Η τμηματική συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο σαφώς και έχει γεωπολιτικά οφέλη για την πατρίδα μας και σίγουρα αποτελεί ένα σημαντικό διαπραγματευτικό μέσο που ακυρώνει το παράνομο τουρκο-λυβικό μνημόνιο. Στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να σταθεί στα γεωπολιτικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την εν λόγω συμφωνία – άλλωστε έχουν αναλυθεί σχεδόν όλες οι πτυχές του ζητήματος από ειδήμονες του θέματος – αλλά η οικονομική του διάσταση και οι ευκαιρίες που μπορούν να προκύψουν για την τόνωση των ελληνικών εξαγωγών και τη δημιουργία νέων αγορών για τις ελληνικές Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) σε συνεργασία με την Αίγυπτο.
Η Αίγυπτος, ως η μεγαλύτερη αραβική χώρα, με εισροές επενδύσεων την περίοδο 2017-2018 κοντά στα 7,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ και με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, ιδιαίτερα από το 2013 και μετά σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, λειτουργεί ως επιταχυντής στην οικονομική ολοκλήρωση της Αφρικής ενώ οι διμερείς οικονομικές της σχέσεις βασίζονται στην ανάπτυξη, τον αμοιβαίο σεβασμό και τη συνεργασία. Παράγοντες που ήδη αποτελούν βάση πάνω στην οποία δημιουργήθηκε η συμφωνία της ΑΟΖ με την Ελλάδα. Επιπλέον, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αγορές σε περιφερειακό επίπεδο με 100 εκατ. πολίτες και αποτελεί κόμβο εμπορίου και επενδύσεων, δημιουργώντας ευκαιρίες που η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει και να διεκδικήσει, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας με τη συμφωνία για την ΑΟΖ.
Ήδη 16 Αυστριακές επιχειρήσεις δρουν στην Αίγυπτο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Επιχειρηματικότητας Αυστρίας-Αιγύπτου, στον τομέα της ενέργειας, της βιομηχανίας και της ύδρευσης ενώ η Αιγυπτιακή ηγεσία μπορεί να καταστεί αξιόπιστος συνομιλητής με ξένους επενδυτές. Φυσικά, δεν είναι μόνο οι αυστριακές επιχειρήσεις που επωφελούνται αλλά και οι ρωσικές, καθώς η Αίγυπτος αποτελεί γι’ αυτές την καλύτερη πύλη εισόδου στην Αφρική ενώ προωθούνται και άλλες συνεργασίες, όπως η βιομηχανική ζώνη στο Σουέζ, η κατασκευή αγωγών, σιδηρόδρομοι κλπ.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει στην ανάπτυξη του εμπορίου αγροτικών προϊόντων με την Αίγυπτο στο πλαίσιο της ενίσχυσης των διμερών τους σχέσεων.
Αντίστοιχες πολιτικές θα μπορούσε να αναπτύξει και η Ελλάδα προκειμένου να επωφεληθεί από την πρόσβαση σε νέες αγορές, τόσο για τα προϊόντα που παράγει όσο και για τις επενδύσεις της. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒΕ, οι κυριότεροι εξαγωγικοί προορισμοί των ελληνικών αγροτικών προϊόντων είναι κυρίως χώρες της Ε.Ε. όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία καθώς και οι ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών, κοντά στο 70%. Θα μπορούσε σε αυτές να προστεθεί και η Αίγυπτος, ή τουλάχιστον να αναπτυχθεί μια στρατηγική εμπορίου προς αυτή τη κατεύθυνση, δεδομένης μάλιστα και της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Ε.Ε. και της Αιγύπτου, που σημαίνει ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο εταίρων πραγματοποιείται χωρίς δασμούς.
Όσον αφορά στις επενδύσεις, εκτός από την Οικονομική Ζώνη του Σουέζ, η πρωτεύουσα του Καΐρου στοχεύει να καταστεί μια παγκόσμια πόλη με έξυπνες υποδομές, πράγμα στο οποίο έχει εστιάσει το Ηνωμένο Βασίλειο και οι επιχειρήσεις του δραστηριοποιούνται στους τομείς της ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών, των κατασκευών, των υποδομών κλπ. Επιπλέον, η Αίγυπτος είναι προς αναζήτηση επενδυτών, δεδομένης της επίσκεψης αντιπροσωπίας επιχειρηματιών στη Γαλλία όπου συνάφθηκε μνημόνιο κατανόησης με γαλλική εταιρεία που είναι παίκτης-κλειδί στην προώθηση των γαλλικών εξαγωγών και επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έως τώρα η παρουσία της Ελλάδας στην Αφρική περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο της διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας, χωρίς να συνδέεται όμως με μια ευρύτερη εμπορική στρατηγική (πέρα από τους πολιτισμικούς δεσμούς με τις εκεί ελληνικές κοινότητες). Η Ελλάδα, για την περίοδο 2008-2018 έχει παράσχει βοήθεια στην Αίγυπτο περίπου 50 εκ. δολάρια ΗΠΑ, που αποτελούν περίπου το 3% του συνόλου της διμερούς βοήθειας. Αν και σε απόλυτα μεγέθη τα ποσά είναι μικρά, η Αίγυπτος κατατάσσεται γενικά στη δεύτερη με τρίτη θέση των χωρών που λαμβάνουν βοήθεια από την Ελλάδα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας κατευθύνεται στην Τουρκία και στην Αλβανία. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει ότι, αφενός η Αίγυπτος δεν είναι ελάσσονος σημασίας σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα, και αφετέρου, ότι υπάρχει μια οικονομική βάση συνεργασίας και εμπιστοσύνης η οποία μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, ειδικά τώρα με τη συμφωνία για την ΑΟΖ, ενισχύοντας την παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων σε επίπεδο περιφέρειας.
Μπορεί οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να έχουν άμεσα συμφέροντα στην Αφρική λόγω του αποικιοκρατικού τους παρελθόντος αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να προκύψουν σημαντικές ευκαιρίες και για τα ελληνικά συμφέροντα. Ήδη, η Αφρικανική ήπειρος αποτελεί μεγάλο πόλο έλξης για άμεσες ξένες επενδύσεις. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των ΗΕ για το εμπόριο και την Ανάπτυξη (UN Conference on Trade and Development), ενώ το 2018 οι ροές των ΑΞΕ στη Β. Αφρική αυξήθηκαν κατά 7% φθάνοντας σε αξία 14 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στην Υπο-σαχάρια Αφρική αυξήθηκαν κατά 13%, φθάνοντας σε αξία τα 32 δις δολάρια ΗΠΑ.
Η αύξηση αυτή κάθε άλλο παρά ευκαιριακή είναι καθώς σύμφωνα με προβλέψεις, έως το 2040 το ΑΕΠ των χωρών της Αφρικής θα ξεπεράσει εκείνο της Κίνας ενώ το εργατικό της δυναμικό θα ξεπεράσει εκείνο της Ινδίας και της Κίνας μαζί. Επιπλέον, η υπηρεσία DFC (Development Finance Corporation’s) των ΗΠΑ από τα 60 δις δολάρια που θα επενδύσει παγκοσμίως, τα 40 θα κατευθυνθούν προς την Αφρική.
Σαφώς και τα χρόνια προβλήματα του χρέους και της φτώχειας στην Αφρική παραμένουν και δεν θα εξαλειφθούν από την μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες: πρώτον, να ενισχύσει και να εδραιώσει οικονομικές συνεργασίες και συμμαχίες που συνδέονται με τα γεωπολιτικά της συμφέροντα και δεύτερον, με όσες δυνάμεις μπορεί να κινητοποιήσει, να είναι παρούσα στο άνοιγμα νέων αγορών για τα προϊόντα και τις επενδύσεις της μέσα από στοχευμένη ανάπτυξη.