* Του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Υποψήφιου Διδάκτωρα Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 13ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ που δημοσιεύθηκε σήμερα www.enainstitute.org
Ο εκτεταμένος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν ήταν θέμα χρόνου να συμβεί, με την αφρικανική χώρα να πνίγεται στο αίμα. Ο πολύπαθος λαός του αναγκάζεται να υποστεί τις συνέπειες του πολέμου. Το παράδοξο στην περίπτωση του Σουδάν είναι πως και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ο αρχηγός του στρατού στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ Αλ Μπουρχάν και ο ηγέτης των RSF (Μονάδων Ταχείας Υποστήριξης) και αναπληρωτής αρχηγός του στρατού Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο, δεν χαίρουν καμίας κοινωνικής υποστήριξης και ηθικής νομιμοποίησης. Αυτό εξηγείται, μιας και κανένας από τους δύο εμπλεκομένους δεν αποτελεί νέο πρόσωπο στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Σουδάν, αλλά αντίθετα είναι γνώριμες φιγούρες, που κατάφεραν να επιβιώσουν από το σαθρό, αυταρχικό καθεστώς που κυβερνούσε το Σουδάν για σχεδόν 30 χρόνια.
Το 2018 ο τριπλασιασμός της τιμής του ψωμιού αλλά και ένα γενικότερο κύμα ακρίβειας που έπληξε τη σουδανική οικονομία αποτέλεσαν το σημείο εκκίνησης της κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής ανακατάταξης. Ο κόσμος βγήκε στο δρόμο και το αυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς του Ομάρ αλ Μπασίρ, για πρώτη φορά έπειτα από 30 χρόνια, ένιωσε τα θεμέλιά του να τρίζουν. Η πολιτική διαμαρτυρία, παρότι καταστάλθηκε βιαίως, άντεξε και πήρε χαρακτηριστικά κοινωνικής εξέγερσης.
Τον Απρίλιο του 2019 στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα και πραγματοποιήθηκαν μεγάλες απεργίες, που παρέλυσαν –μεταφορικά και κυριολεκτικά– τη χώρα. Η κατάσταση παρουσίαζε πανομοιότυπα χαρακτηριστικά με αυτά των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών που έγιναν κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης σε διάφορες αφρικανικές χώρες (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη). Η στρατιωτική ελίτ της χώρας –φοβούμενη την κλιμάκωση της κατάστασης– κινητοποιήθηκε και εγγυήθηκε την αποπομπή του Μπασίρ και τη μετάβαση σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Διάφορες πολιτικές προσωπικότητες –περιορισμένων δυνατοτήτων– αναδύθηκαν, αλλά καμία δεν κατάφερε να συσπειρώσει τη λαϊκή βούληση υπέρ της και να διαπραγματευτεί με τους στρατιωτικούς τους όρους και τις συνθήκες μετάβασης σε ένα πολιτικό σύστημα με, έστω υποτυπώδη, δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Οι στρατιωτικοί καταπάτησαν συμφωνίες που είχαν υπογράψει με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με σκοπό την ομαλοποίηση της κατάστασης. Εκμεταλλεύτηκαν το πολιτικό αδιέξοδο, επέβαλαν στρατιωτικό πραξικόπημα και φυλάκισαν τον πρωθυπουργό Χάμντοκ, που ποτέ δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί πραγματικά.
Βασικοί πρωταγωνιστές του στρατιωτικού πραξικοπήματος είναι ο αρχηγός του στρατού Μπουρχάν και ο αναπληρωτής αρχηγός Νταγκάλο, γνωστός και ως Χεμεντί, ο οποίος ταυτόχρονα ελέγχει την RSF, μια παραστρατιωτική ομάδα με χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης, που ευθύνεται για βιασμούς, εκτοπίσεις αμάχων, εμπλοκή στον πόλεμο της Υεμένης κ.ά.
Η πρόθεση του Μπουρχάν να ενσωματώσει την RSF στον σουδανικό στρατό, εκπαραθυρώνοντας ουσιαστικά τον Χεμεντί, ήταν η αφορμή να δημιουργηθεί η σπίθα που πυροδότησε τον εμφύλιο πόλεμο. Μια σύρραξη η οποία ευθύνεται για το θάνατο εκατοντάδων αμάχων, τη δημιουργία προσφυγικών ροών και ανθρωπιστικής κρίσης. Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στις 22 Μαΐου, έπειτα από μεσολάβηση του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, διήρκησε μόλις μία ημέρα, με τις εχθροπραξίες να ξεκινάνε ξανά την επόμενη.
Η αιματηρή εμφύλια σύρραξη, που διαρκεί ήδη επτά εβδομάδες, έχει μέχρι στιγμής προκαλέσει εσωτερικές μεταναστατευτικές ροές που αριθμούν πάνω από 1,2 εκατομμύρια Σουδανούς, ενώ άλλοι 400.000 έχουν διαφύγει στο εξωτερικό.
Η πλευρά του Μπουρχάν υποστηρίζεται από το Κάιρο, που τον αντιλαμβάνεται ως σύμμαχο στη διαμάχη με την Αιθιοπία εξαιτίας του φράγματος του Νείλου, το οποίο κατασκεύασε η Αιθιοπία με κύριο σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Παρότι από το 1959, με την υπογραφή της τρίτης Συμφωνίας του Νείλου, η Αίγυπτος και το Σουδάν εξασφάλιζαν αποκλειστικά τα δικαιώματα ελέγχου της ροής του Νείλου, από το 2010 η κατάσταση αλλάζει. Οι χώρες που αποκλείστηκαν από την πρόσβαση και τα δικαιώματα χρήσης του ποταμού, έπειτα από γύρους διαπραγματεύσεων, κατέληξαν το 2010 στη Συμφωνία Πλαισίου Συνεργασίας για τη Λεκάνη του Νείλου (CFA), την οποία η Αίγυπτος και το Σουδάν απέρριψαν κατηγορηματικά.
Το 2011 η Αιθιοπία, με την υποστήριξη της Κίνας και την εμπλοκή του τουρκικού παράγοντα, ξεκίνησε την κατασκευή ενός φράγματος για τον έλεγχο ενός από τους δύο κύριους παραποτάμους του Νείλου, του «γαλάζιου Νείλου».
Η εμπλοκή της Τουρκίας, που παρείχε την απαραίτητη τεχνογνωσία και λειτούργησε και ως κανάλι μεταφοράς της κινεζικής χρηματοδότησης, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πάγωμα των διπλωματικών σχέσεων Καΐρου και Άγκυρας.
Από την άλλη, η Ρωσία, μέσω της μισθοφορικής εταιρείας Wagner, ενισχύει την παρουσία της στο Σουδάν, πολεμώντας στο πλευρό της RSF και του Χεμεντί. Αποτέλεσμα αυτού είναι η αύξηση της ρωσικής επιρροής στην αφρικανική ήπειρο, πέρα από την άμεση επιχειρησιακή εμπλοκή της Wagner στην Μπουργκίνα Φάσο, το Μάλι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Στο Σουδάν οι μισθοφόροι της ομάδας Wagner εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 2018, όταν ο ίδιος ο δικτάτορας Ομάρ Μπασίρ στράφηκε στον Βλαντίμιρ Πούτιν σε αναζήτηση βοήθειας για την ισχυροποίηση του καθεστώτος του.
Τα ανταλλάγματα που έλαβε η ρωσική πλευρά ήταν η ναυτική βάση που απέκτησε, η οποία της εξασφάλισε την πολυπόθητη έξοδο στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και προνομιακή πρόσβαση στην πολλά υποσχόμενη εξορυκτική βιομηχανία της χώρας.
Το Σουδάν χαρακτηρίζεται από μεγάλη παραγωγή χρυσού (είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας χρυσού στην αφρικανική ήπειρο), ενώ τα κοιτάσματα ουρανίου που διαθέτει υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 1,5 εκατ. τόνους, αριθμός που καθιστά το Σουδάν μία από τις χώρες με τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο.
Παράλληλα, το λαθρεμπόριο χρυσού μεταξύ του ρωσικού μισθοφορικού δικτύου και του σουδανικού παραστρατιωτικού κυκλώματος του Χεμεντί συνεχίζεται, δίνοντας στη Μόσχα τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το Σουδάν ως κανάλι αποφυγής των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τη Δύση μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Σύμφωνα με έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας, εκτιμάται ότι οι παραχωρήσεις του σουδανικού χρυσού θα ενισχύσουν τα αποθέματα χρυσού της Μόσχας κατά 130 δισ. δολάρια. Θα βοηθήσουν έτσι την κυβέρνηση του Προέδρου Πούτιν να παρακάμψει τις επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων και να βρει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης της πολεμικής επιχείρησης.
Ο Χεμεντί διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, έχοντας άμεση ανάμειξη στις διαδικασίες εξόρυξης αλλά και πώλησης του χρυσού. Πάνω από το 70% του συνολικού χρυσού που παράγεται στο Σουδάν υπολογίζεται πως αποτελεί προϊόν λαθρεμπορίου, με τον Χεμεντί να αποκομίζει τεράστια προσωπικά οφέλη. Όταν το 2017 οι Μονάδες Ταχείας Υποστήριξης κατέλαβαν ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία χρυσού της χώρας στην περιοχή του Νταρφούρ, κατέστησαν τον αρχηγό τους έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του Σουδάν. Ταυτόχρονα, τα ορυχεία που ελέγχονταν από τον Χεμεντί μέχρι και το ξέσπασμα της εμφύλιας σύρραξης ήταν τουλάχιστον τέσσερα. Άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο Χεμεντί βρέθηκε στη Μόσχα ως επίσημος απεσταλμένος του Σουδάν, όπου συναντήθηκε με τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και τον αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας Αλεξάντερ Φομίν.
Παράλληλα, προβληματισμό στο δυτικό στρατόπεδο προκαλεί η άμεση εμπλοκή της Κίνας στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του Σουδάν αλλά και γενικότερα στο σύνολο των χωρών της αφρικανικής ηπείρου, που αποτελεί το κύριο πεδίο υποδοχής των κινεζικών επενδύσεων.
Ήδη από τον Αύγουστο του 2022 το Σουδάν αποτέλεσε πόλο έλξης κινεζικών επενδύσεων ύψους 150 εκατ. δολαρίων για την αποκατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου, με στόχο το νέο δίκτυο να αυξήσει τις εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας από 80.000 τόνους εμπορευμάτων το μήνα, που αντιστοιχούν στις υπάρχουσες υποδομές, σε 350.000 τόνους.
Όπως φαίνεται, το Σουδάν αποτελεί –και θα εξακολουθήσει να αποτελεί τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον– χαρακτηριστικό παράδειγμα των ευρύτερων διεργασιών επαναπροσδιορισμού και ανακατανομής ισχύος που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στην αφρικανική ήπειρο και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην εμπλοκή του ξένου παράγοντα.