Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 40ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org
Πολύ δύσκολα θα χαρακτήριζε κάποιος την Πολωνία υπό τη διακυβέρνηση του υπερσυντηρητικού –αν όχι ακροδεξιού– Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης υπόδειγμα χώρας που σέβεται το κράτος δικαίου. Μάλιστα, από τότε που ξεκίνησαν οι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» στην πολωνική δικαιοσύνη, πριν από πέντε χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη και μια υπόκωφη σύγκρουση μεταξύ Βρυξελλών και Βαρσοβίας, με επίδικο τη (μη) ανεξαρτησία των πολωνικών δικαστηρίων από την εκτελεστική εξουσία και, ειδικότερα, από το κυβερνών κόμμα.
Μέσα στον Ιούλιο, η σύγκρουση αυτή κλιμακώθηκε με μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας –αποτελούμενου, εν πολλοίς, από δικαστές διορισμένους από την κυβέρνηση του κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης– που έκρινε ότι οι αρχές της χώρας δεν ήταν υποχρεωμένες να υπακούσουν σε μια προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου της ΕΕ, διότι αυτή αφορούσε ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του πολωνικού συντάγματος και, συνεπώς, βρισκόταν πέραν του πεδίου των εξουσιών του Λουξεμβούργου.
Η εν λόγω διαταγή –η δεύτερη που έχει εκδώσει το Δικαστήριο της ΕΕ– επέβαλε την αναστολή λειτουργίας ενός οργάνου για τον πειθαρχικό έλεγχο των Πολωνών δικαστών, το οποίο, σύμφωνα με το σκεπτικό της διαταγής, στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα εργαλείο εκβιασμού και χειραγώγησης των δικαστών από το κυβερνών κόμμα.
Το Δικαστήριο της ΕΕ επανήλθε αμέσως με νέα απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η ύπαρξη του εν λόγω οργάνου παραβιάζει τις αρχές της ΕΕ περί κράτους δικαίου, για να εισπράξει την αγέρωχη απάντηση της πολωνικής κυβέρνησης ότι, σε ζητήματα που άπτονται του πολωνικού συντάγματος, μόνο το εθνικό συνταγματικό δικαστήριο έχει λόγο και μόνο αυτό ακούγεται.
Συγχρόνως, εκκρεμεί και μια δεύτερη συναφής υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Βαρσοβία, καθώς η κυβέρνηση έχει απευθύνει ερώτημα εάν συγκεκριμένες κατηγορίες του δικαίου της ΕΕ επί ορισμένων ζητημάτων παραβιάζουν το πολωνικό Σύνταγμα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δεδηλωμένη πρόθεση της Πολωνίας είναι να μην εφαρμόζει το δίκαιο της ΕΕ και τις αντίστοιχες αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, προκρίνοντας την υπεροχή του πολωνικού Συντάγματος.
Η απόφαση αυτή αναμένεται εντός του Αυγούστου, σύμφωνα με αναφορές. Εάν η μέχρι τώρα νομολογία των Πολωνών συνταγματικών δικαστών είναι αξιόπιστο κριτήριο, οι πιθανότητες κλίνουν υπέρ μιας απόφασης που θα διακηρύσσει ευθέως την υπεροχή του πολωνικού Συντάγματος.
Αρκετοί αναλυτές έχουν εντοπίσει αναλογίες ανάμεσα στην πολωνική περίπτωση και στην αντίστοιχη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ενός δικαστηρίου επίσης πολύ ευαίσθητου όταν πρόκειται για τα όρια της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ σε σχέση με το γερμανικό συνταγματικό δίκαιο. Μάλιστα, τις αναλογίες αυτές επικαλούνται οι ίδιοι οι Πολωνοί, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν δύο μέτρα και δύο σταθμά εις βάρος τους.
Σε αυτό υπάρχουν τρεις απαντήσεις:
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκκινήσει νομικές διαδικασίες και κατά της Γερμανίας με αφορμή την ως άνω στάση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, μολονότι πρόκειται για μια κίνηση αμφίβολης σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας, διότι η γερμανική απάντηση είναι πολύ απλά ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνη η εκτελεστική εξουσία για τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, με βάση την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Δεύτερον, από την ίδια άποψη, το πρόβλημα της Πολωνίας είναι διαφορετικό από εκείνο της Γερμανίας, διότι στην πρώτη αυτό που βάλλεται πρώτα απ’ όλα δεν είναι το ενωσιακό δίκαιο, αλλά η ανεξαρτησία της πολωνικής δικαιοσύνης και, συνεπώς, το ίδιο το πολωνικό Σύνταγμα. Οπωσδήποτε, είναι αρκετά αντιφατικό να επικαλείσαι την υπεροχή του εθνικού σου Συντάγματος, προκειμένου να το παραβιάζεις ανενόχλητος.
Τρίτον, υπάρχει μια λεπτή νομική διάκριση ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις: οι Γερμανοί δικαστές δεν αμφισβήτησαν την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ εν γένει, αλλά μόνο όταν τα όργανα της Ένωσης υπερβαίνουν τα όρια της εξουσίας που τους έχει παραχωρηθεί με βάση τις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Βεβαίως, παρά τις όποιες νομικές διαφορές, το πρακτικό και πολιτικό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι η αμφισβήτηση της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ, όταν αυτό συγκρούεται με το εθνικό Σύνταγμα. Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι και η στάση του γερμανικού δικαστηρίου προκάλεσε έντονη ανησυχία και αναβρασμό στις Βρυξέλλες.
Επιπλέον, φαίνεται να επιβεβαιώνεται μια τάση των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων να είναι πολύ πιο δυναμικά και θαρραλέα, θα έλεγε κανείς, όταν περιγράφουν τα όρια πέρα από τα οποία το δίκαιο της ΕΕ δεν έχει θέση.
Αυτό και μόνο είναι ένα γεγονός συνταρακτικό για τα μέχρι σήμερα δεδομένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από την οπτική γωνία των Βρυξελλών, πρόκειται, τηρουμένων των αναλογιών, για μια εξέγερση κατά των ίδιων των θεμελίων του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Αν δεν μπει τέλος σε αυτή την τάση, θεωρείται βέβαιο ότι θα αυξηθούν παρόμοια περιστατικά – και μάλιστα όχι μόνο από άλλους συνήθεις υπόπτους, όπως η Ουγγαρία, αλλά και από χώρες «υπεράνω υποψίας», όπως η Γαλλία.
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι πώς προτίθενται οι Βρυξέλλες να βάλουν αυτό το τέλος.
Όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας, η απάντηση στην πολωνική «εξέγερση» δεν είναι απλή υπόθεση. Πρόκειται για την πέμπτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της ΕΕ, μια χώρα με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Οι επιλογές της ΕΕ είναι περιορισμένες: μπορεί να θέσει σε κίνηση τις νομικές διαδικασίες για την παραπομπή της Πολωνίας και την επιβολή κυρώσεων, μια διαδικασία που αναμφίβολα θα διαρκέσει πολύ, και κινδυνεύει να βρεθεί απέναντι στα ίδια προβλήματα. Η Πολωνία απλώς θα αγνοήσει οποιαδήποτε απόφαση του Λουξεμβούργου θεωρεί η ίδια αντισυνταγματική.
Μπορεί, επίσης, να προχωρήσει στη δέσμευση αναπτυξιακών κονδυλίων και επιδοτήσεων που προορίζονται για την Πολωνία, μέχρι η τελευταία να «συμμορφωθεί».
Είναι όμως βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει νέα κρίση στο εσωτερικό της ΕΕ, νέους τριγμούς και νέες ρωγμές σε ένα κτίριο που ήδη δεν είναι ιδιαίτερα στέρεο.
Κάποιες –ενδεχομένως όχι και τόσο ψύχραιμες– φωνές μιλούν ακόμα και για το ενδεχόμενο ενός Polexit. To πιθανότερο είναι ότι θα εδραιωθεί μια μετέωρη κατάσταση, όπου καμία από τις δύο πλευρές δεν θα υποχωρεί επίσημα, και το πρόβλημα θα κρύβεται κάτω από το χαλί για όσο το δυνατόν περισσότερο.
Από μια άποψη, είναι ένα δείγμα προόδου το γεγονός ότι τέτοιες διαμάχες για το ποιο σύστημα κανόνων δικαίου υπερισχύει έναντι ενός άλλου σε κάποια ευρωπαϊκή επικράτεια έχουν στις μέρες μας μεταφερθεί στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Υπήρξαν εποχές στην ευρωπαϊκή Ιστορία –ίσως μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της– όπου η λύση θα δινόταν σε κάποιο πεδίο μάχης και υπό την κλαγγή των όπλων.
Τούτου λεχθέντος, η υπόθεση της υπεροχής ή μη του δικαίου της ΕΕ έναντι κάθε εθνικού κανόνα, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών, καθώς και του ποιος έχει την εξουσία να κρίνει εάν, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ισχύει η αρχή της υπεροχής ή θα υπαναχωρεί υπέρ των εθνικών κανόνων είναι στο επίκεντρο της συζήτησης για την ίδια τη φύση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος τον 21ο αιώνα.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η «επανάσταση» των εθνικών δικαστών δεν είναι παρά ένα από τα αποτελέσματα της ραγδαίας υποχώρησης του υπερεθνικού μοντέλου ολοκλήρωσης και της ολικής επαναφοράς της διακυβερνητικής μεθόδου κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Το εάν αυτό είναι μια θετική ή μια αρνητική εξέλιξη, δεδομένων μάλιστα των πολλών και σημαντικών ελαττωμάτων στην ίδια τη δομή της ΕΕ, είναι συζητήσιμο: Σε τελική ανάλυση, έχει βάση το επιχείρημα ότι η δημοκρατία στην Ευρώπη παραμένει συνυφασμένη με το συνταγματικό πλαίσιο που παρέχει κάθε ευρωπαϊκό κράτος για την άσκησή της, χωρίς να υπάρχει κάτι ανάλογο σε υπερεθνικό επίπεδο.
Ανεξάρτητα όμως από το εάν θεωρηθεί καλή ή κακή, η επιστροφή του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους και η διεκδίκηση ενός πολύ μεγαλύτερου ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις από την πλευρά των κυβερνήσεων είναι ένα αντικειμενικό γεγονός.
Το στοίχημα για την ευρωπαϊκή συλλογικότητα είναι να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα και να βρεθεί ένα νέο, ικανοποιητικό για όλες τις πλευρές, σημείο ισορροπίας, ώστε να συνεχίσει να υφίσταται και να λειτουργεί ένα κοινό πλαίσιο ευρωπαϊκής συνεργασίας – έστω και με νέα μορφή.
***
Του Γιάννη Γούναρη - Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ –