Το ότι λανθασμένα, σε επικοινωνιακό επίπεδο, διαχειριζόμαστε τη δημόσια εικόνα μας ως χώρα, είναι γνωστό.
Οι ευθύνες, όμως, βαραίνουν, κατά την εκτίμηση μου, το σύνολο του πολιτικού κόσμου ο οποίος προτιμά να «παροπλίζει» και να υποθηκεύει, ουσιαστικά, το μέλλον της χώρας παρά να το εγγυάται με σταθερότητα, αποφασιστικότητα και έμπνευση.
Τόσο ώστε να καθιστούμε εικονικές και επικοινωνιακές ακόμα και τις πιο σωστές διπλωματικές κινήσεις όποτε και αν αυτές εκδηλώνονται.
Η Τουρκία φαίνεται να μην πιστεύει ότι θα είχε, τελικά, να κάνει με έναν τόσο εύπιστο και εύκολο αντίπαλο.
Η Άγκυρα ήλπιζε, και τούτο αποδείχθηκε βάσιμο, ότι κάποιοι στη χώρα μας, θα πίστευαν, λανθασμένα, πως τα ελληνοτουρκικά θα επιλυθούν, οριστικά, στην Χάγη.
Πίσω από αυτή την προοπτική συγκεντρώθηκε μια αλόγιστη ακαδημαϊκή και θεωρητική υποστήριξη.
Χωρίς να οδηγηθούμε σε πόλεμο, χωρίς θερμά επεισόδια, όπως πολλοί προφήτευαν χωρίς την ανάγκη κλιμάκωσης της κρίσης, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς αναγνωρίσιμες δικές μας διεκδικήσεις.
Χωρίς κυρώσεις και χωρίς ακόμα αναστροφή του μεταναστευτικού εργαλειοποιημένου κλίματος, το οποίο αντίθετα με τις γνωστές πρόσφατες δηλώσεις ενισχύθηκε.
Είναι προφανές, επομένως, ότι βρισκόμαστε μπροστά από μια σταδιακή αλλά και εικονική «εξομάλυνση» των σχέσεων μας με τους Τούρκους, η οποία οδηγεί με σαφήνεια στη Χάγη καθώς επίσης και στην ολοκλήρωση ενός κεφαλαίου μονομερών διεκδικήσεων.
Η Άγκυρα επιδιώκει την προσφυγή, η οποία θα περιέχει όλες, σχεδόν,τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Σε χθεσινή του συνέντευξη ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο κ. Στόλτενμπεργκ σημείωσε ότι οι μηχανισμοί της Συμμαχίας δημιούργησαν έναν πλέγμα ικανοποιητικών συνομιλιών, που βελτίωσε την εικόνα των σχέσεων των δυο χωρών και έβαλε «τέλος, ή σταμάτησε προσωρινά» τις εξορύξεις και τα ερευνητικά σχέδια της Τουρκίας σε «αμφισβητούμενα», όπως είπε, ύδατα.
Αν αγνοήσουμε το τι λέει ο Στόλτενμπεργκ και αν ουδείς του δίνει σημασία, τότε πρέπει να ενθαρρύνουμε την νομική πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει οι πιο φιλικές μας χώρες.
Η Ελλάδα, σε ένα νέο κύκλο μιας ενεργούς και κινητικής πολιτικής ανά σχέσεων, είναι προφανές ότι ακολούθησε τις «παραινέσεις» των συμμάχων.
Στην πορεία αυτή είναι προφανές ότι η Τουρκία παρέδωσε στην Ελλάδα ένα συνυποσχετικό για τις “γκρίζες ζώνες” και αυτό που αποκαλούν «αποστρατιωτικοποίηση», για να δεχτούν την Δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Αυτό μην ψάχνετε ότι είναι «απόρρητη πληροφόρηση» μου, αλλά μια λογική και αναμενόμενη εξέλιξη εν όψιν και της προσεχούς συνάντησης των δυο Πρωθυπουργών.
Θα χαρώ αν ο Έλληνας Πρωθυπουργός ανατρέψει το σκηνικό προς όφελος μας.
Η αφέλεια και τα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων ως προς την θέαση της Τουρκίας είναι διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Θα έπρεπε να μας απασχολήσει η ανατροφοδότηση της Λωζάννης με μια σειρά από αιτήματα και δικές μας μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις.
Στα Δυτικά Βαλκάνια, τέλος, η συμφωνία για την Βόρεια Μακεδονία ή τα μηνύματα περί αναγνώρισης του Κοσόβου, δεν σημαίνουν πρόσταγμα ούτε να προχωρήσουμε με βήμα σημειωτόν, ούτε να εκτελέσουμε ημι ανάπαυση, ούτε να αγνοήσουμε τα πιθανά προβλήματα που θα ενσκήψουν στο μέλλον.
Τα περί ελληνοτουρκικής, εξάλλου, φιλίας, βαλκανικής προσέγγισης και «ελληνικής αφέλειας το ανάγνωσμα», δεν είναι δυνατόν να εξαντλούνται μόνο σε μονομερείς στόχους και διαχειριστικούς αναγνωρίσιμους υπολογισμούς.
Η έμπνευση της νέας γενιάς για να επιτευχθεί απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και ένα πιο φιλόδοξο και μακροπρόθεσμο πρόγραμμα σχέσεων, τόσο με την Τουρκία όσο και με τις λοιπές βαλκανικές χώρες.