Διακινείται στο δημόσιο λόγο η άποψη, αλλά και μεταξύ ορισμένων ιστορικών, ότι η Ελλάδα οφείλει την απελευθέρωσή της στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την αποφασιστική ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Εκείνο που υπονοείται, αν δεν δηλώνεται ρητά, είναι ότι η Ελλάδα ήταν ανίκανη να απελευθερωθεί μόνη της, κάτι που μόνο με τη βοήθεια των ξένων μπορούσε να πετύχει.
Ωστόσο για να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να δούμε την εξωτερική βοήθεια στην Ελληνική Επανάσταση όχι μεμονωμένα, αλλά σε σύγκριση με τη βοήθεια που έλαβε η Αμερικανική Επανάσταση, που προηγήθηκε κατά 40 περίπου χρόνια της ελληνικής.
Όταν ο Βρετανός στρατηγός Charles Cornwallis παραδόθηκε μετά την ήττα του στο Yorktown στις 19 Οκτωβρίου 1781, προσποιήθηκε ασθένεια και διέταξε τον υποδιοικητή του να τον αντιπροσωπεύσει στην ταπεινωτική τελετή παράδοσης.
Ο υποδιοικητής κινήθηκε για να παραδώσει το ξίφος του όχι στον Αμερικανό στρατηγό George Washington αλλά στον Γάλλο στρατηγό Jean-Baptiste Rochambeau.
Ωστόσο ένας Γάλλος επιτελής τον απέτρεψε κατευθύνοντάς τον προς τον στρατηγό Washington. Πιθανόν ο Βρετανός να ήθελε να περιφρονήσει τον Washington, παρά ταύτα η κίνησή του εξέφραζε επακριβώς την αντίληψη των Βρετανών, ότι δηλαδή είχαν ηττηθεί από τους Γάλλους και όχι από τους Αμερικανούς επαναστάτες.
Πράγματι, η γενναιόδωρη οικονομική, στρατιωτική και ναυτική υποστήριξη που παρείχε η μοναρχική Γαλλία στην υπό σύσταση αμερικανική δημοκρατία, υπήρξε όχι απλώς σημαντική, αλλά ο πιο αποφασιστικός παράγοντας που εξασφάλισε την αμερικανική ανεξαρτησία.
Μία τέτοια «ανίερη» εκ πρώτης όψεως σύμπραξη, υπήρξε ο θρίαμβος της realpolitik, όπως και τόσες φορές άλλωστε στην ιστορία των διεθνών σχέσεων, επί των ιστορικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών παραγόντων.
Η Γαλλία είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα από τη Βρετανία στον Επταετή Πόλεμο (1756 – 1763) και απώλεσε μεταξύ των άλλων κάθε δυνατότητα ελέγχου επάνω στη Βόρειο Αμερική. Οι λόγοι που υποστήριξε ωστόσο την Αμερικανική Επανάσταση (1775 – 1783) δεν ήταν απλώς εκδικητικοί αλλά είχαν σχέση με την ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη.
Η Γαλλία ήταν πλέον μία ηπειρωτική δύναμη και οι εχθροί της στην Ευρώπη παρέμειναν η Αυστρία και η Πρωσσία.
Η Βρετανία διέθετε τους οικονομικούς πόρους για να καταστήσει επικίνδυνους τους αντιπάλους της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οπότε η Γαλλία έπρεπε να εξασθενίσει τη βρετανική ισχύ.
Οι βάσεις της βρετανικής ισχύος, τα κέντρα βάρους θα λέγαμε σήμερα, όπως είχε αναγνωρίσει από τον προηγούμενο αιώνα ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, βρίσκονταν στις αποικίες και το στόλο της. Η εξέγερση των αποικιών στην Αμερική επομένως, συνιστούσε ευκαιρία για τη Γαλλία ώστε να μειώσει την ισχύ της Βρετανίας.
Άρα υπό αυτή την έννοια ο πόλεμος εναντίον της Βρετανίας ήταν προληπτικός, διότι είχε σκοπό να αποτρέψει μελλοντική καταστροφή της Γαλλίας, από ενδεχόμενη επαναδιευθέτηση της ισορροπίας ισχύος στην Ευρώπη.
Όπως σχολίασε ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Charles Vergennes για την κατάσταση στις αποικίες, οι επαναστάτες «χρειάζονταν πολεμοφόδια, χρήματα και ένα καλό ναυτικό. Εφόσον ανταποκριθούμε στις αιτήσεις τους για βοήθεια, πρέπει να ικανοποιήσουμε αυτές τις τρεις ανάγκες».
Ο Vergennes πρότεινε αρχικά η βοήθεια της Γαλλίας να είναι μυστική, μέχρι να βρει την ευκαιρία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας, ενώ προσπάθησε να πείσει και την Ισπανία να υποστηρίξει τους Αμερικανούς.
Και όντως, η βοήθεια άρχισε πριν ακόμη υπογραφεί η περίφημη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου 1776.
Ήδη από τον Ιούνιο η Γαλλία ενέκρινε δάνειο δύο εκατομμυρίων λιβρών (1λίβρα = 4$ σημερινά), ενώ η Ισπανία χορήγησε άλλο ένα εκατομμύριο λίβρες για τους επαναστάτες.
Με αυτά τα χρήματα αγοράστηκαν, σε πολύ χαμηλές τιμές, διακόσια πυροβόλα, πυρίτιδα καθώς και μουσκέτα, στολές και απαραίτητα εφόδια για στρατό 25.000 ανδρών. Ο οπλισμός και τα εφόδια που έφθασαν στην Αμερική στις αρχές του επομένου έτους, κατέστησαν εφικτή την αμερικανική νίκη στη Saratoga.
Η νίκη στη Saratoga έπεισε τη Γαλλία, που μέχρι τότε δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους επαναστάτες, να συνάψει στις αρχές του 1778 συμμαχία με τους Αμερικανούς.
Η Βρετανία φυσικά κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας τον Μάρτιο του 1778 ενώ η Ισπανία, που υποστήριζε ήδη από την αρχή τους επαναστάτες, μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας με την ελπίδα να επωφεληθεί της συμμαχίας με τη Γαλλία.
Το 1780 μπήκε και η Ολλανδία στη συμμαχία εναντίον της Βρετανίας, οπότε ο πόλεμος που ξεκίνησε ως σύγκρουση για την αμερικανική ανεξαρτησία, περιέλαβε άλλες τρεις χώρες και διεξήχθη σε όλες σχεδόν τις ηπείρους: στη δυτική Μεσόγειο, στον πορθμό της Μάγχης, στην Καραϊβική, στη Βόρειο Αμερική, στην Αφρική και τις Ινδίες.
Οι Γάλλοι με τους Ισπανούς πολιόρκησαν ανεπιτυχώς το Γιβραλτάρ από το 1779 έως το 1783 αλλά οι Ισπανοί κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Μινόρκα από τους Βρετανούς. Πολλές συγκρούσεις έλαβαν χώρα στη θάλασσα χωρίς ωστόσο κάποια πλευρά να πετύχει αποφασιστική νίκη. Ο βρετανικός στόλος ήταν μονίμως απασχολημένος και με την απειλή πιθανής απόβασης στα ίδια τα βρετανικά νησιά.
Χωρίς τον γαλλικό στόλο, το βρετανικό ναυτικό θα είχε αποκλείσει τις βορειοαμερικανικές ακτές, στερώντας από τους επαναστάτες οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια.
Στο χερσαίο μέτωπο οι Ισπανοί προσέβαλαν τους Βρετανούς στην κοιλάδα του Mississippi, στη Florida αλλά και στην Κεντρική Αμερική.
Οι Γάλλοι το 1780, ανησυχώντας από τις ήττες των επαναστατών στο Charleston και στο Camden, έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στη Βόρειο Αμερική δυνάμεως 8.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Rochambeau.
Οι συνδυασμένες αμερικανογαλλικές δυνάμεις το φθινόπωρο του 1781 πολιόρκησαν τις βρετανικές δυνάμεις του Cornwallis στο Yorktown. Ενδεικτικά, στην πολιορκία οι δυνάμεις των Αμερικανών αριθμούσαν 9.150 άνδρες, των Γάλλων 9.000 και των Βρετανών 7.000.
Εφόσον το γαλλικό ναυτικό είχε αποκλείσει το στόμιο του Κόλπου Chesapeake, ο Cornwallis δεν είχε καμία τύχη και παραδόθηκε.Πρόκειται για το Ναυαρίνο των Αμερικανών.
Συνολικά η Γαλλία έστειλε στην Αμερική 61 πολεμικά πλοία με 31.500 ναύτες και 12.700 στρατιώτες, έχοντας απώλειες τελικά πάνω από 5.000 άνδρες. Η γαλλική οικονομική βοήθεια περιλάμβανε 10,5 εκατομμύρια λίβρες δωρεάν χορηγία και 35 περίπου εκατομμύρια λίβρες σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους.
Υπολογίζεται ότι ο πόλεμος με τη Βρετανία κόστισε στη Γαλλία περί το ένα δισεκατομμύριο λίβρες και εκτιμάται ότι είναι ένας από τους λόγους της χρεωκοπίας το 1786, που οδήγησαν στην Επανάσταση το 1789.
Η Ελληνική περίπτωση
Η σύγκριση της εξωτερικής βοήθειας στην Αμερικανική σε σχέση με την αντίστοιχη που έλαβε η Ελληνική Επανάσταση είναι καταθλιπτική.
Για να μην υπάρχει σύγχυση με τα σημερινά δεδομένα, υπενθυμίζεται ότι ο πληθυσμός των 13 αποικιών που επαναστάτησαν δεν υπερέβαινε τότε τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, αριθμός μάλλον μικρότερος από τον ελληνικό πληθυσμό που επαναστάτησε.
Σαφώς η Ελλάδα δεν διέθετε πολιτικούς θεσμούς και στρατιωτική οργάνωση όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο αριθμητικά οι στρατιωτικές δυνάμεις στις δύο επαναστάσεις δεν διέφεραν σημαντικά.
Βεβαίως η Ελληνική Επανάσταση όχι μόνο δεν είχε την υποστήριξη κάποιου ξένου κράτους, αντιθέτως αντιμετώπισε την εχθρότητα ή την αδιαφορία όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Όσες απειλές αντιμετώπιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ο πόλεμος με την Περσία ή η εξέγερση των Δρούζων, ακόμη και η εξέγερση του Αλή Πασά, δεν είχαν σχέση ούτε βεβαίως συντονίστηκαν με τις ελληνικές ενέργειες.
Όσον δε αφορά την οικονομική βοήθεια, τα δύο δάνεια που έλαβε η Ελλάδα 800.000 και δύο εκατομμυρίων λιρών, δεν συγκρίνονται με τη βοήθεια των Αμερικανών.
Ασφαλώς συνέβαλαν οικονομικά και οι φιλελληνικές επιτροπές της Ευρώπης και της Αμερικής, ωστόσο η Ελληνική Επανάσταση χρηματοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο από τους πλούσιους Έλληνες.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827, οσονδήποτε σημαντική για τους Έλληνες και καταστροφική για τους Τουρκοαιγυπτίους, δεν ήταν αποφασιστική για την πορεία των γεγονότων.
Οι Έλληνες με τους αγώνες τους, τις νίκες και τις ήττες τους και με τη διπλωματική τους ικανότητα έφεραν την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο, ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να υποστηρίζουν την ανεξαρτησία τους, χωρίς να έχουν συμφέροντα ανάλογα με αυτά της Γαλλίας στην Αμερική.
Παρά τον κίνδυνο που διέτρεξε η Επανάσταση με την εισβολή του Ιμπραήμ, οι Έλληνες, καταπληκτικοί στη συμφορά κατά τον Pouqueville, ομονόησαν και στις αρχές του 1827 εξέλεξαν τον Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος και όρισαν για πρώτη φορά έναν στρατιωτικό και έναν ναυτικό αρχηγό, Βρετανούς για ευνόητους λόγους.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν υπογράψει ήδη από τον Ιούνιο του 1827 τη Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδος και είχαν ζητήσει από το Σουλτάνο να δεχθεί ανακωχή.
Οι Έλληνες ήταν σε δύσκολη θέση αλλά δεν είχαν ηττηθεί και ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσαν να τεθούν και πάλι υπό τον οθωμανικό ζυγό. Μολονότι η συνθήκη ήταν ασαφής εντούτοις δεν απέκλειε τη χρήση βίας, ήταν όμως υπέρ της χρήσεως της απειλής και αυτές ήταν και οι οδηγίες προς τους ναυάρχους των τριών στόλων που στάλθηκαν στη Μεσόγειο για να ασκηθεί πίεση στον Σουλτάνο.
Αν οι Έλληνες αποδέχονταν την ανακωχή και οι Τουρκοαιγύπτιοι όχι, τότε οι ναύαρχοι έπρεπε να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Αυτές τις οδηγίες οι ναύαρχοι τις ερμήνευσαν με τον δικό τους τρόπο που υπερέβαινε τις επιθυμίες των τριών κυβερνήσεών τους
Εν τέλει για να κερδηθεί ένας πόλεμος απαιτείται η ενορχήστρωση όλων των συντελεστών ισχύος - ο στρατιωτικός είναι μόνο ένας από αυτούς - και δεν μπορεί να παραβλέπονται οι υπόλοιποι.
Αν οι Έλληνες επέδειξαν τέτοια διπλωματική δεινότητα ώστε να πείσουν τρεις Μεγάλες Δυνάμεις να καταναυμαχήσουν τον στόλο του αντιπάλου τους τότε οφείλουμε να τους πιστώσουμε το αποτέλεσμα.
Παραφράζοντας το Sun Tzu, που έλεγε ότι η μεγαλύτερη επιδεξιότητα είναι να κερδίσεις τον αντίπαλο χωρίς πόλεμο, θα λέγαμε ότι απόδειξη ακόμη μεγαλύτερης ικανότητας είναι όταν πείθεις κάποιους άλλους να πολεμήσουν στο πλευρό σου.
Τα γεγονότα ασφαλώς δεν αμφισβητούνται, συνδέονται όμως μεταξύ τους και ερμηνεύονται με το αφήγημα που επιλέγει κάποιος.
Μολονότι ο Benjamin Franklin, ο Αμερικανός αντιπρόσωπος στο Παρίσι σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, δήλωσε ότι ο πατέρας του νεογέννητου κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, δύσκολα μπορεί να βρεθεί σήμερα Αμερικανός που δεν πιστεύει ότι απελευθερώθηκαν με την ένδοξη επανάστασή τους.
Αντιθέτως, υπάρχουν Έλληνες, με έλλειψη αυτοπεποίθησης, που πιστεύουν πως απελευθερωθήκαμε από τους ξένους.