Το νομοσχέδιο που πέρασε από τη Βουλή (5 Μαΐου) με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο “Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας” ήρθε να διαλύσει κάθε σκέψη για την πολυπόθητη στροφή στην περίφημη βιώσιμη ανάπτυξη, στην ισορροπία μεταξύ κοινωνίας (υγείας και θέσεων εργασίας και κοινωνικής συνοχής), οικονομίας και προστασίας περιβάλλοντος.
Ανάμεσα στις δεσμεύσεις και την realpolitik, ένα πολυνομοσχέδιο δρόμος...
Περιμέναμε καλύτερα από μία κυβέρνηση η οποία - δείχνοντας σημάδια αξιοπρόσεκτης εγρήγορσης - κινήθηκε αστραπιαία για τη γρήγορη απολιγνιτοποίηση, την πλήρη απανθρακοποίηση, τη στήριξη ενός ευρωπαϊκού Green Deal. Όμως φευ, η απόσταση ανάμεσα στις όμορφες πολιτικές δεσμεύσεις και τη realpolitik είναι τεράστια και πιθανότατα αγεφύρωτη.
Είναι όλα χάλια στον νέο νόμο; Σαφώς όχι. Υπάρχουν θετικές ρυθμίσεις, οι οποίες όμως χάνονται μέσα σε μία καταιγίδα αρνητικών ή φωτογραφικών ρυθμίσεων.
Ωστόσο, όπως πολύ σωστά παρατηρούν σε σχετικό άρθρο οι συνάδελφοι Θεοδότα Νάντσου και Γιώργος Χασιώτης από το WWF Ελλάς, το υπουργείο Περιβάλλοντος δεν πρωτοτύπησε και συνέχισε από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρουσίασε ένα νομοσχέδιο που αντιμετωπίζει και αυτό την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος ως εχθρό της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Αντί να απλουστεύει την περιβαλλοντική προστασία, καταλήγει να την απορρυθμίζει.
Πριν καν “στεγνώσει το μελάνι” του νόμου του ΥΠΕΝ, τη σκυτάλη πήρε ο Υπουργός Τουρισμού για τον περαιτέρω “εξορθολογισμό” της χρήσης του αιγιαλού που δεν σηκώνει δεύτερες αναγνώσεις (μεγαλύτερο μέρος της παραλίας εκμισθώνεται ή αποδίδεται σε ξαπλώστρες και ξενοδοχειακές μονάδες, στο όνομα της κορωνο-κρίσης).
Νομιμοποιώντας τη λάθος νοοτροπία
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο (κάθε) υπουργός βρίσκει και κάνει. Βρίσκει ένα μέρος του επιχειρηματικού κόσμου έτοιμο να θυσιάσει το φυσικό περιβάλλον στον βωμό του προσωπικού κέρδους, μία μερίδα επενδυτών που δεν έχουν την παραμικρή επιφύλαξη να επενδύσουν σε νομικά απορρυθμισμένες και ασταθείς συνθήκες εφόσον αυτές βολεύουν/εξυπηρετούν την πρόσκαιρη κερδοφορία.
Σε αυτό όμως μερίδιο ευθύνης έχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας, εκλογική πελατεία πολλών κομμάτων, που αναζητά τρόπους να νομιμοποιήσει το αυθαίρετο, να νομιμοποιήσει την “οικιστική πύκνωση”, να παρακάμψει τους δασικούς χάρτες. Πριν από 20 ή ακόμα και 10 χρόνια κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη. Σήμερα όμως…
Σήμερα ξέρουμε ότι η προστασία της βιοποικιλότητας είναι απαραίτητη και για την προστασία της ανθρώπινης υγείας - ασπίδα στις πανδημίες - αλλά και απαραίτητη ασπίδα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Έχοντας τις δύο μεγάλες απειλές (κλιματική κρίση και κατάρρευση βιοποικιλότητας) να συγκλίνουν, δεν υπάρχει περιθώριο για ξεστρατίσματα στο όνομα της ικανοποίησης αιτημάτων ευκαιριακών επενδυτών ή εκλογικής πελατείας.
Δυστυχώς, ο υπουργός επιχειρεί ένα ακόμα πιο επικίνδυνο βήμα. Στην προσπάθεια να επιταχύνει την καθόλα απαραίτητη γρήγορη διείσδυση των ΑΠΕ ως απαραίτητο εργαλείο για την έγκαιρη απανθρακοποίηση της οικονομίας, φαίνεται να δίνει “γη και ύδωρ” σε μεγάλα αιολικά έργα. Την ίδια στιγμή που για καλούς ή λιγότερο καλούς λόγους, μεγάλο μέρος της κοινωνίας διατρανώνει το “όχι στα αιολικά” στα Άγραφα, στην Οίτη, στην Τήνο, ο υπουργός επιμένει να βλέπει την ανάπτυξη μέσα από τέτοιες επενδύσεις. Πράσινη ανάπτυξη με ΜΑΤ;
Με επιταχύνσεις μεγάλων έργων σε μέχρι πρότινος σχετικά ανέγγιχτες βουνοκορφές, σε βραχονησίδες σημαντικές για τη βιοποικιλότητα, ενώ εκκρεμεί η διαμόρφωση νέου Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ που θα ανταποκρίνεται στα νέα επιστημονικά δεδομένα (πλήρης απανθρακοποίηση της οικονομίας πριν το 2050 και απολιγνιτοποίηση πριν το 2030), δημιουργείται εντελώς εκρηκτικό κλίμα που τελικά … βλάπτει το κλίμα!
Συζητώντας για τα ΝΑΙ
Εκεί που η πολιτεία νομοθετεί και δείχνει να αγνοεί τι συμβαίνει στην κοινωνία, πρέπει να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για να ξεκινήσει επιτέλους μία ουσιαστική συζήτηση για το πού θέλουμε να τοποθετηθούν οι απαραίτητες ΑΠΕ, μικρές και μεγάλες. Πώς θα συμμετέχει η ίδια η κοινωνία σε αυτά τα εταιρικά σχήματα. Να συζητήσουμε για τα ΝΑΙ. Συζήτηση δύσκολη αλλά απαραίτητη. Συζήτηση που θα απαιτήσει καθαρούς όρους, καθαρό μυαλό και καθαρή διαδικασία.
Συζήτηση με ενημερωμένα στοιχεία, εθνικούς στόχους για την έγκαιρη απανθρακοποίηση, διαθέσιμες ώριμες τεχνολογίες (πέραν των αιολικών και φωτοβολταϊκών, όπως π.χ. η γεωθερμία), τεχνολογίες και τεχνικές αποθήκευσης ενέργειας, στόχους ηλεκτροκίνησης (εδώ η κυβέρνηση βρίσκεται σε καλό δρόμο), φιλόδοξες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας (περιμένουμε με ενδιαφέρον το νέο πλαίσιο χρηματοδότησης με την ελπίδα ότι θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες), ηλιακή κοινωνική πολιτική, με εναλλακτικές λύσεις στο μείγμα ΑΠΕ κοκ.
Οι απανωτές κρίσεις καθιστούν πιο επείγουσα από ποτέ τη συζήτηση για την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Από μία ρυπογόνο και άνιση οικονομία που εχθρεύεται το περιβάλλον, σε μία ζωντανή, δίκαιη και ανθεκτική οικονομία η οποία αξιοποιεί, προστατεύει και χτίζει (μεταφορικά) πάνω στον φυσικό πλούτο της χώρας. Αυτή η αλλαγή όμως δεν γίνεται αντιμετωπίζοντας την κοινωνία ως παρία. Δεν γίνεται με ένα τέτοιο πολυνομοσχέδιο το οποίο εξυπηρετεί τη λανθάνουσα νοοτροπία του χθες και αγνοεί επιδεικτικά το αύριο.
Μέχρι τότε θα γευόμαστε ένα αμάλγαμα σοβαρών επιχειρημάτων συνδυασμένων με ψεκασμένες αντιλήψεις (από το αν υπάρχει η κλιματική αλλαγή μέχρι το αν τελικά δουλεύουν οι ΑΠΕ, τι καλά που είμαστε με τον λιγνίτη και το πετρέλαιο κοκ) και θα συνεχίζονται οι κραυγές και οι ιαχές ένθεν κακείθεν, ενώ οι “επενδυτές” θα περιφέρουν το χαρτάκι της άδειας ως πολύφερνη νύφη αναζητώντας αυτούς που τελικά θα βάλουν τα λεφτά. Μέχρι τότε θα συνεχίσουμε να μετράμε τα ΟΧΙ. Είναι καιρός να αρχίσουμε να συζητάμε τα ΝΑΙ.
Αντί επιλόγου
Με αφορμή την αρνητική εμπειρία από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο (τόσο ως προς τη διαδικασία έγκρισης όσο και ως προς το περιεχόμενο) προκύπτει μία συγκεκριμένη ανάγκη, ιδιαίτερα σημαντική στην περίοδο που διάγουμε (μετά την πανδημία) όπου αναμένεται βροχή νομοθετικών αλλά και χρηματοδοτικών πρωτοβουλιών στο όνομα των προβλεπόμενων οικονομικών επιπτώσεων.
Από εδώ και στο εξής, κάθε σχετική παρέμβαση θα πρέπει να ελέγχεται ως προς τρία βασικά ερωτήματα:
Είναι συμβατή με ένα βιώσιμο μέλλον, με το μέλλον που επιθυμούμε; Μας πηγαίνει ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό ή μας απομακρύνει;
Συμβάλλει στην κοινωνική δικαιοσύνη; Προβλέπει για τους μη έχοντες/ για όλους;
Διασφαλίζει θεμελιώδη δικαιώματά μας;