Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, για μία ακόμη φορά στην μακραίωνη ιστορία του, δέχεται ανοίκεια και σφοδρή επίθεση. Αυτήν τη φορά, δυστυχώς, η επίθεση δεν προέρχεται από κάποια άλλη καθολική ή προτεσταντική εκκλησία ή από αλλόθρησκους, αλλά από μία άλλη Ορθόδοξη εκκλησία, την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία στα μάτια πολλών Ορθοδόξων, Ελλήνων και όχι μόνον, χαίρει ιδιαίτερης τιμής. Και τούτο διότι, στις 11 Οκτωβρίου 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε, όπως είχε δικαίωμα, να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας, να άρει τα αναθέματα και να αποκαταστήσει στον αρχιερατικό τους βαθμό τους ιεράρχες Φιλάρετο Ντενισένκο και Μακάριο Μαλετίτς, και να άρει την ισχύ του Συνοδικού Γράμματος Εκδόσεως του έτους 1686.
Το Πατριαρχείο Μόσχας, επικουρούμενο από το ρωσικό κράτος και συνεπές στις φιλοδοξίες του για αύξηση της επιρροής του επί του συνόλου της Ορθοδοξίας, αντέδρασε δυναμικά ανακοινώνοντας στις 18 Οκτωβρίου 2018 την διακοπή κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κάλεσε τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες να λάβουν θέση. Παράλληλα, εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του στον μητροπολίτη Ονούφριο και την υπ’ αυτόν «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας)». Αυτά βέβαια επισήμως, διότι ανεπισήμως οι διαδικτυακές επιθέσεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι πλείστες και ανάρμοστες, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς με μία σύντομη περιήγησή του στο διαδίκτυο.
Πώς όμως φθάσαμε σε αυτήν τη ρήξη;
Για να γίνει αντιληπτό το τι συμβαίνει, στη συνέχεια, παρουσιάζονται εν συντομία η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία, οι «κανονικές» (εκκλησιαστικού δικαίου) πτυχές της διαμάχης, αλλά και το πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων.
Σήμερα στην Ουκρανία υπάρχουν τρεις ορθόδοξες εκκλησίες. Η πρώτη είναι η «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας)», η οποία τελεί σε στενή πνευματική σχέση με το Πατριαρχείο Μόσχας και έχει ως επικεφαλής της τον μητροπολίτη Ονούφριο Μπερεζόφσκι. Η Εκκλησία αυτή ιδρύθηκε το 1990 ως μια αυτοδιοικούμενη εκκλησία και θεωρείται ότι έχει τους περισσότερους πιστούς στην Ουκρανία σήμερα.
Δεύτερη κατά σειρά και σημασία είναι η «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία – Πατριαρχείο Κιέβου», της οποίας ηγείται, από το 1995, ο (αυτοαποκαλούμενος Πατριάρχης) Φιλάρετος Ντενισένκο. Ο Φιλάρετος πρώτα ανήκε στις τάξεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως μητροπολίτης Κιέβου, όμως το 1992 εξωθήθηκε σε παραίτηση από τον θρόνο του Κιέβου, καθώς κατηγορήθηκε από την ρωσική εκκλησία ως πράκτορας της KGB∙ σημειώνεται ότι, λίγα χρόνια πριν, το 1990, ο Φιλάρετος ήταν βασικός διεκδικητής του θρόνου του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά δεν κατόρθωσε να αναρριχηθεί σε αυτόν, καθώς ηττήθηκε από τον Αλέξιο.
Η παραίτησή του βέβαια ήταν προσωρινή, διότι σύντομα την ανακάλεσε και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (6 Ιουνίου 1992), της οποίας, έπειτα από 3 χρόνια, ανέλαβε τις τύχες. Το Πατριαρχείο Μόσχας στις 11 Ιουνίου 1992 αντέδρασε αφορίζοντας τον Φιλάρετο και κηρύσσοντάς τον σχισματικό, ενώ θεώρησε όλες του τις ενέργειες αντικανονικές. Μάλιστα, κατήγγειλε τις ενέργειές του και στις υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησίες, οι οποίες, θεωρώντας μέχρι πρόσφατα την Ουκρανία ως ανήκουσα από κανονικής απόψεως στο Πατριαρχείο Μόσχας, δεν είχαν αναγνωρίσει στην μεγάλη τους πλειοψηφία την εκκλησία του Φιλάρετου.
Η τρίτη εκκλησία είναι η «Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» με επικεφαλής της τον μητροπολίτη Μακάριο Μαλετίτς. Η εν λόγω εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της διάδοχο της ουκρανικής εκκλησίας που είχε ιδρυθεί στη χώρα το 1921 και ότι απλώς το 1991 επανιδρύθηκε. Το Πατριαρχείο Μόσχας και αυτήν την εκκλησία την θεωρεί σχισματική και δεν την αναγνωρίζει κανονικά.
Από πολιτική άποψη, η «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας)» έχει φιλορωσικό προσανατολισμό, ενώ αντίθετα οι άλλες δύο, και κυριότερα η «Ορθόδοξη Εκκλησία-Πατριαρχείο Κιέβου» έχουν φιλοδυτικό προσανατολισμό και υποστηρίζονται από τον Πρόεδρο της Ουκρανίας Ποροσένκο.
Το τελευταίο διάστημα, ως γνωστόν, τα πράγματα οξύνθηκαν. Συγκεκριμένα, ο μητροπολίτης Φιλάρετος, έχοντας τη σαφή υποστήριξη του Ποροσένκο, απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος, ζητώντας από αυτό αφενός την άρση του αναθέματος και της ακοινωνησίας του και αφετέρου την αναγνώριση της εκκλησίας του ως αυτοκέφαλης και ανεξάρτητης εκκλησίας. Πραγματικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανταποκρίθηκε στο αίτημα και παρενέβη, καθώς θεώρησε ότι από κανονικής απόψεως είχε κάθε δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να πράξει κάτι τέτοιο. Η παρέμβαση όμως αυτή του Φαναρίου συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση του Πατριαρχείου Μόσχας που κατηγόρησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για «εισπήδηση», εισβολή δηλαδή στα εκκλησιαστικά όρια μιας άλλης ορθόδοξης εκκλησίας.
Οι ισχυρισμοί του Πατριαρχείου Μόσχας
Το Πατριαρχείο Μόσχας ισχυρίζεται, από την πλευρά του, ότι για πάνω από τρεις αιώνες η εκκλησία της Ουκρανίας ανήκει στη δικαιοδοσία του, καθώς το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πράξη κατά το έτος 1686 είχε εκχωρήσει στη Μόσχα τη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κιέβου, που αποτελούσε την τότε Ουκρανική Εκκλησία. Έκτοτε, κατά το Πατριαρχείο Μόσχας ουδέποτε αμφισβητήθηκε η μεταβολή αυτή, ενώ δεν αποτελεί πρακτική και έθος στην ορθόδοξη παράδοση να αμφισβητούνται αρχαία εκκλησιαστικά έγγραφα τέτοιου είδους. Παράλληλα, υπενθύμισε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι, όταν κατά το παρελθόν η ρωσική εκκλησία είχε επιβάλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας στον Φιλάρετο, το Φανάρι θεώρησε το θέμα εσωτερικό ζήτημα του Πατριαρχείου Μόσχας και είχε συμφωνήσει με την επιβαλλόμενη ποινή στον Φιλάρετο. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Πατριαρχείο Μόσχας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχει κανένα δικαίωμα παρέμβασης στα ουκρανικά εκκλησιαστικά πράγματα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντίθετα θεωρεί ότι είχε (και έχει) κάθε δικαίωμα από εκκλησιαστικής άποψης να επέμβει, καθώς αποτελεί την «Μητέρα Εκκλησία» που εκχριστιάνισε όχι μόνο τους Ουκρανούς, αλλά και γενικά όλους τους Ρώσους. Επιπλέον, ισχυρίζεται πως η μητρόπολη Κιέβου τελούσε πάντα υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακόμη και μετά την εξύψωση της μητρόπολης Μόσχας σε Πατριαρχείο το έτος 1589. Μάλιστα, το έτος 1620 η εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αποδεικνύοντας το ζωηρό της ενδιαφέρον για την Ουκρανική εκκλησία, την διέσωσε από την Καθολική Ουνία, αποστέλλοντας ως εκπρόσωπό της στη χώρα τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη Γ’, ο οποίος και την ανέστησε εκκλησιαστικά.
Πράξη του 1686
Σε ό,τι αφορά την Πράξη του 1686, με την οποία πέρασε η μητρόπολη Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απαντά πως αυτή έγινε κατόπιν πολλών παρασκηνιακών πολιτικών πιέσεων. Ακόμη όμως και υπ’ αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες για το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνθήκες, η υπαγωγή αυτή έγινε «τρόπω συγκαταβατικώ» και «οικονομικώς», για τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Με άλλα λόγια, η υπαγωγή αυτή έγινε προσωρινά, «επιτροπικώς έως ημέρας επισκέψεως θείας». Επιπρόσθετα, η υπαγωγή αυτή δεν ήταν πλήρης, διότι αφορούσε μόνο το δικαίωμα της χειροτονίας, και όχι εκλογής (η εκλογή θα γινόταν από τους Ουκρανούς), του μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας, ενώ η οριζόμενη σαφώς στην Πράξη υποχρέωση του εκάστοτε μητροπολίτη Κιέβου να μνημονεύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πριν από το Πατριάρχη Μόσχας αποδεικνύει την πνευματική υπαγωγή της εκκλησίας του Κιέβου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τέλος, κατά πάγια πρακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η παραχώρηση κανονικού εδάφους του πατριαρχείου σε άλλη εκκλησία γίνεται με έκδοση ειδικού εγγράφου, του «Τόμου», και όχι με απλή «Πράξη» ή συνοδικού «Γράμματος Εκδόσεως», όπως έγινε στην περίπτωση της εκκλησίας του Κιέβου. Κατά συνέπεια, ποτέ το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν απώλεσε το κυριαρχικό του δικαίωμα στην Ουκρανία, παρά την παραβίαση από την πλευρά του Πατριαρχείου Μόσχας της ουσίας και των τύπων της Πράξης του 1686 και ουδέποτε αποκήρυξε την «προσήκουσαν μητρικήν μέριμναν περί της Εκκλησίας της Ουκρανίας».
Με βάση τα παραπάνω, δύο πρώτες εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν με ασφάλεια:
Πρώτον, εκκλησιαστικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε και έχει το δικαίωμα παρέμβασης στην ουκρανική υπόθεση, καθώς τα επιχειρήματά του είναι ισχυρά τόσο από «κανονική» άποψη, όσο και από την ορθόδοξη παράδοση και πρακτική.
Δεύτερον, κατά την διαχείριση της υπόθεσης αυτής το Πατριαρχείο Μόσχας μάλλον προέβη σε ορισμένες άστοχες κινήσεις. Προέβη σε μονομερείς ενέργειες, χωρίς συνεννόηση και διάλογο με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, ενώ φάνηκε να είναι αποκομμένο από το σύνολο αυτών. Επικαλέστηκε όμως τη βοήθειά τους στη δύσκολη για το ίδιο στιγμή. Κατά την ανακοίνωση της διακοπής της κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ζήτησε, για παράδειγμα, από τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες να πάρουν θέση – πράγμα δύσκολο για αυτές. Εάν όμως είχε συμμετάσχει στην Πανορθόδοξη Σύνοδο που συγκάλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο Κολυμπάρι των Χανίων (2016), και δεν απείχε επιδεικτικά απαξιώνοντας όχι μόνο τη Σύνοδο αλλά και τις συμμετέχουσες σε αυτό εκκλησίες, είναι βέβαιο πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά και το θέμα θα μπορούσε να επιλυθεί μέσω διαλόγου και ίσως πιο ανώδυνα για το Πατριαρχείο Μόσχας.
Φυσικά, η εκκλησιαστική αυτή διαμάχη είναι δύσκολο να κατανοηθεί, εάν κάποιος την προσεγγίσει μόνο εκκλησιαστικά, απομονώνοντάς την από την πολιτική πραγματικότητα.
Στην Ουκρανία αντιτίθενται δύο πλευρές, η μια εκκλησία προσβλέπει στην Ανατολή, στη Ρωσία, και η άλλη στη Δύση. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας – ιδιαίτερα μετά την με στρατιωτικά μέσα προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία – αποφάσισε να ξεφύγει από την όποια επιρροή της Ρωσίας και να ακολουθήσει έναν αυτόνομο εθνικά δρόμο. Σε αυτήν την πολιτική εντάσσεται και το να καταστεί αυτοκέφαλη η εκκλησία της Ουκρανίας με προφανή στόχο να μην επιτρέπεται η διαχείριση των εκκλησιαστικών θεμάτων της από την εκκλησιαστική αρχή μιας άλλης χώρας (κατά μία έννοια η αρχή cuius regio, eius religio).
Η αξίωση αυτή δεν είναι ξένη προς το έθος της ορθόδοξης παράδοσης: διότι η πρακτική ήταν πως κάθε φορά που ένα ορθόδοξο έθνος κέρδιζε την πολιτική του ανεξαρτησία, αυτό με το πλήρωμα του χρόνου αποκτούσε και ανεξάρτητη εθνική εκκλησία. Υπάρχουν χαρακτηριστικά παραδείγματα: η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και σχεδόν όλες οι ορθόδοξες χώρες, απέκτησαν, αργά ή γρήγορα, μετά την ίδρυση των κρατών τους και ανεξάρτητη εθνική εκκλησία. Αυτήν την ίδια προσέγγιση υιοθετεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Η επόμενη μέρα
Τί θα γίνει από εδώ και πέρα; Ασφαλώς το κλειδί των εξελίξεων το κρατά πλέον η ρωσική πλευρά, δηλαδή το Πατριαρχείο Μόσχας και η ρωσική κυβέρνηση. Εάν αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν ομαλά, τότε όπως έχει συμβεί κατ’ επανάληψη σε ανάλογες περιπτώσεις, η κατάσταση, αργά ή γρήγορα, θα ομαλοποιηθεί εκκλησιαστικά και ο ουκρανικός λαός θα ειρηνεύσει. Εάν όμως, θελήσουν να χρησιμοποιήσουν την εκκλησία ως ένα μέσο διαίρεσης του ουκρανικού ορθόδοξου ποιμνίου και κατ’ επέκταση ως ένα μέσο απόκτησης πλεονεκτημάτων στο πολιτικό πεδίο, τότε θα υπάρξουν πολλά ακόμη επεισόδια στην κρίση της ορθόδοξης εκκλησίας στην Ουκρανία. Πολύ δε περισσότερο αν θελήσουν να συνεχίσουν να υποσκάπτουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε η Μόσχα να αναδειχθεί – όπως για πολλούς αιώνες και διακαώς επιθυμεί – ως η «τρίτη Ρώμη» ή το Πατριαρχείο στη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Και επειδή από τα δύο ενδεχόμενα, πιο πιθανό είναι το δεύτερο που θα συνδυασθεί και με νέες επιθέσεις κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ως προς τις πληροφορίες που αναπαράγονται, τις αναλύσεις που γίνονται, αλλά, κυρίως, τις συχνά ανάρμοστες και υβριστικές επιθέσεις στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι μόνο ένα, δεν υπάρχει άλλο, και θα πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο ή μέσο.