Η Γαλλίδα ηθοποιός Φανί Αρντάν σκηνοθετεί πρώτη φορά όπερα και δη, για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ο λόγος για τη νέα «ιδιαίτερα φιλόδοξη», όπως επισημαίνει η ΕΛΣ, παραγωγή, την όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, που ανεβαίνει για πέντε παραστάσεις, στις 12, 15, 17, 19 και 22 Μαΐου 2019 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής, στο ΚΠΙΣΝ, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου.
Η ΕΛΣ ανέθεσε τη σκηνοθεσία στη Φανί Αρντάν, τη σπουδαία μορφή του γαλλικού σινεμά και θεάτρου, τη σταρ των εξήντα ταινιών, των τριάντα θεατρικών, τη μούσα του Τρυφώ, την πρωταγωνίστρια του Τζεφιρέλλι και του Πολάνσκι, τη μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» με τον Ντεπαρτιέ.
Σημειώνεται ότι, η Αρντάν σκηνοθετεί όπερα μετά τις δύο σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου που έχει υπογράψει στο Θέατρο του Σατλέ στο Παρίσι (τη Βερονίκη του Μεσσαζέ το 2008 και το Passion του Ζόντχαϊμ το 2016).
Φανύ Αρντάν: «Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω»
Σημειώνει η Φανί Αρντάν για το έργο:
«Η Λαίδη Μάκβεθ μάς προτάσσει έναν καθρέφτη. Και κοιταζόμαστε. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα. Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λεσκόφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά είναι επίσης και ένα πρόσωπο πάντοτε παρόν, ακόμα και στη δική μας εποχή, και, όντας προσεκτικοί, μπορούμε να το συναντήσουμε. Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Τρέμω τη στιγμή που θα πέσουν. Καταλαβαίνω ότι προτιμούν να πεθάνουν από το να καταστρέψουν το όνειρό τους. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους. Το να λογοδοτούν αποτελεί μέρος του δικού τους κανόνα του παιχνιδιού. Χαίρομαι που έχουν διατρέξει τη ζωή τους σαν αστέρια σε ένα ηλιακό σύστημα με μαύρο ήλιο. Λατρεύω την ιστορία της Κατερίνας, της Λαίδης Μάκβεθ από την επαρχία του Μτσενσκ. Για μένα είναι σαν μια εικόνα. Την πήρα σαν ένα δώρο που θα ήθελα να σας προσφέρω. Είπα στον εαυτό μου: Δεν έχει σημασία η εποχή, η πολιτική. Δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, το πλαίσιο. Δεν έχουν σημασία οι νόμοι. Θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί που υπακούουν και εκείνοι που διατάζουν, αυτός που ακολουθεί και εκείνος που οδηγεί, αυτός που μπαίνει στη σειρά και εκείνος που την αφήνει έτσι, μια μέρα ή μιαν άλλη, μετά από πολύν καιρό αναμονής της αληθινής και βίαιης χαράς, γιατί το κάλεσμα της ζωής είναι ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, κρατώ τη Λαίδη Μάκβεθ στην περιοχή του Μτσενσκ, στην επαρχία της, στην αυτοκρατορία των τσάρων, στο περιβάλλον της, αυτό των εμπόρων. Η μουσική του Σοστακόβιτς, με ακόμη περισσότερο πλούτο και πιο έντονη αντίθεση από το ίδιο το κείμενο, μας εξιστορεί την περιπλοκότητα της Κατερίνας και των αντιπάλων της, το πώς η μελαγχολία της νικήθηκε από τον θυμό, τη βλασφημία και την πράξη χωρίς επιστροφή, το πώς αυτή η αντιφατική και σκανδαλώδης ηρωίδα μάς κάνει να θέλουμε να ζήσουμε, ακόμα και ως επί το πλείστον με κίνδυνο. Και αφού οι ελληνικές ακτές με καλωσόρισαν, είθε και οι θεοί του Ολύμπου, αν καταδεχτούν να με κοιτάξουν, να με καθοδηγήσουν και να με προστατέψουν».
Η τραγική ιστορία της Κατερίνα Ισμαήλοβα
Βασισμένη σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία.
Ταυτόχρονα, ο Σοστακόβιτς σατιρίζει με οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία.
Η υπόθεση αφορά την Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της. Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται.
Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού.
Η συγκλονιστική διαδρομή της όπερας Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ κρύβει μια από τις πιο δραματικές σελίδες λογοκρισίας αλλά και παγκόσμιας αναγνώρισης στην ιστορία τόσο του λυρικού θεάτρου όσο και της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Το κυνηγητό του Στάλιν στον Σοστακόβιτς
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, τότε Μικρό (Μάλυ) Λυρικό Θέατρο του Λένινγκραντ, στις 22 Ιανουαρίου 1934 και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας.
Το έργο αμέσως έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και στις δύο πόλεις και καταγράφηκε ως ένα μουσικό αριστούργημα. Η σαφής, δίχως περιστροφές αναφορά στο σεξ και η απροκάλυπτη βία προσέδιδαν στην όπερα ρεαλισμό που μέχρι τότε δεν είχε δει το λυρικό θέατρο. Η μουσική γλώσσα του Σοστακόβιτς, άμεση, συμπυκνωμένη, εύστοχη, ήταν επίσης πρωτόγνωρη.
Η εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού ανέδειξε αμέσως την όπερα ως τη σημαντικότερη της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1935, το έργο ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας. Στις 26 Ιανουαρίου 1936 την παράσταση παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου.
Δύο μέρες αργότερα, η εφημερίδα Πράβντα, επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, δημοσίευε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ». Το κείμενο καταδίκαζε τη μουσική της όπερας με χαρακτηρισμούς όπως «φορμαλιστική», «μικροαστική», «τραχιά», «χυδαία» και ήταν ανυπόγραφο – σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι το κείμενο αυτό είχε λάβει την έγκριση του Στάλιν. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, καθώς ο γεμάτος ορμή και σχέδια Σοστακόβιτς, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τριάντα του χρόνια, δεν ολοκλήρωσε καμία άλλη όπερα μέχρι τον θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Σοστακόβιτς επέφερε τροποποιήσεις στην παρτιτούρα. Παρ’ όλα αυτά και πάλι δεν επετράπη η παρουσίαση της όπερας. Το πολυπόθητο πράσινο φως δόθηκε σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα. Στη νέα της μορφή με τον τίτλο Κατερίνα Ισμαήλοβα, η όπερα ανέβηκε τελικά στις 8 Ιανουαρίου 1963 στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι. Σε αυτή τη δεύτερη μορφή ταξίδεψε σε Λονδίνο, Νίκαια, Σαν Φρανσίσκο, Μπρνο, Μιλάνο, Ζάγκρεμπ, Κίεβο, Λειψία, Πράγα, Βιέννη, Νέα Υόρκη, Ελσίνκι, Φλωρεντία και Πόζναν. Συνέχισε να κατακτά τη μία μετά την άλλη τις μουσικές μητροπόλεις του κόσμου μέχρι το 1978, οπότε η αρχική εκδοχή της όπερας αποκαταστάθηκε, παρουσιάστηκε σκηνικά και ηχογραφήθηκε στη Δύση. Αποτέλεσμα ήταν τα λυρικά θέατρα να στραφούν σε αυτή την εκδοχή και η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ να κάνει εκ νέου τον γύρο του κόσμου, ως μια από τις σημαντικότερες όπερες του 20ού αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική της μορφή η όπερα παρουσιάστηκε και πάλι στη Ρωσία μόλις το 1996. Σήμερα το έργο παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχική εκδοχή, επιτρέποντας στο παγκόσμιο ακροατήριο να απολαύσει μουσική εμπνευσμένη, γεμάτη δύναμη και νεύρο.
Ο Σοστακόβιτς ήταν από την αρχή σαφής ως προς την πρόθεσή του να εμφανίσει τη δολοφόνο πρωταγωνίστρια της όπεράς του ως θύμα. Την ίδια στιγμή, στη Λαίδη Μάκβεθ αφήνει πίσω του τα πιο τολμηρά μουσικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προγενέστερή του όπερα Μύτη.
«Προσπάθησα να κάνω τη μουσική γλώσσα της όπερας ακραία απλή και εκφραστική. Η όπερα είναι πρώτα και κύρια μια φωνητική τέχνη και οι τραγουδιστές πρέπει να ασχολούνται με την κύρια υποχρέωσή τους, η οποία είναι να τραγουδούν, όχι να συζητούν, να αγορεύουν ή να απαγγέλλουν», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο συνθέτης. Σημαντικό μέρος της δύναμης της όπερας οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία της μουσικής. Ωμά ρεαλιστική στις σκηνές δράσης, στις ερωτικές σκηνές και κατά τη διάρκεια του φόνου του Ζινόβι, η μουσική είναι έντονα ποιητική μέσα στην αγριότητά της. Το έργο δεν ξεχωρίζει μονάχα για την ωμότητα και τη σκληρότητά του, αλλά είναι εξίσου βαθιά συγκινητικό, όχι μόνο στην τελική σκηνή του, η οποία συνοψίζει αιώνες πόνου και στέρησης στη Ρωσία.
Οι πρωταγωνιστές
Στον ρόλο του τίτλου, η διακεκριμένη Ρωσίδα υψίφωνος, με την ιδιαίτερη φωνητική και σκηνική παρουσία, Σβετλάνα Σοζντάτελεβα, η οποία έχει ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία την Κατερίνα Ισμαήλοβα, μεταξύ άλλων, σε Μόσχα, Όσλο, Ελσίνκι, ενώ έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα, στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, την Μπολόνια, το Μόναχο, την Αγία Πετρούπολη κ.α. To 2020 θα κάνει το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Πύρινο άγγελο του Προκόφιεφ.
Τον ρόλο του Σεργκέι θα ερμηνεύσει ο τενόρος Σεργκέι Σεμισκούρ, σολίστ του θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει ρόλους της ιταλικής όπερας, όλη τη ρωσική σχολή, αλλά και γαλλική όπερα έως και τις όπερες του Γιάνατσεκ. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Γκρέιαμ Βικ, ο Ντμίτρι Τσερνιακόφ κ.ά. και με κορυφαίους αρχιμουσικούς όπως ο Βαλερύ Γκεργκιέφ, ο Φιλίπ Ωγκέν, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο Τζιαναντρέα Νοσέντα κ.ά. Έχει τραγουδήσει στη Μετροπόλιταν, το Κάρνεγκυ Χολ, το Μπάρμπικαν, το Ζάλτσμπουργκ, το Βερολίνο κ.α.
Στον ρόλο του Μπορίς ο διακεκριμένος Έλληνας μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης, ο οποίος, παράλληλα με την καριέρα του στην Ελλάδα, έχει εμφανιστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου, όπως, μεταξύ άλλων, σε Μετροπόλιταν, Λα Μονναί, Σκοτία, Φρανκφούρτη κ.α.
Η «δημιουργική ομάδα» μαζί με την Αρντάν
Η Φανί Αρντάν συστήνει στο ελληνικό κοινό τον Τομπίας Χόαϊζελ στα σκηνικά, τη Μιλένα Κανονέρο και την Πέτρα Ράινχαρτ στα κοστούμια, τον Λούκα Μπιγκάτσι στους φωτισμούς και την κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ στην κινησιολογία.
Τα σκηνικά υπογράφει ο βραβευμένος Γερμανός σκηνογράφος Τομπίας Χοάιζελ. O Χοάιζελ έχει υπογράψει ιδιαιτέρως επιτυχημένες θεατρικές παραγωγές , μεταξύ άλλων, στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, τη Royal Shakespeare Company, το Almeida, το Royal Court, τη Σαουμπύνε του Βερολίνου, το Εθνικό Θέατρο της Αυστρίας, το Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου κ.α. Παράλληλα, διακρίθηκε στο λυρικό θέατρο, σχεδιάζοντας σκηνικά για παραγωγές για τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα Ευρώπης και Αμερικής, όπως, μεταξύ άλλων, την Εθνική Όπερα της Αγγλίας, τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, την Κρατική Όπερα της Βιέννης, την Κρατική Όπερα του Βερολίνου, τη Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, την Όπερα των Παρισίων, το Λισέου της Βαρκελώνης, τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα της Λυόν, το Λα Μονναί των Βρυξελλών αλλά και την Όπερα του Σικάγου, του Σαν Φρανσίσκο και τη New York City Opera.
Τα κοστούμια συνυπογράφουν δύο σπουδαίες ενδυματολόγοι: η πολλάκις βραβευμένη με Όσκαρ Μιλένα Κανονέρο και η Πέτρα Ράινχαρτ, γνωστή για τις συνεργασίες της με τον Ρόμπερτ Κάρσεν.
Η διάσημη ενδυματολόγος Μιλένα Κανονέρο έχει κερδίσει τέσσερα Όσκαρ για τα κοστούμια των ταινιών Μπάρι Λίντον του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, Δρόμοι της φωτιάς του Χιου Χάντσον, Μαρία Αντουανέτα της Σοφίας Κόπολα και Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γουές Άντερσον και έχει υπογράψει κοστούμια για διάσημες ταινίες (μεταξύ άλλων, Κουρδιστό πορτοκάλι, 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, Εξπρές του μεσονυχτίου, Πέρα από την Αφρική κ.ά. Παράλληλα με τον κινηματογράφο, όπου θεωρείται ιδιαιτέρως περιζήτητη και εξαιρετικά επιλεκτική σε συνεργασίες (αυτή την εποχή βρίσκεται στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Γουές Άντερσον), έχει υπογράψει συγκλονιστικά κοστούμια και για σπουδαίες παραγωγές όπερας σε κορυφαία λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, όπως Μετροπόλιταν Όπερα, Όπερα των Παρισίων, Σκάλα του Μιλάνου, Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, Κρατική Όπερα Βιέννης κ.α.
Η Πέτρα Ράινχαρτ είναι Γερμανίδα ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας. Βασική της επιθυμία είναι να μεταφέρει την αφήγηση του έργου μέσα από τα κοστούμια, αλλά και να συμπορεύεται με την επιθυμία του σκηνοθέτη και του δημιουργικού τιμ και να δίνει φωνή σε όλους όσους φορούν τα κοστούμια της: φωνή για να μιλήσουν στους άλλους ρόλους, αλλά και κυρίως στον θεατή. Μετά την πορεία της στη Γερμανία, η Ράινχαρτ έχει παρουσιάσει δουλειές της σε όλη την Ευρώπη, αλλά και την Κίνα. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται πολύ στενά με τον σπουδαίο σκηνοθέτη της όπερας Ρόμπερτ Κάρσεν σε λυρικά θέατρα, όπως η Όπερα της Λωζάννης, η Σκάλα του Μιλάνου, η Οπερά Κομίκ του Παρισιού, η Κόμισε Όπερ του Βερολίνου, το Φεστιβάλ του Μπάντεν Μπάντεν κ.ά.
Για την κινησιολογία της παραγωγής η Αρντάν επέλεξε την κολεκτίβα των Γάλλων καλλιτεχνών (ΛΑ)ΟΡΝΤ (Μαρίν Μπρυττί, Ζονατάν Ντεμπρουέρ, Αρτύρ Αρέλ). Οι (ΛΑ)ΟΡΝΤ δημιουργήθηκαν το 2014 στο Παρίσι και έγιναν γνωστοί για τις χορογραφίες που έκαναν με κοινότητες μη επαγγελματιών μέσω του διαδικτύου. Συνεργάζονται με ανθρώπους στις παρυφές της κυρίαρχης κουλτούρας, χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι ιεραρχίες, όπως με άτομα άνω των 65, τυφλούς, εφήβους κ.ά. Σύμφωνα με το περιοδικό Le Nouvel Observateur, οι (ΛΑ)ΟΡΝΤ κινούνται στον ζωτικό χώρο ανάμεσα στον χορό, τα εικαστικά και την περφόρμανς και εμπνέονται από τα θεάματα, τις ταινίες και τα βιβλία.
Τιμές εισιτηρίων
Εισιτήρια: 15, 20, 35, 40, 50, 55, 60, 90 ευρώ/ Φοιτ., παιδ.: 15 ευρώ / Περιορ. ορατότητας: 10 ευρώ.
Προπώληση εισιτηρίων: Ταμεία της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ – 2130885700 (Καθημερινά 09.00-21.00) & καταστήματα Public & http://tickets.public.gr/