Στο σχολείο ένιωθα μεγάλο θαυμασμό για την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Όπως άλλοι, έτσι κι εγώ άκουγα στις γιορτές της 17 Νοέμβρη τα τραγούδια του Μίκη, τον κατάλογο των νεκρών αντιδικτατορικών αγωνιστών, καθώς και το χαρακτηριστικό σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Έμαθα κι εγώ στο σχολείο, όπως τόσοι άλλοι μαθητές, την ηρωική αντίσταση του φοιτητών, άκουσα το «εδώ Πολυτεχνείο» και θαύμασα την αγάπη του λαού μας για τη δημοκρατία, η οποία ήταν τόσο μεγάλη που κατάφερε να ανατρέψει τους δικτάτορες.
Μεγαλώνοντας όμως άρχισα να αμφισβητώ αυτή την εικόνα που τόσο όμορφα είχα πλάσει μέσα στο μυαλό μου. Πρώτα πρώτα, ανακάλυψα με λύπη ότι η πλειοψηφία των πολιτών έδειξε ανοχή στη χούντα και ζούσε κανονικά τη ζωή της. Τα άρθρα του Ραφαηλίδη και το λογοτεχνικό διήγημα του Μάριου Χάκκα «Το ψαράκι της γυάλας», αποτυπώνουν αυτήν την πραγματικότητα με καυστική ειρωνεία. Στη συνέχεια έμαθα πως κάποιοι από τους πρωτεργάτες του Πολυτεχνείου απέκτησαν αναγνώριση, θέσεις εξουσίας, λεφτά και έκαναν μια καριέρα στην πολιτική. Ύστερα ήρθε το επόμενο χτύπημα: το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη χούντα. Αντίθετα, λειτούργησε ως βολική αφορμή για να πέσει από την εξουσία ο (ήδη αδύναμος) Παπαδόπουλος και να έρθει η σκληρότερη δικτατορία του Ιωαννίδη. Η δικτατορία κατέπεσε μονάχα μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Και δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτά. Στο μνημείο με τα ονόματα νεκρών του Πολυτεχνείου, στο οποίο κάθε χρόνο οι επίσημοι καταθέτουν στεφάνια, μπορεί κανείς να διαβάσει την επιγραφή «Φοιτητές που έδωσαν την ζωή τους για τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944». Το επόμενο που έμαθα είναι ότι η ιστορία ότι το tank μπήκε πολτοποιώντας φοιτητές ήταν απλός μύθος. Τα περισσότερα θύματα του Πολυτεχνείου, προέρχονταν από τις γύρω περιοχές εκείνες τις μέρες (όχι μόνο τη μέρα της 17ης), κάποια μάλιστα δεν είχαν καν ανάμειξη στα επεισόδια αλλά σκοτώθηκαν τυχαία από αδέσποτη σφαίρα ή από χημικά. Πιο συγκεκριμένα, στο επίσημο πόρισμα του εισαγγελέα πρωτοδικών Δημητρίου Τσεβά, που συντάχθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1974, γίνεται λόγος για 15 επισήµως ανακοινωθέντες νεκρούς, 3 πλήρως βεβαιωθέντες και 5 ακόμη «βασίµως προκύπτοντες». Στην εργασία του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη «Πολυτεχνείο ’73: Το ζήτημα των θυμάτων: Νεκροί και τραυματίες» γίνεται λόγος για 24 νεκρούς. Ανάμεσα στον κατάλογο με τα ονόματα, μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έρριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.
Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Άγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974)».
Γίνεται έτσι σαφές ότι κάποιοι από αυτούς σκοτώθηκαν και σε άσχετους χώρους ακόμη και για άσχετους λόγους (πχ αδέσποτη σφαίρα) από το Πολυτεχνείο, ανεξάρτητα από τα όσα γράφουν διάφορα κομματικά έντυπα. Ένας παλιός μου δάσκαλος, που ήταν έφηβος τότε, μου εκμυστηρεύτηκε ότι μια από εκείνες τις μέρες είχαν πάει με φίλους του μέχρι τη Συγγρού, όπου και είδε ελεύθερους σκοπευτές ακροβολισμένους σε ταράτσες. Πιθανολογεί ότι ήταν Αμερικανοί που επεδίωκαν να προκαλέσουν θύματα, με απώτερο στόχο να ανατρέψουν τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Τελευταία έμαθα ότι η περίφημη μπρούτζινη κεφαλή στον περίβολο, είναι του ακαδημαϊκού Νίκου Σβορώνου, ο οποίος δε συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, καθώς εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στο Παρίσι. Είναι μεγάλη μέχρι σήμερα η τάση μας στην επινόηση μύθων σχετικά με τα γεγονότα και τους νεκρούς εκείνες τις μέρες (βλ. υπόθεση Ηλένια Ασημακοπούλου)
Κι όμως, το Πολυτεχνείο υπήρξε. Εκείνη την εποχή έδρασαν ήρωες της δημοκρατίας, οι οποίοι αντιτάθηκαν ευθέως απέναντι στη σκληρή δικτατορία και προέταξαν τα δημοκρατικά ιδεώδη με κίνδυνο της ζωής τους. Τέτοια παραδείγματα είναι πέρα από τον γνωστότερο, Αλέκο Παναγούλη, ο Ανδρέας Λεντάκης και ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος αποτελεί ίσως το μοναδικό πρότυπό μου που βρίσκεται ακόμη στη ζωή σήμερα. Ο ύμνος στη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο ανθρωπισμός και η αδιαπραγμάτευτη αγάπη στην ελευθερία, αυτά είναι τα πραγματικά κληροδοτήματα του Πολυτεχνείου σε μας σήμερα. Τέλος, η αντίσταση στη Χούντα δεν περιορίστηκε στην Αριστερά. Δε θα επικαλεστώ το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα που επιχείρησε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος και το οποίο σήμερα είναι, για πολιτικούς λόγους, σχεδόν λησμονημένο. Ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης και ο συνταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ήταν μονάχα μερικοί από τους γενναίους αντιδικτατορικούς της περιόδου.
Δε γράφω αυτό το άρθρο μονάχα για χάρη της ιστορίας. Υπάρχει ένας σημαντικότερος λόγος. Το Πολυτεχνείο σηματοδοτεί και κάτι παραπάνω: εκεί στηρίχθηκε το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς. Ήταν αυτός ο ιστορικός συνδυασμός αντικομουνιστικής υστερίας και σκληρότατης καταπίεσης από το αυταρχικό κράτος, που είχε μακρά προϊστορία στη χώρα μας, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τη συναισθηματική ταύτιση της ελευθερίας με τις αξίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μεταπολιτευτικά, η Αριστερά έλαβε έναν ιδιαίτερα θετικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο μύθος της Αριστερής υπεροχής. Ξεκαθαρίζω: δεν ισχυρίζομαι ότι επικράτησε ιδεολογικά η Αριστερά, αλλά μια πεποίθηση περί ηθικής υπεροχής των Αριστερών, που εδραζόταν στα συμπλέγματα ενοχής του ελληνικού πληθυσμού και μεταπολιτευτικά μεθερμηνεύτηκε σε έναν λαϊκισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ελληνικός λαός αποτελεί ένα σχεδόν ενιαίο και αθώο θύμα στα χέρια ορισμένων ένοχων ελίτ, (είτε αυτές είναι οι Η.Π.Α. είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε η αστική τάξη κλπ). Με βάση αυτή τη μεθερμηνεία, που στην ουσία αποτελούσε πλήρη διαστρέβλωση των ιδανικών της Αριστεράς, ο μέσος Νεοέλληνας έδινε στον εαυτό του άλλοθι και νομιμοποίηση για κάθε λογής πράξεις: να φοροδιαφεύγει και να καταφεύγει σε κάθε είδους απάτη προκειμένου να γλιτώσει από το «νεοφιλελεύθερο κράτος» (!), να ρίχνει μολότοφ, να τραμπουκίζει και να στιγματίζει οποιονδήποτε δε συμμερίζεται τις περί πολιτικής και κοινωνικής προόδου απόψεις του.
Για να το πω απλούστερα, ο μεταπολιτευτικός μύθος της Αριστεράς, συνίσταται στην εξής ιδέα: «Η Αριστερά είναι καλή και όταν κάνει λάθος. Η Δεξιά είναι κακή ακόμη και όταν πετυχαίνει». Αυτή είναι η υποσυνείδητη θέση που κυριαρχεί μέσα στο μυαλό των Ελλήνων από τη Μεταπολίτευση. Η Αριστερά από τη Μεταπολίτευση είναι εξισωμένη με την πρόοδο, ενώ η Δεξιά με τον «συντηρητισμό» (μια ιδιαίτερα στιγματισμένη έννοια). Ο λόγος; Ενδεχομένως, όπως έλεγε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης σε συνέντευξή του, ήταν οι ενοχές πολλών ανθρώπων για όσα οι ίδιοι δεν έκαναν (ή για όσα έκαναν, θα συμπλήρωνα εγώ), που τους ώθησε να γίνουν τιμητές και υμνητές των πράξεων άλλων, μέσα σε ένα κύμα φραστικού παλικαρισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η Αριστερά, αντί για μια πολιτική τάση να μετατραπεί σ’ ένα είδος μάρτυρα, σε κάτι ιερό και απαραβίαστο που δεν επιδέχεται κριτική. Ακόμη και η ίδια η σάτιρα στην Αριστερά έγινε ταμπού, που επισύρει υποψία φασισμού για όποιον την ασκεί (πχ Χαντζόπουλος, Αρκάς). Δεν είναι λοιπόν τόσο περίεργο που η λέξη «φασισμός» είναι σήμερα παραδεδομένη στην κατάχρηση μιας ατέρμονης διαστολής και μπορεί να περιλαμβάνει εντός της τον Μουσολίνι, τον Μεταξά, τον Τραμπ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ταυτόχρονα!
Οι λέξεις «συντηρητικός», «Δεξιός», «Ακροδεξιός» και ακόμη χειρότερα «νεοφιλελεύθερος», τόσο κακόφημες, μέχρι σήμερα ηχούν ως συνώνυμα, ενώ η λέξη «φασισμός» τις περιλαμβάνει όλες. Αυτή η οπτική, που διατηρούνταν σχεδόν ακλόνητη δεκαετίες ολόκληρες, δέχτηκε το πρώτο σημαντικό πλήγμα της με την τετραετή διακυβέρνηση του «Πρώτη φορά Αριστερά». Αυτή η τετραετής διακυβέρνηση διέλυσε ορισμένες από τις δημοφιλείς μεταπολιτευτικές ψευδαισθήσεις και τελικά υπερκεράστηκε από ένα κόμμα-εκπρόσωπο της Δεξιάς. Ενώ η μέχρι τώρα συμπεριφορά του είναι μάλλον άτολμη και διστακτική (πχ το μεταναστευτικό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα), η λαϊκίστικη εκδοχή της Αριστεράς, πανικόβλητη, άρχισε να εξαπολύει εναλλάξ κατηγορίες για «συντηρητισμό», «Ακροδεξιές» πρακτικές και «νεοφιλελευθερισμό». «Η φετινή Δ.Ε.Θ. μπορεί να είναι ένα συμβολικό σημείο επιστροφής στον δρόμο για την βάση», δήλωνε τον Σεπτέμβριο η γνωστή αναρχική συλλογικότητα «Ρουβίκωνας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι μάλλον είχε κάπως επαναπαυθεί τα τελευταία (τέσσερα;) χρόνια. Μέσα στο τελευταίο δίμηνο έχουμε σχεδόν περισσότερες φοιτητικές καταλήψεις από ολόκληρη την τετραετία 2015-2019 και τα πρόσφατα επεισόδια στην ΑΣΟΕΕ, μαρτυρούν μια έντονη διάθεση πολιτικών ζυμώσεων ανάμεσα στις διάφορες Αριστερές και Ακροαριστερές ομάδες που συγκρούονται με σφοδρότητα όχι μόνο με τη Δεξιά αλλά και μεταξύ τους.
Εικάζω ότι ο στόχος που ενώνει όλες αυτές τις ομάδες, είναι η κοινή και υποσυνείδητη επιθυμία να δημιουργηθούν, ενόψει της 17 Νοέμβρη νέα θύματα-ήρωες, ώστε να αναθερμανθεί ο μύθος της Αριστερής υπεροχής, που έχει αρχίσει να εξασθενεί. Απόδειξη της εξασθένησής του είναι ότι ακόμη και τα γεγονότα της 17 Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο, που αποτελούσαν τη βάση για τον μύθο, πλέον αμφισβητούνται ευθέως από όλο και περισσότερα άτομα. Η εικονοκλαστική διαδικασία είναι γεγονός. Το αληθινά καίριο ερώτημα είναι: τι θα προκύψει από αυτή; Άραγε θα αποκτήσουμε μια καλύτερη επίγνωση του ιστορικού παρελθόντος μας και επομένως μια πιο ορθολογική πολιτική συμπεριφορά; Ή μήπως, υπό την πίεση του μεταναστευτικού ζητήματος, θα ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά του ακροδεξιού λαϊκισμού; Πιστεύω πως θα πρέπει να περιμένουμε για να το μάθουμε.