Η επιδεικτική κατανάλωση αγαθών πολυτελείας και η αναπτυξιακή προοπτική μας

Να αναθεωρήσουμε τη μόνιμη μιμητική τάση μας να «φτάσουμε» καταναλωτικά την Ευρώπη και να θέσουμε ως προτεραιότητα να τη «φτάσουμε» παραγωγικά.
boytaro Thongbun / 500px via Getty Images

Του Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικού γεωγράφου, καθηγητή ΠΑΜΑΚ, π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης

Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα πως το σημερινό αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας (που στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και την οικοδομή) είναι αδιέξοδο και πως πρέπει να μεταβούμε σε παραγωγή προϊόντων/υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Χρειάζεται όμως σχέδιο για να καταστρώσουμε βιομηχανικές πολιτικές που θα επιτρέψουν ένα «αναπτυξιακό άλμα», ώστε να ξεφύγουμε από την «παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος». Στο επίπεδο της παραγωγής, δηλαδή, χρειάζεται υπέρβαση του τρέχοντος συγκριτικού μας πλεονεκτήματος.

Όμως υπάρχει και ένας άλλος λόγος που επιτείνει την αναπτυξιακή υστέρησή μας και που γενικά έχει περάσει απαρατήρητος. Αναφερόμαστε στον «μιμητισμό», στην επιθυμία, καταναλωτικής ιδίως, επίδειξης. Στο σημείωμα αυτό επικεντρωνόμαστε ακριβώς σε αυτό, στην αρνητική επίδραση που έχει η περίοπτη/επιδεικτική κατανάλωση αγαθών κύρους/πολυτελείας στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Υποστηρίζουμε πως, από την πλευρά της κατανάλωσης, χρειάζεται επιστροφή στις πραγματικές δυνατότητες που προσδιορίζει το τρέχον παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Προς τούτο απαιτείται ιδίως η συμπίεση της επιδεικτικής κατανάλωσης των πλουσιότερων στρωμάτων, η οποία δευτερογενώς θα επιφέρει τον αναγκαίο περιορισμό αυτής της αχρείαστης και οικολογικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και αναπτυξιακά βλαπτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κατανάλωση είναι όχι μόνο μηχανισμός διάκρισης αλλά και μηχανισμός εκδημοκρατισμού (π.χ. όταν πλούσιοι και φτωχοί απέκτησαν πρόσβαση σε πλυντήριο κ.ο.κ.).

Στο παρόν κείμενο αναλύουμε τις αναπτυξιακές δυσκολίες μας από μια πλευρά σχετικά αθέατη στις συνήθεις προσεγγίσεις, οι οποίες τις αποδίδουν, ορθώς μεν μονομερώς δε, σε προβλήματα προσφοράς, όπως η χαμηλή τεχνολογική πρόοδος, η περιορισμένη επιχειρηματικότητα, η περιορισμένη ή στρεβλή κρατική στήριξη, τα περιορισμένα κεφάλαια και ξένες επενδύσεις κτλ. Πρόκειται για την πλευρά της ζήτησης, και μάλιστα της επιδεικτικής ζήτησης. Ελπίζουμε, έτσι, να φωτίσουμε από μια άλλη πλευρά τα αναπτυξιακά μας προβλήματα και να οδηγηθούμε σε νέες προτάσεις πολιτικής, υποδεικνύοντας ότι μέρος του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας (αδυναμία ενδογενούς συσσώρευσης, υπερχρέωση, brain drain κτλ.) ανάγεται στον καταναλωτικό μιμητισμό και επιδειξιομανία.

Αρκετά από τα αγαθά που παράγονται και καταναλώνονται στις ανεπτυγμένες χώρες υιοθετούνται μιμητικά, ως «περίοπτα αγαθά κύρους», από τα ανώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα της χώρας, και στη συνέχεια από τα μεσαιο-κατώτερα, συχνά καθ΄ υπέρβαση των υλικών δυνατοτήτων τους, ώστε «να μη μείνουν πίσω» (Keeping up with the Joneses).

Ο Βέμπλεν έχει αναφερθεί εκτεταμένα στην «περίοπτη κατανάλωση», που προσδίδει κύρος στους φορείς της μέσω της επίδειξης πλούτου. Τους προσδίδει αίσθηση κύρους, αίσθηση ανωτερότητας, προσωπικής, επιδεικτικής επιτυχίας – αυτό που παλιότερα λεγόταν «έγινα αστός και όχι επαρχιώτης». Κύρος που συχνά μετασχηματίζεται σε συναναστροφή με άτομα υψηλότερου κοινωνικού και οικονομικού στάτους, σε κατάληψη σημαντικότερων θέσεων κτλ.

Ωστόσο, αυτή η «επένδυση μέσω επιδεικτικής κατανάλωσης», αν και εξαιρετικά χρήσιμη για την αίσθηση (και όχι σπάνια και την πραγματικότητα) της κοινωνικής ανέλιξης, εν αντιθέσει με την κλασική επένδυση σε είδη παραγωγής, μπορεί να εκληφθεί ως «χαίνουσα πληγή» που παρεμποδίζει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ασκεί πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιό της και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της, καθώς υπονομεύει την αποταμίευση και επένδυση, διοχετεύει σημαντικό μέρος των εθνικών πόρων σε ζήτηση προς το εξωτερικό, δημιουργεί προϋποθέσεις χρέωσης –και στη συνέχεια πιθανόν πτώχευσης της χώρας– αλλά και υπερχρέωσης των νοικοκυριών (βλ. τις πολλαπλές πιστωτικές κάρτες προ κρίσης).

Είναι εξαιρετικά δηλωτική η διατύπωση που χρησιμοποιεί ο Στέφανος Ξένος, επιχειρηματίας και συγγραφέας, ήδη από το μακρινό 1888, ότι «εμείς οι Έλληνες καταναλώνουμε ή έχουμε την αξίωση να καταναλώνουμε ως πολιτισμένοι, αλλά παράγουμε ως βάρβαροι», υποδηλώνοντας την αναντιστοιχία παραγωγής και κατανάλωσης, τόσο σε ποσοτικούς, όσο και σε ποιοτικούς όρους.

Έναν αιώνα μετά, το 1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου εντοπίζει το ίδιο βασικά πρόβλημα, υποστηρίζοντας πως «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε, με αποτέλεσμα τον ξένο ιδίως δανεισμό, που μακροπρόθεσμα θα μας οδηγήσει σε απώλεια της οικονομικής μας ανεξαρτησίας» – όπως πράγματι συνέβη 25 χρόνια αργότερα.

Οσοδήποτε απομακρυσμένες χρονικά και σε άλλο ύφος και αν είναι οι διατυπώσεις των Ξένου και Παπανδρέου, καταγράφουν το προπατορικό αμάρτημα του νέου μας κράτους: την παραγωγική του αδυναμία και την εγγενή ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης. Επιπρόσθετα, η διατύπωση του Παπανδρέου οδηγεί περισσότερο προς την παραγωγική αναβάθμιση, ενώ του Ξένου υπενθυμίζει την καταναλωτική μας υπέρβαση· η μια έρχεται από την πλευρά της προσφοράς και η άλλη της ζήτησης.

Βέβαια, ούτε από τον Παπανδρέου διέφυγε η πολιτισμική-μιμητική-επιδεικτική διάσταση. Σε ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ (30-7-1983) σημείωνε: «Υπάρχει μια τεράστια διάσταση μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε.

Το πρότυπο της κατανάλωσης μεταβλήθηκε σημαντικά τα τελευταία 20 χρόνια και επηρεάστηκε ουσιαστικά από ξένα πρότυπα. Η τηλεόραση μας έχει κάνει πλύση εγκεφάλου πλέον, ώστε αν δεν είναι ξένο το τσιγάρο, αν δεν είναι ξένο το πουκάμισο… δεν τα αγοράζουμε […] ήταν η δημιουργία μιας καταναλωτικής κοινωνίας και η καλλιέργεια μιας ξενομανίας που ταύτισε τα ξένα προϊόντα με την ποιότητα και τα ελληνικά με την έλλειψή της».

H έμφαση στη διατύπωση του Ξένου ιδίως οδηγεί προς την πλευρά της ζήτησης (όχι ποσοτικά/κεϋνσιανά, αλλά μιμητικά/πολιτισμικά), ενώ η παραγωγική αδυναμία κατανοείται ως πρόβλημα προσφοράς, παραγωγικής υστέρησης.

Καταναλώνουμε ως «Ευρωπαίοι» ή μάλλον στις μέρες μας ως Αμερικάνοι, ενώ εξακολουθούμε να παράγουμε ως «Έλληνες»/«βάρβαροι», χωρίς κάποιος να φροντίζει να εξομαλύνει την απόκλιση.

Βεβαίως, είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα ανάγεται μόνο στα ξένα προϊόντα, αλλά περισσότερο στα ξένα ή/και ιεραρχικά ανώτερα πρότυπα. Αρκεί να θυμηθούμε τι ρόλο έπαιξαν λ.χ. οι σαπουνόπερες τύπου «Ντάλας» (1978-1991) ή «Τόλμη και Γοητεία» (1987 - ως τις μέρες μας) στην αύξηση της κατανάλωσης «περίοπτων αγαθών».

Εάν δεν κατανοήσουμε ότι το πρόβλημα είναι δομικό και ότι ανάγεται σε κάτι βαθύτερο από τις συνήθεις οικονομικές ανισορροπίες και τα συνοδευτικά μέτρα πολιτικής (υποβοήθησης εξαγωγών/υποκατάστασης εισαγωγών, περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές κτλ.), δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ούτε τη δομική τάση για διαρκή επανεμφάνιση των εμπορικών ανισορροπιών και των συνεπαγωγών τους, όπως ο υπερβολικός δανεισμός, οι οικονομικές κρίσεις, η εξάρτηση, η υπανάπτυξη κτλ.

Η κατανάλωση «περίοπτων αγαθών», ενώ συντείνει στην ατομική ευημερία του καταναλωτή τους ως μια μορφή κοινωνικής επένδυσης, καθώς αυξάνει το κοινωνικό στάτους του, ταυτόχρονα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ευρύτερη κοινωνία (μέσω αύξησης των ανταγωνισμών, αποφυγής της αναγκαίας στροφής προς τη βιωσιμότητα, διαρροής αποταμιεύσεων κτλ.), με αποτέλεσμα το ατομικό καλό να τίθεται πάνω από το κοινωνικό καλό.

Οι διαδρομές της επιδεικτικής μίμησης είναι πολύπλοκες και συχνά δύσκολα ανιχνεύσιμες. Π.χ., μια πολιτική στον κλάδο του τουρισμού που στοχεύει στη δημιουργία «οικείου περιβάλλοντος» για τους ξένους τουρίστες προσφέροντας τα προϊόντα που καταναλώνουν στη χώρα τους, δεν δημιουργεί μόνο αυξημένες εισαγωγές για ικανοποίησή τους αλλά ταυτόχρονα, επειδή στα καταλύματα αυτά πηγαίνουν και Έλληνες τουρίστες, συμβάλλει στη διαφοροποίηση της κατανάλωσης των Ελλήνων πολιτών.

Ουσιαστικά χρειάζονται μέτρα που θα προσανατολίζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και τους Έλληνες πολίτες να καταναλώνουν σύμφωνα με το τρέχον συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως μέτρα υπερφορολόγησης των πολυτελών και συνήθως εισαγόμενων αγαθών κτλ. Αυτά τα μέτρα περιορισμού της «περίοπτης», συχνά εισαγόμενης, κατανάλωσης θα ασκήσουν και επιδράσεις πέραν των στενών οικονομικών: εμμέσως θα συμβάλουν και σε κάμψη των συνεπαγωγών του καταναλωτικού μιμητισμού, όπως π.χ. θα επανανοηματοδοτήσουν το κύρος (απομακρύνοντάς το από την καταναλωτική και εισαγομένη ευφορία και στρέφοντάς το στην ισότητα, την παραγωγική και καταναλωτική αειφορία κτλ.), μετατοπίζοντας παράλληλα την ισχύ από τη μεταπρατική τάξη και ηγεσία προς νέα στρώματα με περισσότερο παραγωγική και βιώσιμη στάση κτλ.

Η προτεινόμενη «υπερφορολόγηση» δεν πρέπει να περιοριστεί στα εισαγόμενα περίοπτα/πολυτελή αγαθά του διεθνώς εμπορεύσιμου τομέα. Πρέπει να καταλαμβάνει ακόμα και βασικά είδη του μη διεθνώς εμπορεύσιμου τομέα (π.χ. κατοικίες), που όμως επηρεάζονται από την μιμητική «τρέλα» και που ονομάστηκαν «αγαθά διάκρισης -positional goods».

Πρόκειται περί αγαθών περιορισμένης προσφοράς (είτε στον διεθνώς εμπορεύσιμο, είτε και στον μη διεθνώς εμπορεύσιμο τομέα) με κύριο χαρακτηριστικό τους την απόδοση κύρους στους κατόχους τους (π.χ. κατοχή κατοικιών σε αριστοκρατικές συνοικίες, έργα τέχνης, είδη πολυτελείας κτλ.) ή/και αγαθά που η ζήτησή τους αυξάνει καθώς αυξάνεται η τιμή τους ακριβώς επειδή είναι επιθυμητά ως σύμβολα στάτους (Bandwagon effect). Η στροφή από τα «περίοπτα» προς τα «βιώσιμα και κοινωνικά δίκαια» αγαθά πρέπει να υποστηριχθεί και πολιτισμικά, με στόχο τη μεταβολή των αξιών.

Τα positional goods (π.χ. μεγαλύτερα σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, ακριβότερα και στη μόδα ρούχα κτλ.), και οι ανταγωνιστικές κούρσες που τα συνοδεύουν, όπως επισημαίνει ο Frank, αδυνατούν να αυξήσουν την κοινωνική ευημερία και προκαλούν εκτροπή πόρων από άλλες σημαντικότερες για το κοινό καλό χρήσεις (υγεία, μεγαλύτερος ελεύθερος χρόνος κτλ.). Με κατάλληλα όμως μέτρα πολιτικής (π.χ. υψηλότερους φόρους), οι κούρσες αυτές αποθαρρύνονται χωρίς να ζημιώνεται κανείς και οι πόροι διοχετεύονται σε πιο εποικοδομητικές οδούς ή και απλά αναδιανέμονται, κάτι που είναι από μόνο του επαρκές, καθώς η κατάληξη είναι μια δικαιότερη κοινωνία, στην οποία οι μιμητικοί αυτοί ανταγωνισμοί περιορίζονται.

Κοινωνικοπολιτικά, η παρουσία προσφοράς (από το εξωτερικό) και ζήτησης (από το εσωτερικό) για «ποιοτικά», μιμητικά κατ΄ ουσίαν, αγαθά μη διατιθέμενα εντός της χώρας, συμβάλλει σε μειωμένης έντασης δεσμούς εντός της χώρας, αυξημένη εξατομίκευση και σχετικά ανίσχυρη ηγεσία (αλλά και κοινωνία), που αντλεί το κύρος της από τη διευκόλυνση αυτών των ροών από το εξωτερικό και όχι από την εγχώρια αποτίμηση της προσφοράς της. Ηγεσία που λειτουργεί πάντοτε σε βραχυχρόνια βάση, χαϊδεύοντας τα καταναλωτικά επιδεικτικά όνειρα, αντλώντας απ΄ αυτά το κύρος και τη νομιμοποίησή της (και όχι από την υποστήριξη της συσσώρευσης ή π.χ. στις μέρες μας από τη συμβολή της στη βιώσιμη ανάπτυξη) ενώ παράλληλα οδηγεί στη διαρροή των αποταμιεύσεων προς το εξωτερικό, παρέχοντας περίοπτα αγαθά ως «άρτο και θεάματα» αντί να επενδύει στην εσωτερική παραγωγή και παραγωγικότητα.

Η «περίοπτη κατανάλωση» αποτελεί ένα είδος επένδυσης σε κοινωνικές σχέσεις. Αλλά δεν παύει να αφαιρεί παραγωγικούς πόρους (ως κατανάλωση). Στις μεν ανεπτυγμένες χώρες, αυτό είναι μικρότερο πρόβλημα: η κατανάλωση αυτή «επιστρέφεται», μετατρεπόμενη σε ζήτηση, και τονώνει την παραγωγή και συνεπώς την επένδυση εκ νέου. Σε λιγότερο ανεπτυγμένες όμως, η κατανάλωση αυτή συχνά δεν μπορεί να μετατραπεί σε ζήτηση και παραγωγή, είναι καθαρή εκροή πλούτου και συντελεί στην οικονομική τους υστέρηση. Περιέχει μάλιστα στοιχεία φαύλου κύκλου, καθώς τις ωθεί μέσω της μιμητικής συνήθειας, σε υπέρβαση των δεδομένων καταναλωτικών δυνατοτήτων τους, και εν τέλει στην υπερχρέωση, με τα γνωστά για τη χώρα μας αποτελέσματα.

Η κοινωνία μας, ιδίως τα 30-40 τελευταία χρόνια, υπό την επίδραση της διάδοσης μιμητικών συμπεριφορών αλλά και στρεβλών πολιτικών επιλογών, υιοθέτησε πρακτικά, χωρίς αντιδράσεις, μια ξέφρενη καταναλωτικά κουλτούρα. Φυσικά αναφερόμαστε στα ανώτερα και μεσαιο-ανώτερα κυρίως στρώματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα υπόλοιπα έμειναν αμόλυντα (αρκεί να θυμηθούμε τα διακοποδάνεια των χρόνων της φούσκας).

Τίποτα καλό δεν βγήκε απ΄ αυτό: περιττοί ανταγωνισμοί, χρέωση, εξάρτηση από το εξωτερικό, οικολογική υποβάθμιση, μείωση κοινωνικών δεσμών κτλ. Και δυστυχώς, ως άλλοι Βουρβόνοι, δεν φαίνεται να μάθαμε τίποτα, καθώς η υποστηριζόμενη από την παρούσα κυβέρνηση καταναλωτική κουλτούρα ξαναπροβάλλει ανενδοίαστη, με τη συμβολή καναλιών, κοινωνικών μέσων και κάθε είδους λάιφ στάιλ διαδρομών. Αλλά, όποιος δεν μαθαίνει από την ιστορία είναι καταδικασμένος να την επαναλαμβάνει: είναι πράγματι αυτό που θέλουμε και χρειάζεται η χώρα μας σήμερα;

Στο παρόν σημείωμα προτείνουμε την υπερφορολόγηση των πολυτελών αγαθών (που δεν είναι μόνο εισαγόμενα αλλά και εγχώρια) όχι επειδή υποστηρίζουμε την αναγκαιότητα κάποιου είδους εθνικής οικονομικής αυτάρκειας ούτε κάποιου είδους μιζεραμπιλισμό (η Ελλάδα είναι φτωχή και άρα πρέπει να αρκείται στα λίγα) αλλά επειδή προκρίνουμε ένα πρότυπο κατανάλωσης που είναι προσανατολισμένο στην μεγαλύτερη ισότητα, άρα πιο ηθικό, και στην περιβαλλοντική αειφορία.

Επιχειρηματολογούμε εναντίον της «επιδεικτικής κατανάλωσης» και ειδικά της κατανάλωσης εισαγόμενων πολυτελών αγαθών, προβάλλοντας ζητήματα ισότητας αλλά και αειφορίας (να μην παράγουμε αγαθά μόνο για πρεστίζ, επιβαρύνοντας το περιβάλλον). Βέβαια ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κατανάλωση είναι όχι μόνο μηχανισμός διάκρισης αλλά και μηχανισμός εκδημοκρατισμού (όταν πλούσιοι και φτωχοί απέκτησαν π.χ. πρόσβαση σε πλυντήριο κ.ο.κ.).

Συμπερασματικά, χρειαζόμαστε μια αντιστροφή πορείας: να αναθεωρήσουμε τη μόνιμη μιμητική τάση μας να «φτάσουμε» καταναλωτικά την Ευρώπη και να θέσουμε ως προτεραιότητα να τη «φτάσουμε» παραγωγικά, αλλάζοντας τις πολιτικές μας, αλλά και τις πολιτισμικές μας αξίες. Όμως, αυτή την φορά το βάρος της προσαρμογής θα πρέπει να πέσει επιλεκτικά, ώστε να υπονομεύσει ειδικά την περίοπτη και όχι συνολικά την κατανάλωση των μεσαιο-ανώτερων/ανώτατων στρωμάτων, ακριβώς αντίθετα από τα μνημονιακά χρόνια, όπου υπήρξε οριζόντια συμπίεση ιδίως της εγχώριας μη επιδεικτικής κατανάλωσης των μεσαιο-φτωχότερων στρωμάτων.

Δημοφιλή