Η Φιλική Εταιρεία, η «Πίζα» και το ζήτημα της εξουσίας στην Επανάσταση

Συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις.
Το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας
Το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας
commons wikimedia

Το παρόν κείμενο συντάσσεται εν όψει της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων και εντάσσεται στην προσπάθεια να τεθεί και να κατανοηθεί η Ελληνική Επανάσταση ως πολιτικό γεγονός.

Σε αυτό το πλαίσιο, δίνεται έμφαση στο ζήτημα της εξουσίας και στη σημασία της πολιτικής σύγκρουσης και των διακριτών προσανατολισμών των φορέων της· σύγκρουσης εγγενώς υφιστάμενης πίσω από το κοινό και καθολικό πρόταγμα της ελευθερίας του Γένους.

Η εσωτερική διαμάχη στην Ελληνική Επανάσταση είναι γνωστή, παραδοσιακά και σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας, ως σύγκρουση των πολιτικών με τους στρατιωτικούς ή, δευτερευόντως, των Πελοποννησίων με τους νησιώτες και τους Ρουμελιώτες.

Ακόμα, στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κυριαρχεί η προσέγγιση που εστιάζει στη διάσταση μεταξύ «παραδοσιακών» και «νεωτερικών» κοινωνικών ομάδων και νοοτροπιών (Petropulos, 1985· Ροτζώκος, 1997· Διαμαντούρος, 2002) – ως γενεσιουργό αιτία των πολιτικών ερίδων και των εμφυλίων πολέμων.

Οι παραπάνω προσεγγίσεις αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές της σύνθετης πραγματικότητας των πολιτικών διενέξεων.

Ωστόσο, στο άρθρο αυτό επιχειρείται ένας αναστοχασμός της εσωτερικής σύγκρουσης υπό μία διαφορετική αφετηρία που περιλαμβάνει ιδεολογικές, γεωπολιτικές και νομιμοποιητικές παραμέτρους, πάνω στις οποίες τίθεται το ζήτημα της εξουσίας από το ξεκίνημα του Αγώνα.

Η προβληματική είναι συνδεδεμένη με δύο σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, δεδομένα που εν πολλοίς παραβλέπονται:

Πρώτον, με την ύπαρξη δύο διακριτών πόλων εξουσίας, στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, που είχαν έλθει σε αντιπαράθεση πριν από την έναρξη του Αγώνα·

Δεύτερον, με την εξέλιξη αυτής της αντιπαράθεσης, κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης, και την αιτιώδη σχέση της έκβασής της με τον χαρακτήρα της πολιτειακής συγκρότησης του επαναστατημένου έθνους (προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου 1822).

Η Φιλική Εταιρεία, που ως γνωστόν προετοίμαζε την Επανάσταση, άρχισε να οργανώνεται συστηματικότερα από το 1818 – μετά τη μεταφορά της έδρας της στην Κωνσταντινούπολη – και να εντάσσει σημαντικό μέρος των ελληνικών ελίτ (πολιτικών, εμπορικών, στρατιωτικών, εκκλησιαστικών) στους επαναστατικούς σχεδιασμούς.

Η ίδια προσανατολιζόταν να αναθέσει την ηγεσία της στον Ιωάννη Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, από τα μέσα του 1819, είχε σταλεί στη Ρωσία με προορισμό την Αγία Πετρούπολη και τον Καποδίστρια.

Από την άλλη πλευρά, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος είχαν φτάσει την Πίζα με διαφορά μερικών μηνών (ο πρώτος τον Νοέμβριο του 1819 και ο δεύτερος τον Απρίλιο του 1820).

Η παρουσία των δύο ηγετικών μορφών της Φιλικής Εταιρείας στην πόλη της Ιταλίας σχετίζεται με τις ενέργειες για την προσέλκυση του Καποδίστρια· οι δυο τους πόνταραν στη μεσολάβηση του -διαμένοντος την Πίζα υπό την προστασία του Δούκα της Τοσκάνης- μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, ο οποίος διατηρούσε παραδοσιακές φιλικές σχέσεις με τον Κερκυραίο πολιτικό.

Ταυτόχρονα, οι Φιλικοί ήθελαν να εντάξουν στους επαναστατικούς σχεδιασμούς και να προωθήσουν σε καίριες διοικητικές θέσεις τον Μητροπολίτη και τους ανθρώπους του, δηλαδή τον Ιωάννη Καρατζά και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που είχαν επίσης καταφύγει στην Πίζα – όταν ο πρώτος, όντας ηγεμόνας της Βλαχίας, έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου (1818).

Ο Αναγνωστόπουλος παρέμεινε στην Πίζα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1820, όταν πληροφορήθηκε – ο ίδιος και ο κύκλος του Ιγνάτιου – ότι ο Ξάνθος ανέθεσε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη την ηγεσία της Εταιρείας.

Ο Ιγνάτιος και οι άνθρωποί του δεν ήταν αρνητικοί στο ενδεχόμενο συμμετοχής τους στην οργάνωση της Επανάστασης, με την προϋπόθεση ότι ο Καποδίστριας θα ενέκρινε το εγχείρημα.

Η ανάληψη επομένως της αρχηγίας από τον Υψηλάντη, μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ήταν μία είδηση που έκανε τους ανθρώπους της Πίζας να δυσανασχετήσουν.

Φαίνεται, επιπλέον, ότι προέκριναν τον Ιωάννη Καρατζά ως το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να ηγηθεί, εφόσον ο Καποδίστριας είχε απορρίψει την πρόταση.

Έτσι, ο Αναγνωστόπουλος υιοθετώντας τις απόψεις του «κύκλου της Πίζας» συνέταξε, στα τέλη του 1820, ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης της Φιλικής Εταιρείας με κύρια σημεία τα εξής:

α) την αναβολή της Επανάστασης που είχε προγραμματιστεί για τον Μάρτιο του 1821, με σκοπό την καλύτερη οργάνωσή της·

β) την περιστοίχιση του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας από ένα συμβούλιο στο οποίο θα συμμετείχαν ο Μαυροκορδάτος και ο Ιγνάτιος, με σκοπό τη μείωση των εξουσιών του Υψηλάντη και τον περιορισμό του στη στρατιωτική ηγεσία (Φιλήμων, 1834· Κόκκινος, 1967).

Οι άνθρωποι του Υψηλάντη, ωστόσο, δεν επέτρεψαν να συζητηθεί αυτή η πρόταση, καθώς διέδιδαν προς τον ίδιο ότι ο Αναγνωστόπουλος και ο Τσακάλωφ συμφώνησαν με τον Μαυροκορδάτο και τον Ιγνάτιο να παραχωρήσουν την ηγεσία στον Καρατζά και ότι θα επιχειρήσουν να τον δηλητηριάσουν (Φιλήμων, 1834).

Βάσει των παραπάνω δεδομένων, είναι προφανές ότι ὁ Αναγνωστόπουλος και ο Τσακάλωφ εμπλέχθηκαν σε μία ιστορία αμφισβήτησης της ηγεσίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η οποία σχετιζόταν αφενός με στρατηγικές επιλογές, όπως αυτή του ορισμού του χρόνου έναρξης της επανάστασης, και αφετέρου με την προβολή ενός ανταγωνιστικού προς τον Γενικό Επίτροπο της Φιλικής Εταιρείας πόλου εξουσίας – αυτού των ανθρώπων της Πίζας, του Καρατζά, του Μαυροκορδάτου και του Ιγνάτιου.

Ο «κύκλος της Πίζας» αποτελούνταν από ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω από τον μητροπολίτη Ιγνάτιο (Καρατζάς, Μαυροκορδάτος, Λουριώτης, Πραΐδης, Πολυχρονιάδης κ.α.), οι οποίοι επικοινωνούσαν και μοιράζονταν κοινές σκέψεις, πριν και ιδίως μετά την έναρξη της Επανάστασης.

Η διαφοροποίηση του «κύκλου της Πίζας» με τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας δεν αφορούσε απλώς προσωπικές διαφορές.

Ο Ιγνάτιος αντιπροσώπευε μία συντηρητική πολιτικά τάση και σε καμία περίπτωση δεν ενέκρινε μία επανάσταση που θα εναντιωνόταν στο σύνολο των δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας· δηλαδή μία επανάσταση με στασιαστικό χαρακτήρα κατά της διεθνούς νομιμότητας.

Σημαντική πηγή για το πώς αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι της Πίζας την προοπτική απελευθέρωσης του Γένους αποτελεί το υπόμνημα που συνέταξε ο Μαυροκορδάτος, στις αρχές του 1820, με τίτλο: Coup d’ oeil sur la Turquie (Περί των πραγμάτων της Τουρκίας) (Prokesch von Osten, 1867).

Στο υπόμνημα αυτό – το οποίο τελικά δεν απεστάλη στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως σχεδιαζόταν – ο Μαυροκορδάτος θέτει μία γεωπολιτική πρόταση για τη λύση του ελληνικού ζητήματος.

O Φαναριώτης, στο σημείωμά του, αρχικά εξέθεσε την παρακμή και την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατυπώνοντας την άποψη ότι είναι θέμα χρόνου η Ρωσία να καταλάβει σημαντικό τμήμα των εδαφών της.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα διαταρασσόταν η ισορροπία των Δυνάμεων, πάνω στην οποία στηριζόταν η μετανοπολεόντεια ειρήνη και νομιμότητα (Jarrett, 2013· Vick, 2014) και θα πλήττονταν τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστρίας.

Για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο, ο Μαυροκορδάτος θεωρούσε ότι οι Δυνάμεις θα έπρεπε να τροποποιήσουν την πολιτική τους στο Ανατολικό Ζήτημα και να προβούν σε εδαφικές επιδιορθώσεις στα βόρεια σύνορα της Τουρκίας προς όφελος της ισορροπίας των Δυνάμεων, της ειρήνης και της αποτροπής μίας ρωσο-οθωμανικής σύγκρουσης.

Αν όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί τις αλλαγές, τότε θα ήταν αναγκαία η προώθηση του διαμελισμού της:

«Όσον αφορά την κατεδάφισή του (σ.σ. του τουρκικού κράτους) η οποία θα καθίστατο αναγκαία εάν δεν έμενε καμιά ελπίδα ενίσχυσης του, πιστεύω ότι χωρίζοντας για πάντα τις δύο ηγεμονίες στην αριστερή όχθη του Δούναβη και τη Σερβία για να δοθούν στην Αυστρία και αφήνοντας στη Ρωσία ένα αρκετά σημαντικό μέρος της ασιατικής ακτής στη Μαύρη Θάλασσα, στη δε Αγγλία κάποια σημαντικά νησιά όπως την Κύπρο και την Κρήτη και εγείροντας μια Ελληνική Αυτοκρατορία, αποτελούμενη από το υπόλοιπο της ευρωπαϊκής Τουρκίας και τη Μικρά Ασία, όχι μόνο αυτές οι δυνάμεις θα έβρισκαν εδώ το συμφέρον τους αλλά θα στερέωναν για αρκετό καιρό την ταραγμένη ισορροπία της Ευρώπης» (Θεοδωρίδης, 1998).

Ο Μαυροκορδάτος, σε αυτό το πλαίσιο, προτάσσει τη δημιουργία μίας Ελληνικής Αυτοκρατορίας, η οποία θα αντικαταστήσει την Οθωμανική στον γεωπολιτικό της ρόλο – αυτόν της αποτροπής της ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο.

Η σημασία του υπομνήματος έγκειται στο ότι ο Φαναριώτης, έναν χρόνο πριν από την Επανάσταση και όντας μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, συνδέει την αποκατάσταση του έθνους με την ευρωπαϊκή γεωπολιτική ισορροπία και νομιμότητα.

Παρά το γεγονός ότι το σχέδιο φαντάζει ουτοπικό κατά την εποχή σύνταξής του, αποτελεί μία ένδειξη των ιδεολογικών και γεωπολιτικών κατευθύνσεων που εκπροσωπούσε η «Πίζα» και ο Μαυροκορδάτος, ο βασικός πολιτικός πρωταγωνιστής της Επανάστασης.

Η αντίθεση των παραπάνω σκέψεων με τις κινήσεις και τις βλέψεις του Υψηλάντη τεκμηριώνονται εύκολα, αν λάβει κανείς υπόψη του την επαναστατική προκήρυξη που εξέδωσε ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, στις 24/2/1821, με τίτλο Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, η οποία σηματοδότησε την έναρξη του Αγώνα.

Οι αναφορές στην Κραταιάν Δύναμιν (Ρωσία) που θα υπερασπιστεί τα δίκαιά μας και στην φιλελεύθερη επανάσταση της Ισπανίας – ως παράδειγμα προς μίμηση –προκαλούσαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να θεωρήσουν ότι το ελληνικό κίνημα αποστατεί κατά της ευρωπαϊκής τάξης και ευνομίας.

Από τη μία πλευρά, η επίκληση στη βοήθεια της Ρωσίας εξέθετε τον τσάρο Αλέξανδρο στα υπόλοιπα βασίλεια της Ιεράς Συμμαχίας και, συνακόλουθα, περιόριζε τα όποια περιθώρια – έκδηλης ή άδηλης – επικουρίας του· παράλληλα στρεφόταν κατά της αρχής της ισορροπίας των Δυνάμεων (η οποία στηριζόταν στην αποτροπή της ρωσικής καθόδου στα οθωμανικά εδάφη).

Από την άλλη, το σχόλιο υπέρ της ισπανικής επανάστασης ταύτιζε τον ελληνικό αγώνα με τον καρμποναρισμό και τα ριζοσπαστικά φιλελεύθερα (ιακωβινικά) προτάγματα των επαναστάσεων που εκδηλώνονταν την ίδια στιγμή στην Ευρώπη (Νάπολη, Πεδεμόντιο, Ισπανία).

Η σύγκρουση που λαμβάνει χώρα κατά τον πρώτο, τουλάχιστον, χρόνο του Αγώνα αφορά τους δύο αυτούς πόλους και τους εκπροσώπους τους, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και Δημήτριο Υψηλάντη.

Η αντιπαράθεσή τους δεν ήταν απλώς ζήτημα προσωπικών αντιζηλιών, αλλά αντιπροσώπευε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που ήδη τέθηκαν.

Ο εκάστοτε πόλος προσέγγισε τα ερείσματά του ανάμεσα στους επαναστατημένους.

Ο Δημ. Υψηλάντης, φτάνοντας στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1821 ως πληρεξούσιος του αδελφού του και Γενικού Επιτρόπου της Φιλικής Εταιρείας, ήταν τυπικά ο αρχηγός της Επανάστασης.

Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους προκρίτους της Πελοποννήσου διότι επεδίωκε την εγκαθίδρυση ενός πολιτικού συστήματος που θα συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τις περισσότερες εξουσίες (Δημακόπουλος, 1966).

Στο πλευρό του συσπειρώθηκαν οι Φιλικοί – ακόμα και ο Αναγνωστόπουλος που είχε προσεγγίσει προηγουμένως τον Μαυροκορδάτο και τον Ιγνάτιο – και η στρατιωτική (κολοκοτρωνική) φατρία της Πελοποννήσου, η οποία ωστόσο προωθούσε τις δικές της αξιώσεις που δεν ταυτίζονταν ακριβώς με αυτές του πρίγκιπα.

Από την άλλη μεριά, ο Μαυροκορδάτος, που έφτασε στο Μεσολόγγι στις 20 Ιουλίου, αφού κατάφερε να οργανώσει το σύστημα της Δυτικής Ελλάδας λαμβάνοντας πληρεξούσιο έγγραφο από τον Υψηλάντη, στη συνέχεια συμμάχησε με τους προύχοντες εναντίον του πρίγκιπα.

Η αντιπολίτευση στις επιδιώξεις του Υψηλάντη ήταν προϊόν του «κύκλου της Πίζας» και άλλων σημαντικών Ελλήνων του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Η κριτική εναντίον του πρίγκιπα αφορούσε τα εξής ζητήματα:

α) την ευθύνη του αδερφού του Αλέξανδρου για την αποτυχία του εγχειρήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και για το άκαιρο και απροετοίμαστο ξεκίνημα της Επανάστασης που προκάλεσε καταστροφές,

β) τις άστοχες προκηρύξεις του Αλ. Υψηλάντη που έκαναν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να θεωρούν τους Έλληνες όργανα των Ιακωβίνων της Ευρώπης,

γ) το ότι ο τελευταίος εξαπάτησε τους Έλληνες χρησιμοποιώντας το όνομα της Ρωσίας, την οποία εν τέλει αποξένωσε από το ελληνικό κίνημα.

Η διόρθωση των πραγμάτων – σύμφωνα με τις συμβουλές του Καποδίστρια, του Ιγνατίου, του Πολυχρονιάδη και άλλων Ελλήνων του εξωτερικού, τις οποίες αφουγκράζονταν και ακολουθούσαν ο Μαυροκορδάτος και οι συνεργάτες του στο εσωτερικό – θα μπορούσε να προκύψει με την απόσειση της Φιλικής Εταιρείας και των συμβόλων της από το προσκήνιο του Αγώνα.

Η λέξις Εταιρεία κάμνει τας δυτικάς δυνάμεις να φρίττουν, αποφαίνεται ο Πολυχρονιάδης τον Αύγουστο του 1821, και προτείνει τη σύσταση κεντρικής διοίκησης με εθνικό και όχι εταιρικό χαρακτήρα, που να προκύπτει δηλαδή από εθνοσυνέλευση και όχι από τον πληρεξούσιο της Φιλικής Εταιρείας (Πρωτοψάλτης, 1963).

Ο Μαυροκορδάτος μάλιστα, τον Οκτώβριο, επιτίθεται στον Δημ.Υψηλάντη και τον προτρέπει να εγκαταλείψει τις ιδέες του, διαφορετικά θα βρεθεί απέναντί του:

«Ν′ ἀφήσωμεν τὰ ὀνόματα ἀρχηγῶν καὶ πληρεξουσίων καὶ ἐπιτρόπων· νὰ ὀργανίσωμεν τὴν διοίκησιν ἀπὸ τοὺς ἰδίους ἐντοπίους, τῶν οποίων νὰ γενώμεν ἡμεῖς ὁδηγοί, καθ′ ὅσον δυνάμεθα· νὰ τὴν συγκεντρώσωμεν εἰς ὀλίγας χεῖρας, ἐν ὅσω νὰ προσκαλέσωμεν κανένα ὑποκείμενον, οἷος ὁ πρίγκιψ Εὐγένιος ἤ ὁ κόμης Καποδίστριας, ἤ πᾶς τὶς ἄλλος ἰκανώτερος ἡμῶν· νὰ ἀφήσωμεν ὅλα τὰ ξένα, καὶ νὰ ἐναγκαλισθῶμεν ὅλα τὰ ἐθνικὰ σχήματα· νὰ ἀφήσωμεν, ὄ,τι μᾶς κάμνει ὑπόπτους εἰς τὰς εὐρωπαϊκὰς Δυνάμεις, ὡς μετέχοντας τῶν Ἰακωβινικῶν φρονημάτων» (Φιλήμων, 1859).

Η Αρχή της Φιλικής Εταιρείας τίθεται από τον Μαυροκορδάτο εκτός του νομιμοποιητικού πλαισίου του Αγώνα, καθώς συγκρούεται με τους προσανατολισμούς που ο ίδιος υπηρετεί.

Ο Ελληνικός Αγώνας συγκροτείται και νομιμοποιείται, σε αυτό το διάστημα, στα παραπάνω ιδεολογικά όρια:

Αφήνει έξω από αυτά, από τη μία πλευρά, τον ιακωβινισμό και τον εταιρικό ριζοσπαστισμό (και όσους φέρονται ως φορείς τους) και, από την άλλη, την αυθαιρεσία του οθωμανικού δεσποτισμού.

Επιδιώκει τη σύνδεση με το ευρωπαϊκό μεταναπολεόντειο status quo και απωθεί ό,τι προκαλεί την υποψία των Δυνάμεων προωθώντας τα εθνικά σχήματα.

Η αντίρρηση Μαυροκορδάτου, του Πραΐδη, του Πολυχρονιάδη, του Ιγνατίου, του Καποδίστρια και άλλων Ελλήνων, που είτε παρακολουθούν τις εξελίξεις από την Ευρώπη είτε παρευρίσκονται στους επαναστατημένους τόπους, ως προς το πολιτικό σχέδιο του Υψηλάντη δεν έχει να κάνει με την προσπάθεια συγκέντρωσης της εξουσίας και ενοποίησης των επαναστατικών δυνάμεων που επιχειρείται από τη Φιλική Εταιρεία και τον πρίγκιπα.

Έχει να κάνει με το ζήτημα της ηγεσίας, των προσανατολισμών και του χαρακτήρα της, της θεσμικής της συγκρότησης και της ιδεολογίας της (Θεοδωρίδης, 1998).

Ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι Φιλικοί ηττώνται πολιτικά, κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, επειδή δεν διαθέτουν τα αναγκαία -εσωτερικά και εξωτερικά- ερείσματα νομιμοποίησης της εξουσίας τους. Η πραγματικότητα αυτή μεταστρέφει, σταδιακά, τον συσχετισμό δύναμης εναντίον του πρίγκιπα και αποτελεί τροχοπέδη στην υλοποίηση του κοινωνικο-πολιτικού μετασχηματιστικού του σχεδίου.

Αποφασιστικό ρόλο στην πολιτική περιθωριοποίηση των Φιλικών διαδραμάτισε ο κύκλος του μητροπολίτη Ιγνατίου, του οποίου πολιτικός εκφραστής στην Επανάσταση ήταν ο Μαυροκορδάτος.

Ο παραγκωνισμός της Φιλικής Εταιρείας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτική συγκρότηση των επαναστατημένων.

Το προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου (1822) δεν ήταν πανάκεια ούτε προκαθορισμένος αυτοσκοπός μιας «φιλελεύθερης επανάστασης», αλλά αποτέλεσμα της αδυναμίας του πληρεξούσιου της Φιλικής Εταιρείας να επιβάλει ένα συγκεντρωτικό σύστημα με ισχυρή μονοπρόσωπη εξουσία.

Το βασικό χαρακτηριστικό του προσωρινού (και δημοκρατικού) πολιτεύματος ήταν ο πολυαρχικός του χαρακτήρας (Σαρίπολος, 1907· Βακαλόπουλος, 1982), πράγμα που εξυπηρετούσε την πολιτική συμμαχία των «εκσυγχρονιστών» και των («παραδοσιακών») προκρίτων των επαρχιών.

Αν μπορεί να βγει κάποιο συμπέρασμα από τα παραπάνω, είναι πως το ζήτημα της εξουσίας στην ελληνική επανάσταση, από τις αρχές της μέχρι και τη δολοφονία του Καποδίστρια (ή και αργότερα), δεν είναι εύκολο ούτε ακριβές να τεθεί με βάση τις βεβαιότητες και τα παγιωμένα σχήματα των σύγχρονων ιδεολογικών στερεοτύπων.

Δημοφιλή