Το «σκάνδαλο» με την φερόμενα παραποιημένη επιστημονική καριέρα της Ελένης Αντωνιάδου, της βραβευμένης από την Πολιτεία, διά χειρός Κεραμέως, πλέον, που δεν εργάστηκε ποτέ στη NASA και ούτε υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη ερευνήτρια στον τομέα της ιατρικής, αξίζει να μας απασχολήσει, στο πλαίσιο που αναδεικνύει τη ματαιοδοξία μίας ολόκληρης κοινωνίας.
Σε πρώτο επίπεδο, η περίπτωση της Ελένης Αντωνιάδου δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό στην ιστορία των ψευδών πτυχίων και ψευδών αριστούχων που έχουν απασχολήσει την ελληνική επικαιρότητα. Βιογραφικά πληθώρας επιφανών προσωπικοτήτων βρίθουν παραδείγματα φουσκωμένων επιδόσεων. Η ιδιαιτερότητά της υφίσταται μάλλον στον… υπερπόντιο χαρακτήρα του μυθεύματος, καθώς ανάγκασε την αμερικανική υπηρεσία διαστήματος να διαψεύσει την όποια επαγγελματική συνεργασία με την Αντωνιάδου. Απ’ ότι φαίνεται, η στρατηγική της εν λόγω υπερφίαλης «ερευνήτριας» (;) ήταν «όσο πιο χοντρό τόσο πιο πιστευτό».
Όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν τόσο εντυπωσιακά αν δεν λάμβαναν τις διαστάσεις που έλαβαν στη δημόσια σφαίρα εδώ και τέσσερα (!) περίπου χρόνια. Δηλαδή, σαν ήθος, στάση και πορεία ζωής, η Ελένη Αντωνιάδου, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση στη γενιά της. Όλοι μας υπήρξαμε μάρτυρες ή ακόμα και αυτουργοί μίας ψευδούς δημόσιας εικόνας σε κάποιο «ρεπορτάζ», σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο, σε κάποια παρέα, από τη στιγμή που οι πρακτικές της αγοράς και του μάρκετινγκ εποίκησαν τον ιδιωτικό μας βίο.
Το εντυπωσιακό στην προκειμένη, είναι η γύμνια μίας ολόκληρης κοινωνίας, που φάνηκε να μην διαθέτει δικλείδες ανάσχεσης ενός χοντροκομμένου ψεύδους. «Δημοσιογράφοι» που δεν ασχολούνται να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες που διακινούν ούτε κατ’ ελάχιστο, «αρχισυντάκτες» που παροτρύνουν τη προχειρότητα χάριν clickbait, «αναγνώστες» που καταναλώνουν χωρίς κριτική απόσταση ό,τι περνάει κάτω από τον δείκτη του ποντικιού. Και όλοι τους συνεχίζουν να επιδίδονται στον ρόλο που τους αναλογεί στην «κοινωνία της ενημέρωσης». Ουδεμία μετάνοια, ουδένας αναστοχασμός.
Η δε αποκάλυψη της πλάνης ήρθε από τον Κώστα Μπουγιούκο, έναν άνθρωπο που ζει και εργάζεται στο εξωτερικό, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τη δημοσιογραφία, του οποίου όμως το κίνητρο φάνηκε να ήταν περισσότερο πολιτικό, αν κρίνουμε από τον στοχευμένο σχολιασμό του και τον διάλογο που ακολούθησε – στα πλαίσια της σύγκρουσης του αριστερού φάσματος με τη νέα κυβέρνηση και της «απομυθοποίησης του αφηγήματος της αριστείας». Η αναζήτηση της αλήθειας είχε μάλλον, εν τέλει, δευτερεύουσα σημασία σε όλη αυτή την ιστορία.
Τα παραπάνω όσον αφορά τη μορφή. Αξίζει όμως να σταθεί κανείς και στο περιεχόμενο της πλάνης. Τί είναι αυτό που αξιώνει η Ελένη Αντωνιάδου; Τί είναι αυτό που αναζητούν οι αναγνώστες και κατ’ επέκταση οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα; Εδώ, εισερχόμαστε στη παλαιά συμπλεγματική σχέση της ελληνικής οικογένειας με το πανεπιστήμιο. Καταξίωση του γόνου μέσω του πτυχίου και καταξίωση της οικογένειας – του χωριού, της πόλης και του έθνους – μέσω του γόνου. Απεγνωσμένη αναζήτηση ανέλιξης σε μία κοινωνία απελπιστικά ανασφαλή, η οποία γνωρίζει πολύ καλά το πενιχρό ποιόν της ανώτατης εκπαίδευσης που προορίζει στα παιδιά της, έστω και αν προσποιείται το αντίθετο. Άλλωστε, πενιχρό έγινε το ποιόν, προκειμένου να είναι προσβάσιμο σε όλους, εν είδει «εκδημοκρατισμού» – εκδημοκρατισμός όμως, χωρίς αλλαγές στις υφιστάμενες σχέσεις εργασίας, δεν νοείται. Συνεπώς, αφού εδώ όλοι γνωρίζουν πως οι βαθμοί μαγειρεύονται και οι πτυχιακές αγοράζονται, η καταξίωση πρέπει να έρθει πλέον με τη σφραγίδα του εξωτερικού, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν αποτελούν απάτη.
Τα παραπάνω βεβαίως, δεν αποκλείουν την ύπαρξη ιδιοφυούς πνευματικής παραγωγής στην Ελλάδα. Όμως, η πανεπιστημιακή έρευνα δεν γίνεται αποτελεσματική παρά ως συλλογική προσπάθεια μίας ομάδας ερευνητών, σε αλληλεπίδραση με τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας που υπηρετούν. Αυτό παραμένει ζητούμενο στη χώρα μας. Εκεί πάντως έγκειται η αίγλη πολλών ιδρυμάτων του εξωτερικού που εξυμνούνται στην Ελλάδα, και όχι στις επιδόσεις τους να μοιράζουν πτυχία.