Κανείς στρατιωτικός ή γεωπολιτικός αναλυτής δεν μπόρεσε να προβλέψει ότι η ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ θα ξεκλείδωνε με την υπογραφή μιας τριμερούς συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας, Σουηδίας και Φινλανδίας.
Οι ερμηνείες, ωστόσο, της εν λόγω τριμερούς συμφωνίας, εστιάζουν κυρίως σε διθυράμβους υπέρ της Τουρκίας και επικρίσεις κατά της Ελλάδας, αγνοώντας εν πολλοίς τις μελλοντικές τάσεις και προοπτικές για τη διεθνή ασφάλεια και την παγκόσμια ειρήνη.
Η ένταξη τον σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ επιβεβαιώνει πρωτίστως, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ολοκληρώνουν την πλήρη επικράτηση τους στον ευρωπαϊκό χώρο, σχεδόν μισό αιώνα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται η μελλοντική ειρήνη για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Διότι οι αντιδράσεις της αντίπερα όχθης μένουν να εκδηλωθούν στο απώτερο μέλλον και είναι βέβαιο ότι θα επιβεβαιώσουν τις εξαιρετικά λεπτές ισορροπίες για τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας.
Πέραν όμως του ζητήματος της διασφάλισης της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η τριμερής συμφωνία παραδίδει τρία σημαντικά μαθήματα υψηλής διπλωματίας, εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής, τα οποία η Ελλάδα πρέπει να μελετήσει προσεκτικά, έτσι ώστε να χαράξει τη δικής της εθνική στρατηγική εξωτερικής ασφάλειας.
Πρώτο, μετά από μισό αιώνα αδέσμευτες χώρες απεμπολούν την ουδετερότητα τους και αποφασίζουν την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ, γεγονός που σηματοδοτεί την απαρχή σημαντικών εξελίξεων για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ειρήνη.
Δεύτερο, μία μουσουλμανική χώρα που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της ασιατικής ηπείρου και παραβιάζει συστηματικά τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρεμβαίνει στην εσωτερική έννομη τάξη δύο χριστιανικών και δημοκρατικά ανεπτυγμένων και απόλυτα ελεύθερων χώρων, με απώτερο σκοπό την επίτευξη βασικών νομοθετικών αλλαγών σε ζητήματα ελευθερίας έκφρασης και υποστήριξης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και, τρίτο, μια χώρα κατοχική δύναμη σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και χώρα στρατιωτικής εισβολής σε γειτονικές της χώρες, επιβάλλει τη συμμόρφωση δύο δημοκρατικά ανεπτυγμένων χωρών να άρουν το εμπάργκο όπλων προς αυτή και πολύ περισσότερο να συμπράξουν με αυτή στην καταπολέμηση οργανώσεων που μάχονται δεκαετίες ολόκληρες για να αποκτήσουν τη δική τους πατρίδα.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, είναι πλέον καιρός και η Ελλάδα να χαράξει τη δική της εθνική στρατηγική με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των πολιτικών θεσμών της χώρας, ενόψει των μεγάλων ευρωπαϊκών αλλαγών και προκλήσεων, θέτοντας επί τάπητος χρονίζοντα και καίριας σημασίας ζητήματα για την εθνική της ασφάλεια.
Και, επιτέλους, σε αυτή την υψηλή εθνική στρατηγική ας δοθεί έμφαση στις περιφερειακές συνεργασίες της, για τις οποίες έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα με μεσογειακές χώρες, έτσι ώστε μακροπρόθεσμα η χώρα να ισχυροποιήσει τη θέση της στη διεθνή κοινότητα και να συμμετέχει ισότιμα στους διεθνείς οργανισμούς, χωρίς να αποτελεί σε καμία περίπτωση τον ουραγό σε διεθνείς εξελίξεις που αφορούν το μέλλον της πατρίδας.
***
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.