Η επίσκεψη Ερντογάν και ο αχρείαστος διπλωματικός ζήλος

Η επίσκεψη Ερντογάν και ο αχρείαστος διπλωματικό ζήλος

Όταν ανακοινώθηκε ότι ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επρόκειτο να πραγματοποιήσει διήμερη επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα στις 7 και 8 Δεκεμβρίου, τα ερωτήματα που μου ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό ήταν τα εξής: «Ποιο είναι το νόημα της επίσκεψης; Σε τι αποσκοπεί και ποια προβλήματα μπορεί να λύσει;». Τα ελληνοτουρκικά προβλήματα είναι δεδομένα, κάποια πρόοδος δεν φαινόταν να έχει συντελεστεί το τελευταίο διάστημα ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία, οι θέσεις της Αθήνας και της Άγκυρας ήταν γνωστές.

Βέβαια, το να συζητάς με τους γείτονές σου δεν είναι κακό. Αντίθετα, είναι κατ’ αρχήν θετικό, διότι δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας, συμβάλλοντας έτσι στην αποφυγή παρεξηγήσεων και αχρείαστων εντάσεων, και –υπό συνθήκες– μπορεί να επιτρέψει τη διευθέτηση ζητημάτων που σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμεναν άλυτα. Όλα αυτά, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η συζήτηση δεν διακινδυνεύει την επιδείνωση μιας κατάστασης. Ειδικά στις περιπτώσεις συναντήσεων που πραγματοποιούνται σε ανώτατο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο, ισχύει ένας χρυσός κανόνας: η επιτυχία τους εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από την καλή τους προετοιμασία, η οποία όχι μόνο προλειαίνει το έδαφος, αλλά επιβεβαιώνει προκαταβολικά τη σύμπνοια των απόψεων, έτσι ώστε η αίσια έκβαση των συνομιλιών να είναι σχεδόν δεδομένη πριν από τη διεξαγωγή τους. Είναι μια αλήθεια που, όπως έχει αποδείξει η μακρά σχετική εμπειρία, ισχύει κατά μείζονα λόγο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε στην περίπτωση της επίσκεψης του κ. Ερντογάν. Πριν ακόμα πραγματοποιηθεί, η επίσκεψη ναρκοθετήθηκε από την τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στον κ. Αλέξη Παπαχελά και η οποία προβλήθηκε το προηγούμενο βράδυ της άφιξης του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα. Σε αυτή, έθεσε θέμα «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάννης, μίλησε για τη ύπαρξη «150.000 Τούρκων» στη Δυτική Θράκη, ενώ κατηγόρησε έμμεσα ως ψεύτη τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι ο κ. Τσίπρας τού είχε υποσχεθεί την έκδοση στην Τουρκία των οκτώ ανδρών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί χειρότερη αρχή εν όψει της έλευσης του κ. Ερντογάν στην ελληνική πρωτεύουσα λίγες ώρες αργότερα.

Τα προβλήματα συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σε μια πρωτοφανή εξέλιξη στα ελληνοτουρκικά διπλωματικά χρονικά, οι αρχηγοί των δύο κρατών διαφώνησαν σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση για τη Συνθήκη της Λωζάννης: ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε πως για την Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη, ενώ ο κ. Ερντογάν επανέλαβε τις απόψεις του περί ανάγκης αναθεώρησης της Συνθήκης και περί ύπαρξης τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη. Την πρωτόγνωρη εικόνα συμπλήρωσαν οι παρευρισκόμενοι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίοι, την ώρα της αντιπαράθεσης των δύο προέδρων, τους εφοδίαζαν με σημειώματα, προφανώς για τα θέματα που θίγονταν. Αργότερα, στην κοινή συνέντευξη του κ. Τσίπρα και του κ. Ερντογάν, έγινε προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης που στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί. Αντίστοιχα, χαμηλοί τόνοι τηρήθηκαν από τον Τούρκο πρόεδρο κατά την επίσκεψή του στην Κομοτηνή το πρωί της Παρασκευής. Ωστόσο, οι αρχικές εντυπώσεις δεν ήταν εύκολο να ανασκευαστούν.

Ακόμα και ο πλέον αισιόδοξος παρατηρητής των γεγονότων μάλλον δεν θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η επίσκεψη του κ. Ερντογάν μπορεί να καταγραφεί ως θετική συμβολή στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι το αποτέλεσμα της επίσκεψης δεν μπορεί να αξιολογηθεί πλήρως δίχως να γνωρίζουμε τι διαμείφθηκε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις των κ. Τσίπρα και Ερντογάν. Αν και θεωρητικά σωστό, αυτό το επιχείρημα πολύ δύσκολα μπορεί να σταθεί στην προκειμένη περίπτωση. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα διεθνών συναντήσεων που εξελίχθηκαν δυσάρεστα πίσω από τις κλειστές πόρτες, αλλά που, για προφανείς λόγους, τα εμπλεκόμενα μέρη εξέφραζαν δημόσια την ικανοποίηση του για την «ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων», για τον «εποικοδομητικό διάλογο» κ.λπ. Αντίθετα, θα ήταν εντελώς καινοφανές οι κατ’ ιδίαν επαφές να ήταν γόνιμες, αλλά η δημόσια εικόνα να παραπέμπει σε ψυχρότητα. Κανείς δεν έχει λόγο να κρύψει την επιτυχία.

Η σημειολογία της επίσκεψης ήταν σίγουρα αρνητική. Επίσης, σε κάποιες πτυχές της ανέδειξε στοιχεία προχειρότητας στην προετοιμασία της από ελληνικής πλευράς. Τέλος, σε επίπεδο ουσίας, δεν πρόσφερε τίποτα: δεν φαίνεται να υπήρξε καμία ουσιαστική πρόοδος στα θέματα που απασχολούν τις δύο χώρες. Αν κάτι προστέθηκε στον καμβά των ελληνοτουρκικών, είναι κάποιες επιπλέον σκιές που δεν χρειάζονταν: αρκετές υπήρχαν ήδη.

Αν η ελληνική πλευρά ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αποκομίσει οφέλη από την επίσκεψη του κ. Ερντογάν, είναι βέβαιο ότι οι προσδοκίες της διαψεύστηκαν. Δεν ήταν, εξάλλου, κάτι που δεν μπορούσε να προβλεφθεί: όλες οι ενδείξεις κατέτειναν σε αυτό το συμπέρασμα. Ίσως θα έπρεπε, απλά, να είχε ληφθεί πολύ πιο σοβαρά υπ’ όψιν η σοφή διπλωματική ρήση του Ταλλεϋράνδου: «Πάνω απ’ όλα, όχι υπερβολικός ζήλος».

Δημοφιλή