Μία μικρή πόλη της κεντρικής Ευρώπης όχι ιδιαίτερα γνωστή μα με εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν παρόμοια, που την κάνουν οικεία με εκατοντάδες άλλες, ανάλογες. Στολισμένοι δρόμοι, δριμύ αλλά υποφερτό κρύο και χαρούμενος, χαριτωμένος κόσμος που κυκλοφορεί φορτωμένος πακέτα. Μια περίεργη γλύκα, μια ηρεμία κυριαρχεί γύρω που σε κάνει να ζηλεύεις εσένα, τον ταξιδιώτη του διαρκώς ανήσυχου, του διαρκώς ταραγμένου Νότου.
Αλλά πάνω από όλα αυτό που επιβάλλεται είναι το απρόσβλητο εκείνο αίσθημα της συνέχειας που σου δημιουργεί σεβασμό. Της συνέχειας και της οργάνωσης. Σαν να έρχονται οι διπλανοί σου άνθρωποι από πολύ μακριά μόνο και μόνο για να μεταφέρουν και να εγκαταστήσουν την κληρονομιά της παράδοσης εξίσου βαθιά τόσο στο σήμερα όσο και στην καρδιά του μέλλοντος. Μιας παράδοσης λειτουργικής και συνεχούς. Που διαπαιδαγωγεί πολίτες μέσω του σεβασμού κι όχι μέσα από την υποκουλτούρα των καταστροφών. Ό,τι δηλαδή λείπει δραματικά από τον τόπο μας. Όχι μόνο η συνέχεια αλλά και ο αυτονόητος, σε άλλους, σεβασμός σε αυτό που υπήρξε, σε αυτό που θα υπάρξει. Ακόμη και εκείνο το ουσιαστικό πνεύμα μαθητείας που εμείς το εξορίσαμε από την παιδεία μας ως οπισθοδρομικό. Ένα από τα πολλά επίχειρα του λαϊκισμού που μας ταλανίζει.
Όλο το σκηνικό του χώρου συγκλίνει στην ίδια αίσθηση:Τα κτήρια που στέκονται απαράλλαχτα για αιώνες, τα δέντρα που ανταποδίδουν τον σεβασμό σε όσους τα φρόντισαν, τα μικρά καφέ ή τα παλιά βιβλιοπωλεία που μοιάζουν να κρύβουν αθόρυβα τις ιστορίες όλου του κόσμου, τα πεντακάθαρα πεζοδρόμια στα οποία καμία μάχη δεν δόθηκε εδώ και πάρα πολύ καιρό. Συγκρίνω τους απαλλαγμένους από ρύπους τοίχους με τους αθηναϊκούς ή τους θεσσαλονικιώτικους και μελαγχολώ. Μελαγχολώ με τα δεινοπαθημένα πεζοδρόμια του Συντάγματος που παρά τις διαρκείς θυσίες τους δεν κατάφεραν να αλλάξουν και πολλά πράγματα.
Αντίθετα στην κεντροευρωπαϊκή πόλη που αναφέρομαι επικρατεί άλλου επίπεδου ησυχία. Πρόκειται για μιαν ησυχία που δεν θα ταράξει άνευ λόγου κανένας επαγγελματίας του θορύβου, μια ομορφιά που δεν θα απειληθεί από όσους δεν την αντέχουν. Μόνο και μόνο για την μεταφυσική της καταστροφής.
Είναι με άλλα λόγια εκείνο το είδος του πολιτισμού που δραματικά μάς διαφεύγει. Της παιδείας καλύτερα και της αγωγής του πολίτη. Που δεν τολμάμε ούτε καν να τα ονειρευτούμε συμβιβασμένοι με την χυδαία πραγματικότητα της καθημερινής, σχεδόν θεσμικής, βίας που ζούμε στη χώρα μας. Της ρυπαρότητας ως τρόπου ζωής. Μιας μάχης που δίνεται συνεχώς από όλους προς όλους μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνει την ήττα μας. Εδώ, αντίθετα οι άνθρωποι χαμογελούν στους διπλανούς τους, λένε ”ευχαριστώ” και ”καλημέρα”, ζητούν συγγνώμη και σου κρατούν τη πόρτα για να περάσεις! Εμείς κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε στα σοβαρά την επανάσταση της προσωπικής καλημέρας, το βάρος του συνειδητού χαμόγελου. Που αργεί ακόμα!
Και μη μου πείτε ότι αυτοί δεν έχουν προβλήματα ή ότι ανήκουν σε μια προνομιούχο μειονότητα γιατί και εμείς έχουμε ως πρόσφατα υπάρξει τέτοιοι. Και ακόμα διαθέτουμε μερικούς εκατομμυριούχους αριστερούς υπουργούς για ξεκάρφωμα. Το γεγονός όμως αυτό δεν μεταφράστηκε σε αληθινή ποιότητα ζωής. Απεναντίας. Η υποκρισία και η αφρόσυνη ακόμα περισσεύουν...
ΥΓ. Θα μπορούσαμε πάντως να ήμασταν σαν αυτόν τον χώρο της φωτογραφίας που μοιάζει να τον σχεδίασε ο Τσέχοφ: Το παλαιοβιβλιοπωλείο “Le Cabinet d’ Amateur” κάπου στην καρδιά της Ευρώπης. Προτιμώ να το διαβάζω ως Amant και να ταξιδεύω μέσα από την τόσο παραμυθένια - ερωτική βιτρίνα του. Το φωτισμένο δέντρο απέναντί του συνεχίζει την φαντασμαγορία του περιβάλλοντος μεταφέροντας την τώρα σε διαφορετικό παλκοσένικο, μιαν άλλη παράσταση : Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν για παράδειγμα ...Ή, ονοματίστε την εσείς όπως θα θέλατε.
Σκέφτομαι πως μια τέτοιαν ατμόσφαιρα θα αργήσουμε πολύ να την ζήσουμε στη χώρα μας. Επειδή φοβόμαστε ακόμα και να την ονειρευτούμε. Πόσο μάλλον να την διεκδικήσουμε. Όσο περισσεύουν η συμπλεγματική ζήλια ή η παράφρων οργή. Το μίσος για αυτό που μας ξεπερνάει και ο φθόνος για όσα δεν καταλαβαίνουμε. Επαναστάτες χωρίς αιτία- απλώς με αφορμές- σκοτώνουμε τις -πολύτιμες - στιγμές της μιας και μοναδικής ζωής μας στο όνομα εκείνης της αιωνιότητας που δεν υφίσταται παρά μόνο στα ταραγμένα μυαλά κάποιων χιλιαστών της ιδεολογίας. Κυριολεκτικά λεηλασία μιας ζωής όπως ήταν ο τίτλος του παλιού μυθιστορήματος. Μόνο που τώρα πρόκειται για την ζωή μας...
(Πρώτη δημοσίευση στο Facebook του κ. Μάνου Στεφανίδη. Αναδημοσίευση με την άδεια του συγγραφέα)