Ζούμε ομολογουμένως μία εποχή συνεχών κρίσεων και αλλαγών. Τα σύγχρονα κράτη κλονίζονται συνεχώς από αναπάντεχες κρίσεις και καλούνται να αντιμετωπίσουν ολοένα και πιο πολύπλοκα προβλήματα και προκλήσεις. Προκλήσεις όπως η διεθνοποίηση των οικονομιών, η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας, η δημογραφική συρρίκνωση, η κλιματική αλλαγή, η μεταρρύθμιση της δημόσιας υγείας, η αύξηση των ανισοτήτων απαιτούν διαρκή εγρήγορση και άλματα προσαρμογής από τις κυβερνήσεις.
Τα τελευταία χρόνια, οι κρίσεις έχουν γίνει η «νέα πραγματικότητα». Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου (2001), το τσουνάμι στην Ινδονησία (2004), οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο (2005), οι τυφώνες Ρίτα και Κατρίνα (2005), οι ισλαμιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη (2015- 2016) και πιο πρόσφατα η πανδημία Covid-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια είχαμε διαδοχικές κρίσεις όπως το προσφυγικό, η πλημμύρα στην Μάνδρα (2018), η πυρκαγιά στο Μάτι (2019), η τουρκική απειλή στον Έβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο (2020), η διαχείριση της πανδημίας, κλπ.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, η κρίση εμφανίζεται ως μία στιγμή ασυνέχειας, ως ένα γεγονός το οποίο κινητοποιεί διαδικασίες αναθεώρησης των επιλογών και αλλαγής πορείας εκ μέρους των δρώντων. Οι υπάρχουσες πολιτικές και οι οριακές προσαρμογές δεν επαρκούν. Έτσι, τα παλιά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς διαρρηγνύονται. Νέες επιλογές και προσεγγίσεις που μέχρι τότε δύσκολα αναδεικνύονταν εντάσσονται στις εργαλειοθήκες λύσεων. Αυτό συμβαίνει διότι οι κρίσεις αποτελούν κρίσιμα γεγονότα που μπορούν να επηρεάσουν τον ορισμό του προβλήματος. Διακόπτουν τη συνέχεια της ιστορικής εξέλιξης κυρίως υπό την επήρεια αλλαγών του εξωτερικού περιβάλλοντος και μπορεί να επέλθουν σχετικά απότομες θεσμικές αλλαγές με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Οι αλλαγές που έρχονται είναι ραγδαίες και συνεχείς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Η.Π.Α. ανέπτυξαν τα τελευταία έτη στρατηγικές για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας σε εύθραυστα περιβάλλοντα.
Σε αυτό το περιβάλλον η έννοια του επιτελικού κράτους δεν πρέπει να δαιμονοποιείται στο πλαίσιο μίας μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Από ετυμολογική σκοπιά, η επιτελική δραστηριότητα ταυτίζεται με τη στρατηγική διάσταση της κρατικής δραστηριότητας και υποδεικνύει έναν πάγιο τρόπο οργάνωσης που χαρακτηρίζεται από τη μακροπρόθεσμη θέαση των ζητημάτων, την απολύτως σαφή θέση των προτεραιοτήτων και τη σταθερή επιδίωξη ως προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ή αποτελεσμάτων.
Αυτό ακριβώς επιχείρησε η παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το ν.4622/2019, ο οποίος εισήγαγε μία νέα θεώρηση περί του κράτους, στηριζόμενη στην από πολλών ετών διαπιστωμένη ανάγκη βελτίωσης του κεντρικού συντονισμού. Η ελληνική δημόσια διοίκηση χαρακτηριζόταν άλλωστε διαχρονικά από ακαμψία και τυπολατρία, πολυνομία, κακονομία, αναποτελεσματικότητα και λειτουργική ανεπάρκεια με αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση του επιτελικού κράτους να είναι αναγκαία.
Το επιτελικό κράτος είναι ένα κράτος οργανωμένο έτσι, ώστε να προγραμματίζει, να συντονίζει και να παρακολουθεί τις δημόσιες πολιτικές κατά τρόπο κεντρικό, δηλαδή από πάνω προς τα κάτω. Σκοπός είναι η δημιουργία σταθερών δομών και διαδικασιών, ώστε το σύστημα διακυβέρνησης να λειτουργεί αποτελεσματικά ανεξαρτήτως προσώπων.
Με τον ν.4622/2019, ορίστηκε λεπτομερώς ο κύκλος δημόσιας πολιτικής μέσα από τον προγραμματισμό δράσεων, την παρακολούθηση και την αξιολόγησή τους στο σύνολο του κυβερνητικού έργου. Προβλέπονται διαδικασίες αλληλεπίδρασης της Δημόσιας Διοίκησης με το κέντρο διακυβέρνησης και εξασφαλίζεται η θεσμική μνήμη σε διαδικασίες και λειτουργίες. Καινοτομία για παράδειγμα αποτέλεσε η θέσπιση υπηρεσιακών γραμματέων και η μεταφορά αρμοδιοτήτων από την πολιτική ηγεσία σε γενικούς διευθυντές.
Η έννοια του επιτελικού κράτους διέπεται και από τις αρχές της καλής νομοθέτησης, σύμφωνα με τις οποίες πριν από κάθε ρύθμιση προηγείται εις βάθους αιτιολόγησή της, ανάλυση των ρυθμιστικών στόχων, ορισμός των μετρήσιμων δεικτών αξιολόγησης του αποτελέσματος της ρύθμισης και καθορισμός του χρόνου επίτευξης των στόχων.
To επιτελικό κράτος επικεντρώνεται στις βασικές λειτουργίες της στρατηγικής σχεδίασης, της προληπτικής οργάνωσης της αβεβαιότητας και της συντονισμένης διαχείρισης όλων των διαθέσιμων πόρων για τη θωράκιση της κοινωνίας, της οικονομίας και των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι σε κάθε λογής απρόβλεπτες κρίσεις ή απειλές.
Η ενίσχυση του «επιτελικού ρόλου» της Διοίκησης είναι μία διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία που έχει θέσει τα θεμέλια για την μετάβαση σε ένα επιτελικό κράτος που έχει στάδια υλοποίησης. Ενδεικτικά αυτά εστιάζουν στη:
1. διασφάλιση του ορθού σχεδιασμού των δημόσιων πολιτικών βάσει στοιχείων και αναλύσεων, την κωδικοποίηση και τον σχεδιασμό νόμων για τη διασφάλιση ορθού σχεδιασμού του νομικού πλαισίου
2. την εποπτεία και αξιολόγηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων,
3. την εφαρμογή δράσεων διαχείρισης αλλαγών
4. την εμβάθυνση των διαβουλευτικών εργαλείων για την επίτευξη ενδο-διοικητικής και πολιτικής συναίνεσης σε στρατηγικές μεταρρυθμίσεις
5. την κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας, την επαγγελματοποίηση της διοίκησης και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης
6. την περαιτέρω αναβάθμιση ανεξάρτητων θεσμών όπως ο ΑΣΕΠ και η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης που ενδυναμώνουν την καλή διακυβέρνηση
7. τον σχεδιασμό ορθών διαδικασιών για τη διασφάλιση της εσωτερικής κινητικότητας του προσωπικού
8. την αξιολόγηση των επιδόσεων των δημοσίων υπαλλήλων
9. τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση
10 την αξιολόγηση του παραγόμενου αποτελέσματος και την σύνδεσή της με τακτικές κρίσεις για τις θέσεις ευθύνης
11.την παγίωση του υφιστάμενου διυπουργικού συντονισμού για τη βελτίωση του διαλόγου μεταξύ των κυβερνητικών υπηρεσιών κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών και άλλα πολλά που δεν αρκεί ο χώρος του άρθρου να απαριθμηθούν. Τα στάδια αυτά έχον τεθεί σε πορεία υλοποίησης με θετικά αποτελέσματα στη λειτουργία του κράτους
“Το μέλλον”, έλεγε, ο Peter Drucker “δεν μπορούμε να το προβλέψουμε, μπορούμε όμως να το προετοιμάσουμε, να το επινοήσουμε”. Το επιτελικό κράτος αποτελεί ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης με απτά αποτελέσματα προς όφελος της κοινωνίας και στηρίζεται σε μεταρρυθμίσεις που κάνουν πιο ανθεκτική και καλύτερη τη ζωή των πολλών. Έτσι αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά οι πιεστικές ανάγκες της κοινωνίας και επιλύονται τα τα ολοένα πιο σύνθετα και συχνά πολύπλοκα προβλήματα των καιρών μας.
Ο Δημήτρης Κιρμικίρογλου είναι Τομεάρχης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης της Νέας Δημοκρατίας, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης