένη. Και ένας άνθρωπος πνιγμένος, επειδή τον έριξαν στη θάλασσα από ένα πλοίο. Και αύριο, σίγουρα θα είναι κάποιοι άλλοι.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να πάρει όλον αυτόν τον πόνο στην πλάτη του και ούτε και πρέπει. Αλλά δεν μπορούμε να κλείνουμε τον υπολογιστή και τις ειδήσεις και να κοιτάζουμε μόνο τη ζωή μας. Δεν μας παίρνει άλλο.
Όποιος άνθρωπος έχει μια βασική συναίσθηση και ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για τον κόσμο γύρω του δεν γίνεται με όσα συμβαίνουν να μην βιώνει συχνά καταθλιπτικού τύπου συναισθήματα, δηλαδή χρόνια κόπωση, έλλειψη ενδιαφέροντος, ανηδονία, άγχος. Δεν γίνεται να μην τρομάζει. Δεν γίνεται να μην νιώθει έντονο, βαθύ θυμό. Τα καταθλιπτικά αυτά συναισθήματα είναι αφόρητα, όταν ο άνθρωπος τα βιώνει μόνος. Αν το 1950 τα παιδιά περπατούσαν ξυπόλητα και οι άνθρωποι άντεχαν την ανέχεια, ήταν επειδή είχαν γειτονιές, είχαν κοινωνικά δίκτυα.
Για να είμαστε καλά χρειάζεται να είμαστε καλά μέσα μας, στην οικογένειά μας, στο ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον και στην κοινωνία μας. Το τελευταίο είναι πλέον αδύνατον. Όσο κι αν προσπαθούμε να βελτιώσουμε τους άλλους τομείς της ζωής μας με τους αμέτρητους εμπορεύσιμους και ατομικούς τρόπους που μας περιτριγυρίζουν, πάντα μια μεγάλη σκιά θα πέφτει βαριά πάνω μας. Αυτή της κοινωνικής ανασφάλειας. Και χωρίς να θέλω να κάνω μακάβριες προφητείες, παίζουμε με τις πιθανότητες. Αύριο θα κινδυνεύσουμε εμείς, τα σπίτια μας, τα παιδιά μας; Και αν ναι, ποιος θα βρεθεί να μας βοηθήσει μέσα σε αυτήν την οδυνηρή έλλειψη αλληλεγγύης, κοινωνικής δράσης και συλλογικότητας από τους σημερινούς Έλληνες πολίτες;
Απέναντι σε αυτή τη σκιά χρειάζεται, λοιπόν, να αντισταθούμε, να αντιδράσουμε και όσο μπορούμε να ενώνουμε τις δυνάμεις μας. Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ούτε οδηγίες. Ο καθένας, ανάλογα με τη ζωή του, τη συνείδησή του, τους πόρους του μπορεί να βρει μόνο πώς θα αντισταθεί, πώς θα αντιδράσει, πώς θα ενώσει τις δυνάμεις του με ανθρώπους που σκέφτονται σαν κι εκείνον κι έχουν κοινές ελπίδες.
Ένας ενήλικος δεν χρειάζεται στρατολόγηση ή υποδείξεις, αλλά την ωριμότητα να κατανοεί τις ευθύνες του, τα δικαιώματά του, τις δυνάμεις του και τα όριά του.
Και μιας και αναφέραμε τον Μπρεχτ, να κλείσουμε με στίχους από ένα ποίημα του, που γράφτηκε κι αυτό το 1937.
Ναι, αν τα παιδιά μένανε παιδιά, θα μπορούσαν
Τότε συνέχεια να τους λένε παραμύθια
Μεγαλώνουν όμως
Κι αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται