Από τη Δρ. Παναγιώτα Μαραγκού, Υπεύθυνη Περιβαλλοντικού Προγράμματος, WWF Ελλάς
Μία δραματική εικόνα για την κατάσταση του φυσικού μας κόσμου παρουσιάζει ο «Ζωντανός Πλανήτης 2020», η 13η έκδοση της έκθεσης-ορόσημο του WWF που δημοσιεύθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου. Τα νούμερα σοκάρουν, καθώς παγκοσμίως καταγράφεται μείωση 68% κατά μέσο όρο στο μέγεθος πληθυσμών άγριας ζωής από το 1970.
Πρόκειται για μια τάση έντονα πτωτική σε συστηματικό βαθμό. Κάποια είδη ή κάποιοι από τους πληθυσμούς μπορεί να ανακάμπτουν, αλλά συνολικά τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά και το μέλλον δεν προδιαγράφεται ευοίωνο εάν ο κόσμος συνεχίσει «ως έχει».
Σταθερά η κύρια αιτία της μείωσης των πληθυσμών είναι η αλλαγή χρήσεων γης -κυρίως η μετατροπή φυσικών εκτάσεων σε καλλιέργειες- ενώ παράλληλα πολλές από τις θάλασσές μας υποφέρουν από την υπεραλίευση.
Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται να προστεθεί και η κλιματική κρίση, που παρότι αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, σύντομα αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα υποβάθμισης και απώλειας.
Η συρρίκνωση 2/3 κατά μέσο όρο των πληθυσμών άγριας ζωής είναι ενδεικτική για τη γενικότερη υγεία των οικοσυστημάτων. Δεν πρόκειται απλώς για έναν αριθμό. Η βιοποικιλότητα παίζει κεντρικό ρόλο στην παροχή τροφής, υλικών, ενέργειας, φαρμάκων και γενετικών πόρων, ενώ συμβάλλει στη ρύθμιση της ποιότητας του αέρα και του νερού, στη διατήρηση και υγεία του εδάφους, στην αυξημένη προστασία από φυσικές καταστροφές και υποστηρίζει διαδικασίες όπως η επικονίαση.
Τα υγιή οικοσυστήματα με ποικιλία ειδών και υγιείς πληθυσμούς είναι περισσότερο ανθεκτικά στην κλιματική κρίση, ενώ αντίθετα η υποβάθμισή τους επιτείνει το πρόβλημα. Η φύση κινεί τις επιχειρήσεις και παρόλο που εκμεταλλευόμαστε τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία μας, το κάνουμε με τρόπο που διαβρώνει την ικανότητα της φύσης να συνεχίσει να παρέχει αυτές τις ίδιες υπηρεσίες και στο μέλλον.
Σύμφωνα την Έκθεση Παγκόσμιων Κινδύνων 2020 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, οι 5 μεγαλύτερες προκλήσεις για την επόμενη δεκαετία σχετίζονται όλες, για πρώτη φορά, με το περιβάλλον και περιλαμβάνουν την απώλεια βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλαγή. Ενδεχόμενη αποτυχία στην αντιμετώπιση τους θα ενισχύσει τους κινδύνους που σχετίζονται με την υποβάθμιση της φύσης, θα απειλήσει την παγκόσμια διατροφική ασφάλεια και θα κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία τουλάχιστον 479 δισ. δολάρια ετησίως.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ακούμε κάτι παρόμοιο. Διαφορετικά μοντέλα και δείκτες, είτε αφορούν είδη, οικότοπους ή διεργασίες, φτάνουν συστηματικά σε παρόμοια συμπεράσματα. Τα απειλούμενα είδη αυξάνονται, οι φυσικές περιοχές μειώνονται, οι πιέσεις πολλαπλασιάζονται.
Η πανδημία του νέου κορωνοϊού άλλαξε βίαια την πεποίθηση ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε άλλες κοινωνίες, σε μακρινά μέρη όπως η ΝΑ Ασία και η Ν. Αμερική. Γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι οι ίδιες αιτίες που οδηγούν τη βιοποικιλότητα σε κατάρρευση είναι εκείνες που ευνοούν την ανάδυση νέων ζωονόσων και την εξάπλωση πανδημιών όπως αυτή του COVID-19, και απειλούν όχι πια κάποιο εξωτικό είδος σε μια μακρινή χώρα αλλά τη δική μας υγεία και οικονομία. Η απώλεια βιοποικιλότητας δεν είναι ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα. Είναι ένα πρόβλημα αναπτυξιακό, οικονομικό, μια «βόμβα» για τη διεθνή ασφάλεια, καθώς και ένα πρόβλημα ηθικό. Συνολικά, είναι μια κρίση που απειλεί την επιβίωση μας ως ανθρωπότητα.
Στην Ευρώπη, ο «Ζωντανός Πλανήτης 2020» καταγράφει μία σαφώς πτωτική τάση στο μέγεθος πληθυσμών σπονδυλόζωων (24%), αλλά λιγότερο έντονη συγκριτικά με άλλες περιοχές του κόσμου. Αφενός, αυτό συμβαίνει γιατί μεγάλες αλλαγές στις καλύψεις γης στην Ευρώπη συνέβησαν ήδη πολύ πριν το 1970, έτος αναφοράς για τη μελέτη. Αφετέρου, έχουμε συγκεκριμένη περιβαλλοντική πολιτική για τα ύδατα, τον αέρα κλπ, αλλά και το δίκτυο Natura 2000, και γενικότερα ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο θεσμικής προστασίας των ειδών και των οικοτόπων. Αποδεικνύεται έτσι εμπράκτως πως η συστηματική και μακροχρόνια εφαρμογή μέτρων προστασίας φέρνει αποτελέσματα –το βλέπουμε ξεκάθαρα στην περίπτωση εμβληματικών ειδών για τα οποία έχουμε δεδομένα σε βάθος χρόνου, όπως η μεσογειακή φώκια. Ταυτόχρονα, ακόμη και στην ίδια γεωγραφική περιοχή μπορούμε να δούμε πως όταν τα μέτρα δεν είναι στοχευμένα η πτωτική τάση εντείνεται: για παράδειγμα, ο δείκτης για τις πεταλούδες στην Ευρώπη δείχνει μείωση σχεδόν 50%.
Παρόλα αυτά, έχουμε ακόμη την ευκαιρία να αναχαιτίσουμε την απώλεια βιοποικιλότητας και την υποβάθμιση της φύσης. Αυτό μπορεί να γίνει όμως μόνο με επείγουσα ανάληψη δράσης, συνδυάζοντας φιλόδοξες προσπάθειες προστασίας του περιβάλλοντος με τον μετασχηματισμό των σύγχρονων συστημάτων παραγωγής τροφής και των καταναλωτικών μοτίβων.
Για να πετύχει αυτό το εγχείρημα, πρέπει οι κυβερνήσεις παγκοσμίως να ενισχύσουν τις περιβαλλοντικές και κλιματικές δεσμεύσεις τους, συνειδητοποιώντας πόσο αλληλένδετες είναι η κλιματική κρίση και η κρίση απώλειας βιοποικιλότητας. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των εφοδιαστικών αλυσίδων τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της βιώσιμης παραγωγής. Ενώ εμείς ως πολίτες, χρειάζεται να συμβάλλουμε στην προστασία της φύσης μέσα από τη μείωση της σπατάλης και τη στροφή προς βιώσιμες διατροφικές και καταναλωτικές επιλογές.
Εν μέσω της πανδημίας του COVID-19 και με το βλέμμα στη μετα-κορωνοϊό εποχή, τώρα είναι η στιγμή για συντονισμένη δράση, με στόχο όχι απλώς να μετριάσουμε την απώλεια, αλλά να θωρακιστεί η βιοποικιλότητα και να αντιστραφεί η τάση.