«Με το που πάτησα στον τόπο της Σµύρνης, διαπίστωσα µε έκπληξη ότι τα πράγµατα απέκτησαν διαφορετική βαρύτητα. Κουβαλούσα ανθρώπους, τους ανθρώπους µου, κι όχι µονάχα τις µνήµες τους, ούτε µόνο τα πολλά λόγια τους, αφηγήσεις χρόνων και καιρών, τα «µην ξεχάσεις και τούτο», «µην ξεχάσεις και τ’ άλλο» τους, µε την αγωνία µήπως η απόγονος λησµονήσει. «Τις παλιές ιστορίες που συνέβησαν εδώ τις θυµάται ο ήλιος. Τις φυλάει στο άρµα του» µου υπέδειξε ήσυχα η Πηνελόπη, της οποίας ήµουν η συνέχεια».
Η Πένι (Πενέλοπε) Σάρεϊ, Ελληνοβρετανίδα που ζει στην Αθήνα, ταξιδεύει στη Σµύρνη έναν αιώνα µετά την Καταστροφή µεταφέροντας στις αποσκευές, και στην ψυχή της, οικογενειακές ιστορίες κι ενθύµια από τη ζωή των προγόνων της στη χαµένη πολιτεία: τα τροµακτικά γεγονότα του 1922 που της εξιστόρησαν η γιαγιά της Πηνελόπη και οι θείες της, αλλά και τις αναµνήσεις τους από τα προηγούµενα σµυρνέικα χρόνια της ακµής και της ξεγνοιασιάς.
Μαζί, φέρνει µαρτυρίες προσφύγων, ιστορικές γνώσεις και έναν σωρό παλιούς χάρτες. Επιστρέφει με το κλειδί της κατοικίας Σάρεϊ που κάηκε το ’22 και το οποίο δεν έχει πλέον πόρτα ν’ ανοίξει.
Στο ταξίδι της αναζητεί παλιές πατηµασιές, τα βλέµµατα που ακούµπησαν σε τοίχους σµυρνέικων σπιτιών που ακόµη στέκουν, το όρος Σίπυλος τι θέλει να της µαρτυρήσει µε τις πνοές του αέρα, τους ήχους που φέρνει η αύρα από τη θάλασσα. Θα αναδυθούν καινούργια συναισθήµατα, θα έρθουν πολλές σκέψεις, θα συµβούν απρόσµενες αποκαλύψεις. Στη Σµύρνη -όπου πριν την Καταστροφή η οικογένεια Σάρεϊ διατηρούσε σχολείο στην ελληνική γειτονιά της Αγίας Αικατερίνης-, η Πένι θα γνωρίσει ανθρώπους που πρόθυµα θα τη βοηθήσουν να πλησιάσει κι άλλο την αλήθεια.
Θα αναχωρήσει οκτώ µέρες µετά, µε τη βεβαιότητα πως η παλιά Σµύρνη ανέµενε την επιστροφή της απογόνου. Και µε τη γοητευτική διαπίστωση πως το ταξίδι αυτό, µαγικά, αόρατα και άηχα, έβαλε σε τάξη τις ιστορίες και τα αισθήµατα που της κληροδοτήθηκαν.
Στο μυθιστόρημα «Η Επιστροφή της Πηνελόπης» (εκδόσεις Μεταίχμιο), η ηρωίδα της Νοέλ Μπάξερ, ταξιδεύει στη σύγχρονη Σμύρνη, στο Ιζμίρ, με την επιθυμία να συναντήσει την παλιά Σμύρνη. Διαβασμένη, προετοιμασμένη, φορτωμένη ενθύμια και αφηγήσεις από τη γιαγιά της, η απόγονος τρίτης γενιάς φτάνει σε μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η δική της πόλη εάν δεν είχαν συμβεί όσα τραγικά προηγήθηκαν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η Μπάξερ έκανε η ίδια το ταξίδι που καταγράφει στην ιστορία της, όπως και έρευνα -συλλέγοντας από ιστορικά μέχρι τοπογραφικά στοιχεία- για τη φυσιογνωμία της ιστορικής πόλης, πριν, αλλά και μετά την Καταστροφή, τον μαύρο Σεπτέμβριο του 1922.
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου:
»Από το σπίτι τους στην Πούντα, ως κυρία Κόμο, η Αρμένισσα Νεκτάρ άκουσε τον καλπασμό των έφιππων Τσετών καθώς έμπαιναν στην πόλη. Την κακοξύπνησαν από μια νύχτα πάθους, μετά την οποία είχε κοιμηθεί αγγελικά, σε έναν κόσμο όμως που σε λίγο θα αποδείκνυε, περίτρανα και ωμά, πόσο δεν ήταν αγγελικός. Έτρεξε στο παράθυρο και τρομαγμένη στάθηκε δίπλα στην κουρτίνα, μην τολμώντας να φανερωθεί.
»Δεν είχε προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν πλέον Αρμένισσα.
»Το απόγευμα, από το νυφικό δωμάτιο που από τον φόβο της δεν είχε εγκαταλείψει στιγμή, αναγνώρισε τα αρμενικά στις κραυγές του κόσμου και άκουσε τις παρακλήσεις τους. Η σφαγή είχε ξεκινήσει.
Α, δύστυχοι, τι συφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια.
Άναψε ο θρήνος, τα δάκρυα να, στα μάγουλά σας τρέχουν
και τα ωραία μεσόστυλα κι’ οι τοίχοι στάζουν αίμα.
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι’ όλη η αυλή από ήσκιους
νεκρών, που μέσ’ στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα.
»Ο Ολιβιέρο την εμπόδισε να βγει πάλι στο παράθυρο, κι ακόμα περισσότερο να ορμήσει προς την πόρτα. Την κρατούσε προφυλαγμένη στην αγκαλιά του στο κρεβάτι. Πεσμένος από πάνω της, για να μην του φύγει, με το ένα χέρι τής κρατούσε τα χέρια δεμένα πάνω από το κεφάλι της, και με το άλλο χέρι κλειστό το στόμα. Η Νεκτάρ χτυπιόταν να απελευθερωθεί. Στην πάλη της, όταν τα μαλλιά έφευγαν από το πρόσωπό της κι ελευθέρωναν τα μάτια της, το βλέμμα της ήταν πύρινο, λες και αντιφέγγιζε φωτιά. Μούγκριζε και γδερνόταν εσωτερικά ο μεταξένιος λαιμός της.
»“Άκου με!” της το φώναξε μέσα στο αυτί. “Εδώ μέσα, στο σπίτι μου, δεν κινδυνεύεις. Είσαι ασφαλής, Νεκτάρ! Σύνελθε! Είσαι η κυρία Ολιβιέρο Κόμο, η σύζυγός μου. Είσαι καθολική, Ιταλίδα και γυναίκα μου! Κανείς δεν θα τολμήσει να σε ακουμπήσει”.
»Η Νεκτάρ όμως έκανε σαν να μην τον άκουγε. Στα αλήθεια δεν τον άκουγε. Συνέχιζε να χτυπιέται να ελευθερωθεί, να πεταχτεί όρθια, να τρέξει. Ενώ ο Ολιβιέρο ήταν αυτός που έπρεπε να τρέξει! Το συντομότερο έπρεπε να συναντήσει και να ενωθεί με τους ομοεθνείς του, να προφυλάξουν την Πούντα, τις καθολικές εκκλησιές, τα σχολεία και τα νοσοκομεία τους, τα εμπορικά τους και τα τόσα άλλα από τις λεηλασίες. Ενδεχομένως κι από καταστροφή! Αντί αυτού, λόγω της συζύγου του έπρεπε να μένει κλεισμένος στο υπνοδωμάτιό του να τη φυλάει. Και η ώρα περνούσε! Τα ποδοβολητά είχαν φτάσει ως την εξώπορτα και οι κραυγές πλησίαζαν, ακούγονταν τόσο κοντά και καθαρά, που ήταν σαν να ούρλιαζε ο απελπισμένος κόσμος δίπλα στο αυτί του.
»Στο τέλος το πήρε απόφαση, την τράβηξε από το κρεβάτι, την κάθισε στην καρέκλα του δωματίου και την έδεσε χρησιμοποιώντας για σχοινιά τα μαλλιά της. Τα χώρισε άτακτα σε πλοκάμια, έδεσε σφιχτά τους αστραγάλους της Νεκτάρ στα πόδια της καρέκλας και τα χέρια τα έφερε πίσω από την πλάτη της καρέκλας και τα έδεσε κι αυτά καλά. Φυλακισμένη στο δωμάτιό του το ποτισμένο με το βαρύ άρωμά του, που ούτε μύγα έμπαινε δίχως την άδειά του, δεμένη χειροπόδαρα, θα ήταν η γυναίκα του, έκρινε, ικανοποιητικά προφυλαγμένη.
»“Την αδελφή μου! Τη μάνα μου! Τον μικρό μου αδελφό! Τον πατέρα μου!” τον ικέτευσε. “Τρέξε και υπόσχομαι πως θα σωπάσω, θα κάτσω ήσυχη και θα με βρεις εδώ. Θα με ξαναβρείς, αγαπημένε μου, τρέξε!”
»Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν και στο δικό τους σπίτι ψάχνοντας για Έλληνες ή Αρμένιους, η ντόνα Τσεντσέλα ούτε που σηκώθηκε.
»“Αργήσατε μια μέρα” τους είπε περιφρονητικά από το ανάκλιντρο που βρισκόταν ξαπλωμένη. “Δεν υπάρχει Αρμένισσα σ’ αυτό το σπίτι, λάθος σάς πληροφόρησαν» τους διαβεβαίωσε με τη δεσποτική φωνή της και τους έριξε στα πόδια ένα πουγκί φλουριά. “Τα είχα για τον αβά μου, αλλά πάρτε τα εσείς!”
»Τη νύφη της στο πάνω πάτωμα δεν την πρόδωσε. Καθόλου από φόβο μη χάσει μετά τον γιο της από μαράζι, αλλά γιατί ένα μέλος της φαμίλιας Φατάλα ποτέ δεν προδίδει ένα άλλο μέλος Φατάλα.
Γεννημένη στην Αθήνα από πατέρα Βρετανό και μητέρα Ελληνίδα, η Νοέλ Μπάξερ έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία), εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε επιχειρήσεις. Έκανε το ντεμπούτο της με μία συλλογή διηγημάτων και πέρασε στο μυθιστόρημα με το βιβλίο «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», για να συνεχίσει με «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος», το «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» και «Το χνάρι που έσβησε».