Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ), που εν τέλει κατέστρεψε την ισχύ και των δύο πρωταγωνιστών, Σπαρτιατών και Αθηναίων, σημαδεύει την ουσιαστική εξάντληση της πολεοκρατικής φάσης της αρχαίας Ελλάδας και την αναζήτηση μιας νέας κρατικής ενότητας που να υπερβαίνει τις πόλεις-κράτη, και την οποία θα δοκιμάσουν να επιτύχουν, ο καθένας για λογαριασμό του, οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι. Με συνέπεια να εξαντληθούν στον μεταξύ τους αγώνα και να αναδειχθεί το βασίλειο της Μακεδονίας ως η ενοποιητική δύναμη του ελληνικού έθνους.
Η φυλετική και πολεοκρατική συγκρότηση του ελληνικού έθνους, κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, έρχεται σε σύγκρουση με τις ανάγκες μιας ευρύτερης πολιτειακής συγκρότησης. Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι θα παλεύουν μεταξύ τους επί εκατόν πενήντα χρόνια για την πρωτοκαθεδρία και την ενοποίηση της Ελλάδας υπό την ηγεμονία τους.
Εν τέλει, αυτή θα την επιτύχει μια ελληνική δύναμη, που βρισκόταν στην περιφέρεια της κλασικής Ελλάδας, και της οποίας οι πολιτικοί θεσμοί δεν είχαν μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της πόλης-κράτους, αλλά μάλλον προς τη συγκρότηση ενός εδαφικά ευρύτερου κράτους, οι Μακεδόνες. Το τίμημα γι’ αυτή τη μετάβαση ήταν βέβαια υψηλό, η αποδυνάμωση των μορφών άμεσης δημοκρατίας και αυτοδιοίκησης της παλιάς πόλης-κράτους, αλλά ταυτόχρονα ήταν ο μόνος τρόπος για να πάψουν οι Έλληνες να συγκρούονται μεταξύ τους.
Οι Μακεδόνες, επειδή ήταν ίσως οι μόνοι Έλληνες που είχαν λιγότερο αναπτυγμένη την έννοια της τοπικής πολιτειότητας, ήταν και οι καταλληλότεροι για να επιχειρήσουν τη μετάβαση προς μία ευρύτερη κρατική συγκρότηση, η οποία εμπεριείχε μεν τις παλαιότερες κρατικές οντότητες των πόλεων, αλλά με μειωμένες πλέον δικαιοδοσίες. Όμως, αυτή η συνένωση του ελληνικού έθνους υπό τους Μακεδόνες πραγματοποιήθηκε τη στιγμή –ή ίσως και με αυτό το κίνητρο– που επιχειρείται μια χωρίς προηγούμενο επέκταση της Ελλάδας προς τα Ανατολικά. Τη μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ.) θα ακολουθήσει σχεδόν αμέσως η μάχη στον Γρανικό και την Ισσό.
Χαρακτηριστική και αρκούντως διαστρεβλωθείσα είναι η περίπτωση του Ισοκράτη που εκφράζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Ο Ισοκράτης (436 π.Χ.-338 π.Χ.), που έζησε πολύ νέος τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ήταν ένθερμος οπαδός της ενότητας των Ελλήνων, πέρα από τις παλαιές φυλετικές και πολεοκρατικές αντιθέσεις. Αρχικώς, ως Αθηναίος, συμμερίζεται και ενισχύει τις έσχατες απόπειρες των Αθηναίων να ηγεμονεύσουν στην Ελλάδα, και έτσι, το 380 π.Χ., εξεφώνησε τον περιβόητο Πανηγυρικό, στον οποίο καλεί όλους τους Έλληνες να ενωθούν πέρα από φυλετικές προελεύσεις, στον βαθμό μάλιστα που έχουν πλέον αποκτήσει μια κοινή κουλτούρα η οποία έχει διαμορφωθεί καθοριστικά από τους Αθηναίους.
«…τοσοῦτον δ᾽ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾽ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». [Ισοκράτης, Πανηγυρικός (4) 50]
«Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή»[1].
Ο Ισοκράτης εκφωνεί έναν «πανηγυρικό» για τους Αθηναίους που είχαν καταστεί η παιδαγωγός πόλη όλων των Ελλήνων. Ο Ισοκράτης καλεί όλους τους Έλληνες να ενωθούν, με ενοποιητικό στοιχείο όχι πλέον τη φυλετική καταγωγή της κάθε πόλεως και περιοχής αλλά την κοινή κουλτούρα που είχε διαμορφωθεί καθοριστικά από τους Αθηναίους. Έχουμε εισέλθει στη φάση όπου ο ελληνισμός τείνει να συγκροτηθεί σε έθνος πέρα από το φυλετικό και πολεοκρατικό στάδιο.
Εν τέλει δε, μετά την αποτυχία των Αθηναίων να επιτύχουν αυτή την ενότητα, ο Ισοκράτης, για τον οποίο πρωταρχική σημασία είχε πλέον η ενότητα του ελληνικού έθνους, θα συνταχθεί με τους Μακεδόνες, ως τους δυνητικούς φορείς αυτής της ενότητας, εξ ου και ο αντιμακεδόνας αντίπαλός του, Δημοσθένης, θα τον χαρακτηρίσει «προδότη». Ο Ισοκράτης, στον Πανηγυρικό, είχε προσπαθήσει να επιτύχει την ενότητα των Ελλήνων μέσω των Αθηναίων, και όχι βέβαια να αναιρέσει την αντίθεση των Ελλήνων με τους «βαρβάρους». Αντίθετα, ως Έλληνας, καλεί τον Φίλιππο (βλ. Ισοκράτους, «Φίλιππος», 346 π.Χ.) να εκστρατεύσει εναντίον τους, αφού πρώτα ενοποιήσει τους Έλληνες:
«…ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας ὥσπερ ὁρᾷς Λακεδαιμονίους τε πρὸς τοὺς αὑτῶν βασιλέας ἔχοντας τούς θ᾽ἑταίρους τοὺς σοὺς πρὸς σὲ διακειμένους. Ἔστιν δ᾽ οὐ χάλεπον τυχεῖν τούτων, ἢν ἐθελήσῃς κοινὸς ἅπασιν γενέσθαι καὶ παύσῃ ταῖς μὲν τῶν πόλεων οἰκείως ἔχων, πρὸς δὲ τὰς ἀλλοτρίως διακείμενος, ἔτι δ᾽ ἢν τὰ τοιαῦτα προαιρῇ πράττειν ἐξ ὧν τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἔσει πιστὸς, τοῖς δὲ βαρβάροις φοβερός».
{Μετάφραση: «όταν θα έχεις καταφέρει τους Έλληνες να νιώθουν για σένα τα αισθήματα που βλέπεις ότι τρέφουν οι Σπαρτιάτες για τους δικούς τους βασιλιάδες και οι φίλοι οι δικοί σου για σένα τον ίδιο. Και δεν σου είναι δύσκολο να το κατορθώσεις, αρκεί να θελήσεις να είσαι αμερόληπτος μπροστά σ᾽ όλον τον κόσμο, να πάψεις πια να φέρνεσαι σε άλλες πόλεις φιλικά και σε άλλες να δείχνεις έχθρα, και ακόμα να προτιμάς τις πράξεις που στους Έλληνες εμπνέουν εμπιστοσύνη και στους βαρβάρους φόβο. [Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη (1967)].
Προϋπόθεση δε για μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Περσών είναι ακριβώς να σταματήσουν οι Έλληνες να ακολουθούν την (εμφύλια) «τρέλα που τους παιδεύει»:
«… ότι δεῖ τοὺς ὀρθῶς βουλευομένους μὴ πρότερον ἐκφέρειν πρὸς βασιλέα πόλεμον, πρὶν ἂν διαλλάξῃ τις τοὺς Ἕλληνας καὶ παύσῃ τῆς μανίας τῆς νῦν αὐτοῖς ἐνεστώσης», [Μετάφραση: «…ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται ορθά δεν πρέπει να αρχίζουν πόλεμο κατά του βασιλιά, πριν να συμφιλιώσει κάποιος όλους μαζί τους Έλληνες και σταματήσει αυτή την τρέλα που τους παιδεύει τώρα». [Ισοκράτης, «Φίλιππος», ό.π. 88. Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη.]
Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη: