Είναι δύσκολο να επικαλεστεί κανείς ότι τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν έχουν θετικό πρόσημο. Πρώτα απ’ όλα προϋποθέτει απαξίωση αριθμών και δεικτών που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης καθώς οι διεθνείς οργανισμοί δεν μεροληπτούν.
Δεν μεροληπτούν βέβαια ούτε οι δημοσκοπικές εταιρείες. Και ο πλέον δύσπιστος ψηφοφόρος του Σύριζα γνωρίζει ότι ο Α.Τσίπρας δεν θα περάσει ποτέ τον Μητσοτάκη στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως η αξιωματική αντιπολίτευση αυτό το αντιλαμβάνεται πλήρως μετά τη δεύτερη εκλογική ήττα. Αυτό βέβαια αφορά μικρή μερίδα του ελληνικού λαού αν και η χώρα μόνο να κερδίσει έχει από μια αξιόπιστη αντιπολίτευση.
Η διαχείριση της πανδημίας δεν θα μπορούσε να είναι ελεύθερη παραλείψεων ή και λαθών καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο οι κυβερνήσεις ήρθαν αντιμέτωπες με πρωτόγνωρες συνθήκες που απαιτούσαν αποφάσεις της στιγμής, αλλαγές πλεύσεων και αυτοσχεδιασμούς. Οι απέλπιδες προσπάθειες της επιστήμης να βρει λύσεις συχνά έπεφταν πάνω σε τοίχο και ο εύκολος στόχος ήταν η επίρριψη ευθυνών στην κυβέρνηση. Όλοι γνωρίζουμε όμως ότι ο χειρισμός της κατάστασης από τον κ. Πολάκη θα ήταν απίστευτα χειρότερος.
Η χώρα είδε πρωτοφανή αύξηση του κύρους και της ήπιας ισχύος της. Επέδειξε όμως και φρόνημα αλλά και ικανότητα αποτροπής με τα γεγονότα στον Έβρο, με τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ να εμπνέει εμπιστοσύνη καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Από την άλλη, η Ελληνική Διπλωματία υπήρξε ενεργή και φωνές αμφισβήτησης στα εθνικά θέματα υπολείπονται σοβαρότητας.
Η επιλογή προσώπων είναι αυτή μια διαδικασία της οποίας εγγενές χαρακτηριστικό είναι η μεροληψία αλλά και εδώ παρατηρήθηκε μια προσπάθεια επικράτησης της αριστείας, η οποία στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων απέδωσε.
Ο Μητσοτάκης γνωρίζει ότι κανείς πρωθυπουργός δεν έμεινε στην ιστορία επειδή υπήρξε καλός διαχειριστής. Η πανδημία θα τελειώσει σύντομα και η οικονομία θα μπει σε ανοδική τροχιά.
Η αληθινή πρόκληση έρχεται από την Κύπρο. Η προσπάθεια επιβολής δύο κρατών στην Κύπρο αποτελεί κομμάτι της Τουρκικής Υψηλής Στρατηγικής για πάνω από μισό αιώνα και τελευταία βρίσκεται ψηλά στις επικοινωνιακές κορώνες της Τουρκικής πλευράς ενώ η Τουρκοκυπριακή ηγεσία είναι τώρα περισσότερο παρά ποτέ έρμαιο του Νέο-Οθωμανισμού.
Η ευθύνη της Μητρόπολης είναι τεράστια και κανένα καλοκαίρι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ήσυχο στο Αιγαίο αν δεν είναι ήσυχο και στην Κύπρο. Η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας σαν κρατική οντότητα είναι αυτονόητη επιδίωξη αλλά και θέσφατο του Διεθνούς Δικαίου και των ψηφισμάτων του ΟΗΕ.
Η πορεία της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Ε.Ε δεν μπορεί να μην περνά από τη Λευκωσία. Φαίνεται πως η επόμενη στάση θα είναι τα Βαρώσια.