Τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής (2021)1 μας δίνουν την εικόνα του αγροτικού τομέα. Η μέση εκμετάλλευση δεν ξεπερνά τα 53,8 στρέμματα, η συνολική χρησιμοποιούμενη γεωργική γη είναι 28.244.495 στρέμματα, μειωμένη κατά 18,8% από την απογραφή του 2009. Οι εκμεταλλεύσεις, δηλαδή οι γεωργοί/κτηνοτρόφοι που ασχολούνται, μειώθηκαν από τις 723 χιλ. στις 530 χιλ. (μείωση 26,6%). Η μείωση του πληθυσμού, η αστικοποίηση, η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού έχουν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση κατά ¼ του απασχολούμενου πληθυσμού. παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός που ασχολείται με τον αγροτικό τομέα ως κύρια ή δευτερεύουσα απασχόληση είναι σημαντικός.
Η σύσταση του κλάδου
Οι αροτραίες2 εκτάσεις αντιστοιχούν στο 47,9%, τα αμπέλια στο 2,1%, οι δενδρώδεις καλλιέργειες στο 27,4%, τα θερμοκήπια, 0,2%, και οι λοιπές εκτάσεις3, 27,4%.
Στα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν από την απογραφή του 2009, μειώθηκαν όλα τα είδη καλλιεργειών με μικρότερη μείωση στις δενδρώδεις καλλιέργειες (9,7%) και μεγαλύτερη στις λοιπές εκτάσεις (31,1%). Μόνο η έκταση των θερμοκηπίων αυξήθηκε από τα 42.864 στρ. στα 48.720 στρ. (αύξηση 13,7%), αλλά καλύπτουν ακόμα ένα πολύ μικρό κλάσμα της καλλιεργούμενης γεωργικής γης.
Η ίδια πτωτική εικόνα καταγράφεται και στην κτηνοτροφία. Εκτός από τα βοοειδή, που ο αριθμός τους από το 2009 μειώθηκε ελαφρά, από 648 χιλ. σε 624 χιλ. (μείωση 3,7%), στις υπόλοιπες κατηγορίες η μείωση είναι: 15,7% στα προβατοειδή, 21,6% στους χοίρους, 25,3% αιγοειδή και 26,7% πουλερικά.
Στη μελισσοκομία, οι κυψέλες αυξήθηκαν ελαφρά κατά 1%, από 944 χιλ. σε 952 χιλ. και οι βιολογικές καλλιέργειες αυξήθηκαν κατά 19,3%, από τα 1,308 εκατ. στρ. στα 1,560 εκατ. στρ.
Από τα συγκεντρωτικά στοιχεία της απογραφής βλέπουμε ότι ο αγροτικός κλάδος κινείται σε πολλαπλές ταχύτητες. Το ανάγλυφο της χώρας: μικρές πεδιάδες, μεγάλοι ορεινοί όγκοι, νησιά κ.λπ. παίζει καθοριστικό ρόλο. Το 70,8% της αγροτικής γης αντιμετωπίζει φυσικούς ή άλλους περιορισμούς. Στη Β. Ελλάδα και στη Θεσσαλία, οι πεδιάδες έχουν σαν αποτέλεσμα η μέση χρησιμοποιούμενη γεωργική γη (ΧΓΕ) να κυμαίνεται από τα 77,5 στρ. στη Θεσσαλία έως τα 124 στη Δυτική Μακεδονία.
Στον αντίποδα, σε όλη την υπόλοιπη χώρα, η μέση ΧΓΕ κυμαίνεται από τα 20 και κάτι στρέμματα (Αττική 20,9 στρ. και Ιόνια Νησιά 28,3 στρ.) έως ελαφρώς πάνω από τα 50 στρ. (Β. Αιγαίο 54,6 στρ.). Από την προηγούμενη απογραφή, σε όλες τις περιφέρειες, η καλλιεργούμενη γη μειώθηκε, αλλά σε Β. Ελλάδα και Θεσσαλία η μείωση ήταν κάτω του 20%, ενώ, στο άλλο άκρο, σε νότιο Αιγαίο (-34%) και Ήπειρο (-31,3%), η πτώση ήταν πάνω από 30%. Αν στο ν. Αιγαίο ο βασικός λόγος βρίσκεται στη μαζική στροφή στον τουρισμό, στην Ήπειρο οι λόγοι έχουν να κάνουν με τη δημογραφική πτώση και τη μεγάλη μείωση της κτηνοτροφίας.
Ως προς τις καλλιέργειες, στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, από 72% (Κεντρική Μακεδονία) έως 80% (Αν. Μακεδονία Θράκη) κυριαρχούν οι αροτραίες καλλιέργειες (δημητριακά, βαμβάκια κ.λπ.). Οι δενδρώδεις καλλιέργειες (ελιά, φρούτα κ.λπ.) κυριαρχούν εκεί που η καλλιεργήσιμη γη είναι μικρότερη και το ανάγλυφο θέτει περιορισμούς (Πελοπόννησος 71%, Αττική 62%, νησιά του Ιονίου 49,4%, Κρήτη 40,3%).
Το οικονομικό αποτύπωμα των αροτραίων καλλιεργειών, που αποτελούν σχεδόν τη μισή καλλιεργούμενη έκταση 47,9%) είναι δυσανάλογο με το μέγεθός τους. Οι αροτραίες καλλιέργειες εκπροσωπούσαν το 22,5% της Ακαθάριστης Αξίας Γεωργικής Παραγωγής (φυτική και ζωική) το 2019. Συγκεκριμένα, τα δημητριακά αποτελούν το 6,5% του συνόλου, τα βιομηχανικά φυτά (κυρίως βαμβάκι) 8,4% και τα σανοδοτικά 7,6%. Καλύτερη εικόνα εμφανίζουν οι δενδρώδεις καλλιέργειες, τα κηπευτικά και τα θερμοκήπια, που αθροιστικά αποδίδουν 52,8% της Ακαθάριστης Αξίας. Συγκεκριμένα, τα φρούτα αποδίδουν το 22,1%, τα λαχανικά το 19,2%, το λάδι το 8% (το έτος αναφοράς είναι πριν την εκτίναξη της τιμής του ελαιόλαδου) και οι πατάτες 3,5%.
Αντοχή οικονομικού κλάδου και αποεπένδυση
Ο αγροτικός κλάδος είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους της οικονομίας που την τελευταία δεκαπενταετία άντεξε. Το 2021, η γεωργία (μαζί με τη δασοκομία και την αλιεία) δημιούργησε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ύψους 7,13% που αντιστοιχούσε στο 3,9% του ΑΕΠ (το 2008, προ κρίσης, με υψηλότερο ΑΕΠ, το ποσοστό της γεωργίας στο ΑΕΠ ήταν 2,8%). Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων εκπροσωπούσαν το 8,2% των συνολικών εξαγωγών (συμπεριλαμβάνονται τα πετρελαιοειδή) και 18% των εξαγωγών αγαθών4.
Η κρίση ανάγκασε τον κλάδο να στραφεί προς τις εξαγωγές και ιδιαίτερα σε εκείνα τα προϊόντα που έχουν εξαγωγική αξία, δηλαδή κηπευτικά, φρούτα, ελαιόλαδο κ.λπ. Αυτή η αναγκαστική διέξοδος δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες επενδύσεις στον αγροτικό τομέα. Από τα 2,221 δισ. ευρώ που ήταν οι ετήσιες επενδύσεις το 2008, μειώθηκαν κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια, με χρονιά ναδίρ το 2012, με μόλις 870 εκατ. ευρώ επενδύσεις και ανέκαμψαν μερικώς τα επόμενα χρόνια. Την τριετία 2018-2020 σταθεροποιήθηκαν λίγο πάνω από το 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο, αλλά 700 εκατ. μακριά από το 2008. Το ίδιο διάστημα, στην ΕΕ, οι επενδύσεις, παρότι και εκεί στα χρόνια της μεγάλης κρίσης μειώθηκαν (από τα 56 δισ. ευρώ στα 47,8 δισ. το 2010), τα προηγούμενα χρόνια επανήλθαν στα επίπεδα του 2008.
Η τάση της αποεπένδυσης μαστίζει την αγροτική οικονομία και φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα με τα πρόσφατα στοιχεία μεταξύ 2020 και 2021, όπου γεωργικοί ελκυστήρες (-2,4%), σπαρτικές μηχανές (-4,9%) και τα ψεκαστικά (-1,2%) μειώθηκαν, ενώ αυξήθηκαν μόνο οι αλωνιστικές μηχανές και τα μηχανήματα συγκομιδής (+8,8) και τα αρδευτικά συγκροτήματα (5,2%).
Εισόδημα και ρόλος των ενισχύσεων
Το αγροτικό εισόδημα το 2019 έφτανε στο 94,4% του μέσου μισθού και ανέβηκε αρκετά σε σχέση με το 2008 που κάλυπτε το 71,8% του μέσου μισθού, γεγονός που σχετίζεται με το ότι οι μισθοί στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας κατέρρευσαν. Αυτό είναι ένα θετικό σημείο για τον αγροτικό κόσμο, που όμως ψαλιδίζεται όταν συνυπολογίσουμε ότι το 1/3 του εισοδήματος προέρχεται από τις ενισχύσεις.
Ως προς τις ενισχύσεις, καταγράφεται το εξής παράδοξο: Το 1/5 των δικαιούχων λαμβάνει πάνω από το μισό των ενισχύσεων, ενώ από την άλλη ενισχύσεις λαμβάνουν οι ιδιοκτήτες του 88% των εκμεταλλεύσεων (από 59% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).
Αυτό δείχνει δύο πράγματα: από τη μια υπάρχει μια μειοψηφική ομάδα με μεγάλες εκτάσεις (για τα ελληνικά δεδομένα) και «ιστορικά δικαιώματα» που είναι προνομιούχα ως προς τις επιδοτήσεις. Από την άλλη, το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργητών που έχει την αγροτική ενασχόληση ως δευτερεύουσα ασχολία λαμβάνει επιδοτήσεις (ακόμα και ο πρωθυπουργός κάνει κάθε χρόνο δήλωση στον ΟΣΔΕ για να λάβει τις ενισχύσεις που αναλογούν στην γη του). Η πρώτη ομάδα των ισχυρών και καλύτερα οργανωμένων αγροτών πριμοδοτείται για να μην αντιδρά και από την άλλη οι ενισχύσεις λειτουργούν ως επιδοματική πολιτική για να λάβουν όλοι από κάτι ως χριστουγεννιάτικο δώρο (ο κύριος όγκος των ενισχύσεων καταβάλλεται πριν τα Χριστούγεννα). Αυτές οι δύο ομάδες συμπιέζουν την πλειοψηφία των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών που στέκονται στη μέση και λαμβάνουν πολύ μικρότερες ενισχύσεις.
Τέλος, το επίπεδο του συνεργατισμού στην Ελλάδα είναι υποτυπώδες. Κατά το Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών, το 2022 υπήρχαν 1.114 ενεργοί συνεταιρισμοί και 425 οργανώσεις παραγωγών. Το μέγεθος των φρούτων και λαχανικών (είδη με μεγάλη εξαγωγική αξία) που διακινούνται από συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών είναι μόλις το 8% του συνόλου, όταν στην Ισπανία διακινείται το 72% και στην ΕΕ-27 το 46%5. Η μη ύπαρξη συνεργατισμού έχει ως αποτέλεσμα η συμβολαιακή να είναι υποτυπώδης, και ο αγρότης δεν έχει πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης στη διάρκεια της καλλιεργητικής χρονιάς. Για όλα είναι αναγκασμένος να στηρίζεται στον εαυτό του ελπίζοντας σε μια ικανοποιητική σοδειά που, αν έρθει, το κέρδος του θα συμπιεστεί από την πίεση που θα του ασκήσει ο έμπορος, αφού θα πιέζεται ασφυκτικά να καλύψει τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν την καλλιεργητική περίοδο.
1 Αποτελέσματα Απογραφής Γεωργίας – Κτηνοτροφίας, ΕΛΣΤΑΤ 2021 (έτος αναφοράς 2020), https://www.statistics.gr/2021_agricultural-livestock-census-results
2 Σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ, είναι οι καλλιέργειες που υπόκεινται στο σύστημα της εναλλαγής (αμειψισπορά). Περιλαμβάνονται και πολυετείς καλλιέργειες που αντιμετωπίζονται ως κηπευτικά ή καλλωπιστικά φυτά (σπαράγγια, φράουλες, τριαντάφυλλα κλπ.).
3 Περιλαμβάνονται οι οικογενειακοί λαχανόκηποι, τα μόνιμα λιβάδια και βοσκότοποι, οι άγονοι βοσκότοποι, τα φυτώρια, οι άλλες πολυετείς φυτείες και οι αγραναπαύσεις.
4 «Προοπτικές και ευκαιρίες για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα», μελέτη της Διανέοσις...
5 Ό.π.