Όπως όλοι οι κλειστοί χώροι πολιτιστικών εκδηλώσεων (έστω και με το 65% της χωρητικότητας τους, σύμφωνα με τους κανονισμούς για τον κόβιντ) η Εθνική Λυρική Σκηνή άνοιξε και πάλι τις πόρτες της για το κοινό με μιαν εντυπωσιακή σε σύλληψη και εκτέλεση παραγωγή για την ερμηνεύτρια – σύμβολο του λυρικού θεάτρου, την τεράστια Μαρία Κάλλας. Μια παράσταση που σε κάνει όντως να αναρωτιέσαι ποια θα ήταν η γνώμη της ίδιας της Κάλλας αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να την παρακολουθήσει…
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς λοιπόν ήρθε στην ΕΛΣ για να παρουσιάσει, σε συνεργασία με τις Οπερες της Βαυαρίας, του Βερολίνου, του Παρισιού και το Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης, στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος για μόλις πέντε παραστάσεις (οι τελευταίες είναι σήμερα και αύριο, Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου) το «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», μία performance δικής της σύλληψης, σκηνοθεσίας και σκηνικών και με πρωταγωνίστρια την ίδια στην οποία προσπαθεί να δει ένα τουλάχιστον τμήμα της ζωής – αλλά και του θανάτου – της αληθινής γυναίκας που βρισκόταν πίσω από τον απολύτως δικαιολογημένο μύθο της Μαρίας Κάλλας.
Η Σέρβα (γεννήθηκε στο Βελιγράδι όταν ήταν ακόμα η πρωτεύουσα της ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας) αλλά εγκατεστημένη εδώ και δεκαετίες στη Νέα Υόρκη Μαρίνα Αμπράμοβιτς αναμφίβολα είναι η κορυφαία διεθνώς προσωπικότητα στον χώρο των εικαστικών του τέλους του εικοστού αλλά και της αρχής του εικοστού πρώτου αιώνα με αναρίθμητες βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις και διδασκαλία του αντικειμένου της σε κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Δικαιολογημένα αποκαλεί τον εαυτό της «γιαγιά της performance art» καθώς πολύ σύντομα βγήκε από το τυπικό πλαίσιο των εικαστικών και προχώρησε σε πολυμεσικές παραστάσεις στις οποίες όχι απλά συμμετέχει αλλά κεντρικό στοιχεί τους είναι η ίδια.
Εκτός από αυτές που πάντα προσελκύουν το διεθνές ενδιαφέρον, οπουδήποτε κα αν πραγματοποιούνται, έχει επίσης συμμετάσχει σε θεατρικές παραστάσεις (σε κάποιες εκ των οποίων ήταν και συνδημιουργός) και εμφανιστεί σε κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ με θέμα την τέχνη.
Τέλος με την ίδρυση του Marina Abramović Institute το οποία αναπτύσσει μια μεγάλη γκάμα πρωτοβουλιών και δράσεων σε όλο τον κόσμο προσπαθεί να διαδώσει το όραμα της για την τέχνη, να στηρίξει με διάφορους τρόπους τους συνεχιστές του και να ενθαρρύνει την ποικιλότροπη μεταξύ τους εξ αποστάσεως – δηλαδή διαδικτυακά – συνεργασία.
Όπως και οτιδήποτε άλλο έχει κάνει η Αμπράμοβιτς η παραγωγή αυτή είναι εξαιρετικά μελετημένη και φροντισμένη ξεκινώντας από τους συνεργάτες/ιδες της καθώς η ίδια η έννοια της σύμπραξης είναι κεντρικό στοιχείο όλου του έργου της.
Η εκλεκτή και αληθινά διεθνής ομάδα των συντελεστών/ιών περιλαμβάνει πριν από όλα την Αμερικανίδα τυπικά χορογράφο αλλά εδώ κα πολλά χρόνια κυριότερη συνεργάτιδα της και πλέον «δεξί χέρι» της Λένζι Πάιζινγκερ, έναν Νορβηγό σεναριογράφο σε συνεργασία φυσικά μαζί της, έναν Σέρβο συνθέτη και έναν Σουηδοσέρβο υπεύθυνο του ηχητικού σχεδιασμού, έναν Αμερικανοϊσραηλινό μαέστρο, έναν Αμερικανοαυστραλό σκηνοθέτη βίντεο, έναν Γερμανό υπεύθυνο των φωτισμών και έναν Καναδό αλλά πολιτογραφημένο Αγγλο αντίστοιχα για τα οπτικά εφέ και έναν διάσημο Ιταλό σχεδιαστή να υπογράφει τα κουστούμια ενώ, τελευταίος αλλά κάθε άλλο παρά έσχατος, δίπλα στην Αμπράμοβιτς εμφανίζεται (μόνο στο βιντεοσκοπημένο μέρος) ο σπουδαίος Αμερικανός ηθοποιός Ουίλεμ Νταφόε.
Η Μαρία
Βάση της performance και ταυτόχρονα σε πολύ μεγάλο βαθμό πηγή έμπνευσης της είναι επτά εμβληματικοί γυναικείοι ρόλοι από ισάριθμες όπερες των Μπελίνι, Μπιζέ, Ντονιτσέτι, Πουτσίνι και Βέρντι με κοινό στοιχείο τους ότι οι ηρωίδες πεθαίνουν (με διαφορετικό και τις περισσότερες φορές βίαιο τρόπο) στο φινάλε και τους οποίους είχε φυσικά ερμηνεύσει, στη σκηνή ή στο στούντιο, η Μαρία Κάλλας. Αυτοί είναι οι «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας».
Η δομή της περιλαμβάνει δύο μέρη, πράξεις θα λέγαμε αν ήταν όπερα. Στο πρώτο που είναι πολύ μεγαλύτερο σε διάρκεια τον πρώτο λόγο έχει η βίντεο προβολή με την Αμπράμοβιτς ως Κάλλας ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, το νεκρικό της τελευταίας προφανώς, ενώ ακούγεται να αφηγείται μιαν αφαιρετική πρόζα σε voice over.
Το μοναδικό αληθινά ζωντανό στοιχείο αυτού του μέρους είναι οι εμφανίσεις των μονωδών Μαριλένας Στριφτόμπολα, Ελένης Καλένος, Έλενας Κελεσίδη, Άννας Στυλιανάκη, Χρυσάνθης Σπιτάδη, Βασιλικής Καραγιάννη και Τσέλια Κοστέα που ερμηνεύουν – όλες άψογα, οφείλω να το υπογραμμίσω – αντίστοιχα τις καταληκτικές άριες της Βιολέττας Βαλερί από την «Τραβιάτα» του Βέρντι, της Φλόρια Τόσκα από την ομότιτλη όπερα του Πουτσίνι, της Δυσδαιμόνας από το «Οθέλος» του Βέρντι, της Τσο-Τσο-Σαν από το «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, της Κάρμεν από την ομότιτλη όπερα του Μπιζέ, της Λουτσία Άστον από το «Λουτσία ντι Λάμερμουρ» του Ντονιτσέτι και τέλος της Νόρμα από την ομότιτλη όπερα του Μπελίνι.
Στο πολύ πιο σύντομο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε σε έναν πραγματικό χώρο, το διαμέρισμα της Μαρίας Κάλλας στο Παρίσι όπου (έχοντας προηγηθεί μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας το ’69) άφησε το 1977 την τελευταία της πνοή εξαιτίας εμφράγματος του μυοκαρδίου πριν καν συμπληρώσει τα πενήντα τέσσερα χρόνια της και ενώ είχε ήδη αποχωρήσει οριστικά από αυτό που ήταν πιο σημαντικό ίσως και από την ζωή της, το λυρικό τραγούδι και θέατρο, τρία χρόνια νωρίτερα.
Το μέρος αυτό διαδραματίζεται ζωντανά στη σκηνή με την Αμπράμοβιτς πλέον να υποδύεται κανονικά την ντίβα και τελειώνει βέβαια με τον θάνατο της Κάλλας υπό τον ήχο πλέον, τι άλλου, της ίδιας της φωνής της που ερμηνεύει καθηλωτικά την «Casta diva» από την «Νόρμα» του Μπελίνι η οποία, με ένα ευφυές μα και όμορφο εύρημα, διακόπτεται απότομα την στιγμή του θανάτου/αυλαίας.
Η Μαρίνα
Το πρώτο μέρος είναι απλά ένας θρίαμβος της τέχνης, δίχως κανένα προσδιορισμό ή χαρακτηρισμό, της Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Τοποθετημένο σε μιαν ονειρική/υπερβατική διάσταση ουσιαστικά αποτελείται από πετά, όσοι και οι ρόλοι/θάνατοι, ταινίες μικρού μήκους με τον Γουίλεμ Νταφόε να λειτουργεί ως ανδρικό «αντίπαλο δέος»/»αντίβαρο» της Κάλλας Αμπράμοβιτς (αν και στην τελευταία ταινία, αυτήν που αναφέρεται στη «Νόρμα» του Μπελίνι η οποία είναι η μόνη από τις επτά όπερες η οποία τελειώνει με κοινό θάνατο ήρωα και ηρωίδας και όχι μόνο της δεύτερης και ίσως ακριβώς για αυτό οι ρόλοι αντιστρέφονται με τον Νταφόε να αποκτά γυναικεία χαρακτηριστικά και την ίδια ανδρικά) και την υποβλητική φωνή της να απαγγέλει σποραδικά αινιγματικές ή διφορούμενες φράσεις με θέμα τους τον θάνατο.
Πάνω από όλα όμως το μέρος αυτό είναι ένα συναρπαστικό εικαστικό/οπτικό ντελίριο με τα εκπληκτικά σκηνικά της Αμπράμοβιτς, με την υποστήριξη των κουστουμιών του Ρικάρντο Τίσι, των φωτισμών του Ουρς Σαίνεμπαουμ και των εφέ του Μάρκο Μπραμπίλα και χάρη βέβαια στην εμπνευσμένη κινηματογράφηση του Ναμπίλ Ελντερκίν, στην κυριολεξία να απογειώνονται συναποτελώντας με τα υπόλοιπα ένα μοναδικό θέαμα.
Το ότι όμως το οπτικό στοιχείο υπερτερεί σε αυτό το μέρος δεν σημαίνει ότι υστερεί και το ηχητικό, δηλαδή το μουσικό. Η μουσική του Μάρκο Νικοντίεβιτς λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα από τις επτά άριες που ερμηνεύουν οι μονωδοί και στην διάρκεια των οποίων βέβαια είναι οι μόνες στιγμές κατά τις οποίες δεν ακούγεται.
Μπορεί μεν σε αυτήν ειδικά την περίπτωση να γράφει για ορχήστρα αλλά εμπνέεται πολύ περισσότερο από το techno και συνολικά την electronica, κάτι που φαίνεται ακόμα πιο πολύ στο σύντομο «διάλειμμα» ανάμεσα στα δύο μέρη οπότε μετατρέπεται σε ένα «όργιο» κρουστών και αναδεικνύεται και με το παραπάνω από το πολύ «δυναμικό» sound design του Λούκα Κοζλοβάτσκι.
Το κατά πολύ συντομότερο του πρώτου δεύτερο μέρος είναι πολύ πιο κοντά σε μια τυπική θεατρική παράσταση. Η πρωτότυπη μουσική, τα αληθινά πλέον και όχι υπό μιαν έννοια virtual σκηνικά της Αμπράμοβιτς, τα κουστούμια και οι φωτισμοί είναι και πάλι παρόντα και εξίσου υψηλού επιπέδου αλλά αυτή τη φορά η Αμπράμοβιτς δεν πρέπει να «αναπαραστήσει» αλλά να υποδυθεί την Κάλλας και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω εδώ ότι – αντίθετα ίσως με το τι πιστεύει η ίδια – ούτε ήταν ούτε θα γίνει ποτέ ηθοποιός.
Πάντως σε αμφότερα τα μέρη ο Γιοέλ Γκαμζού διηύθυνε υποδειγματικά, με γνώση και μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες, τόσο της πρωτότυπης μουσικής όσο και των αποσπασμάτων από τις όπερες, την ορχήστρα και την χορωδία της ΕΛΣ. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα συμβεί στις δύο τελευταίες παραστάσεις στις οποίες τη θέση του θα πάρει ο Στάθης Σούλης καθώς είναι ένας από τους καλύτερους νέους μαέστρους που διαθέτει η χώρα μας.
Να είσαι ο εαυτός σου ή να τον υπερβαίνεις;
Το ταλέντο της Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι απίστευτα μεγάλο, πραγματικά αστείρευτο ενώ ταυτόχρονα είναι ένας ευφυέστατος και ιδιαίτερα ευρυμαθής άνθρωπος. Από αισθητικής πλευράς και σε όλα τα επίπεδα του το «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» βαθμολογείται με περισσότερο και από άριστα ενώ, από πλευράς, περιεχομένου, οι φιλοσοφικές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του σεναρίου του Πέτερ Σκάβλαν (με τη συνεργασία όπως προανέφερα της Αμπράμοβιτς) οι οποίες έχουν κυρίως να κάνουν με την φθαρτότητα του σώματος, την θνητότητα, το εφήμερο της ύπαρξης, την έκφραση και ιδίως μέσω της τέχνης αλλά και την εσωτερική ουσία της ελευθερίας είναι αρκετά πρωτότυπες και όντως ενδιαφέρουσες, άλλωστε η δημιουργός ασχολείται μόνιμα με όλα αυτά τα θέματα και αποτελούν κεντρική παράμετρο του έργου της.
Μια εξαιρετικά σύνθετη και πολυεπίπεδη πολυμεσική performance λοιπόν και εδώ δεν μπορείς να μην κάνεις αυθόρμητα την σύγκριση με την τέχνη της Μαρίας Κάλλας (έστω και στη μοναδική άρια που ακούγεται με την δική της φωνή) και να διαπιστώσεις πόσο απλή και λιτή ήταν αυτή, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που εκφραζόταν.
Στη συνέχεια έρχεται η ίδια η Αμπράμοβιτς που, χωρίς φυσικά να μην αναγνωρίζει απόλυτα και να μην συγκινείται επίσης από την κορυφαία σοπράνο όλων των εποχών, στο σημείωμα της ομολογεί – ίσως δίχως καν να το συνειδητοποιεί – ότι πολύ περισσότερο από την ερμηνεύτρια Μαρία Κάλλας την ελκύει η προσωπικότητα της γυναίκας η οποία βρισκόταν πίσω από αυτήν, εκείνη ήταν που ήθελε να προσεγγίσει, να κατανοήσει και να αναδείξει, αν όχι και να αποκαλύψει. Το κατόρθωσε όμως;
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς πριν και πάνω από όλα, είναι εικαστικός, όχι απλά το εκφραστικό μέσο της αλλά ο κόσμος της είναι η εικόνα. Και εδώ τίθεται ένα μεγάλο και καίριο ερώτημα, κατά πόσον είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να κατανοήσει και να προσεγγίσει έναν άλλο που ο δικός του κόσμος ήταν ο ήχος, το τραγούδι και η μουσική;
Ολο το έργο της Αμπράμοβιτς χαρακτηρίζεται από μια πολύ έντονη δραματικότητα η οποία κάποιες φορές φτάνει να θεωρείται από κάποιους/ες υπέρμετρη ή και απλά υπερβολική. Ίσως αυτό να οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν είναι ηθοποιός και έτσι δεν γνωρίζει πού, σε ποιο βαθμό και πώς πρέπει να δώσει το δραματικό στοιχείο.
Η Μαρία Κάλλας όμως, εκτός από απλησίαστη ακόμα και σήμερα για όλες τις υπόλοιπες ερμηνεύτρια, διέθετε και εξαιρετικά σπάνιες για μιαν υψίφωνο υποκριτικές ικανότητες, άλλωστε και τυπικά ανήκε στην κατηγορία των δραματικών σοπράνο.
Αυτές οι δυνατότητες ήταν που χρωμάτιζαν τις ερμηνείες της με αυτήν την αληθινά συγκλονιστική δραματικότητα, δεν είναι συμπτωματικό επίσης ότι είχε πρωταγωνιστήσει ως ηθοποιός και μόνο σε ταινία η οποία μάλιστα ήταν η μεταφορά στον κινηματογράφο της τραγωδίας του Ευριπίδη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Πιέρ Πάολο Παζολίνι (ανεξάρτητα ότι δεν είχε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία).
Ένα δεύτερο ερώτημα λοιπόν είναι το αν κάποια που στερείται υποκριτικών ικανοτήτων μπορεί να προσεγγίσει και ακόμα περισσότερο να αποδώσει μα τόσο μεγάλη ηθοποιό…
Καθώς όμως παρακολουθείς την παράσταση κάνεις μία σκέψη που σχεδόν σε αφήνει άναυδο, συνειδητοποιείς δηλαδή ότι η γυναίκα που βλέπεις στη σκηνή σε περίπου δύο μήνες θα συμπληρώσει τα εβδομήντα πέντε χρόνια της ενώ φαίνεται τουλάχιστον μια εικοσαετία νεότερη! Φυσικά αυτό οφείλεται και στο μακιγιάζ και τους φωτισμούς αλλά έχοντας δει πρόσφατες φωτογραφίες της Αμπράμοβιτς εκτός σκηνής και performance, σχεδόν από την καθημερινότητα της, μπορώ να πω μετά βεβαιότητας ότι αιτία του πάνω από όλα είναι η αγάπη της για την ζωή, για αυτό που κάνει αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό της.
Εχοντας κάνει αυτή την σκέψη δεν μπορείς να μη δεις το φινάλε και κυρίως το δικαίως αποθεωτικό χειροκρότημα που ακολούθησε από το κοινό της κατάμεστης (με τα νέα δεδομένα) κεντρικής σκηνής της ΕΛΣ από μια άλλη οπτική γωνία.
Ηδη απαστράπτουσα μέσα στην χρυσή τουαλέτα της η Αμπράμοβιτς έλαμπε όλο και περισσότερο όσο το χειροκρότημα συνεχιζόταν και γινόταν πιο έντονο ώσπου οι υποκλίσεις και οι ευχαριστίες στον κόσμο μετατράπηκαν σε ένα άνοιγμα των χεριών που δεν ήταν τίποτα άλλο από μιαν έκφραση μεγαλείου ενώ το χαμόγελο και γενικά το πρόσωπο της έδειχναν την ηδονή την οποία κυριολεκτικά αισθανόταν εκείνη την στιγμή.
Τότε αντίστοιχα δεν μπορείς να μη θυμηθείς την Μαρία Κάλλας στις πάρα πολλές ανάλογες αποθεωτικές στιγμές που είχε βιώσει. Προφανώς και την ικανοποιούσε το χειροκρότημα του κοινού και το ευχαριστούσε ειλικρινά για αυτό αλλά σχεδόν πάντα υπήρχε στο πρόσωπο της ένα λίγο αμήχανο χαμόγελο. Όχι από υπερβολική σεμνότητα αλλά επειδή εκείνη είχε κάνει αυτό που όφειλε να κάνει, να ερμηνεύσει τέλεια για μιαν ακόμα φορά έναν ρόλο. Όλα τα υπόλοιπα ήταν συμπληρωματικά και τελικά δεν είχαν και τόση σημασία. Ισως και κάπου να ένιωθε ότι δεν χρειαζόταν και δεν θα έπρεπε να είναι πια στη σκηνή, το έργο της, το μοναδικό έργο της, είχε πλέον ολοκληρωθεί...
Και σε αυτό το σημείο αρχίζει να σου αποκαλύπτεται σιγά – σιγά η αλήθεια. Αν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ξεκίνησε τις performances της έχοντας σαν κύριο εκφραστικό μέσα της το σώμα της πλέον αυτό, η προσωπικότητα της, το είναι της, ο εαυτός της είναι το έργο της.
Είναι μια απόλυτα, στο έπακρο, ναρκισιστική προσωπικότητα που έκανε με έναν πραγματικά ιδιοφυή τρόπο αυτό το στοιχείο της επίκεντρο και τελικά μοναδικό περιεχόμενο του έργου της. Για οποιονδήποτε/οποιανδήποτε άλλο/η αυτό θα ήταν όχι απλά ενοχλητικό αλλά απαράδεκτο το τεράστιο όμως ταλέντο αυτής της μοναδικής από κάθε πλευράς δημιουργού σε υποχρεώνει όχι μόνο να το αποδεχτείς αλλά ακόμα και να υποκλιθείς στο ότι το έχει καταφέρει.
Εκείνη είναι που κυριολεκτικά φλέγεται, γίνεται παρανάλωμα σε όλη την διάρκεια της παράστασης και ας το κάνει στο όνομα της Μαρίας Κάλλας και «επενδυμένη» την προσωπικότητα της. Για αυτό επίσης ενώ είχε στη διάθεση της έναν ηθοποιό του μεγέθους του Γουίλεμ Νταφόε τον περιόρισε σε βωβό πρόσωπο, μη αξιοποιώντας τον καν με voice over όπως το δικό της. Το σύμπαν του έργου της έχει ως μοναδικό ήλιο την ίδια…
Ακριβώς για αυτό όμως είναι ακόμα πιο κραυγαλέα η αντίθεση με την Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου (αυτό ήταν το πλήρες πραγματικό όνομα της γεννημένης στη Νέα Υόρκη και όχι στην Αθήνα όπου μεγάλωσε Μαρίας Κάλλας) που κρατούσε τον για πολλούς λόγους σπαραγμό της βασανισμένης ζωής της – που ήταν άλλωστε και η αιτία να τελειώσει αυτή τόσο πρόωρα – μόνο για τον εαυτό της και άφηνε ελάχιστα ψήγματα από αυτόν, όσα και όποια ήθελε, να βγουν διακριτικά στη σκηνή μέσα από κάποιες «ρωγμές» των ρόλων της. Τόσο διακριτικά ώστε μάλλον μόνον η ίδια μπορούσε να τα διακρίνει…
Το «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» είναι μια υπέροχη, καταπληκτική παράσταση και όσοι/ες το είδαμε ή θα το δούμε είμαστε πραγματικά τυχεροί/ές.
Όμως το αντικείμενο της, η Μαρία Κάλλας, δεν είναι απλά απούσα από αυτήν αλλά σε ολόκληρη την διάρκεια της παραμένει μια άψυχη, λιγότερο και από τυπική, αναφορά. Θα μπορούσε να είναι η ίδια ακριβώς παράσταση, με την ίδια δομή, περιλαμβάνοντας ακόμα και τις επτά άριες και να έχει οποιονδήποτε άλλον τίτλο, για παράδειγμα «Η ζωή και ο θάνατος της Μαρίνα Αμπράμοβιτς». Τίτλο που διόλου συμπτωματικά είχε μια performance της - σε συνεργασία με τον πρωτοπόρο Αμερικανό σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουίλσον και με συμπρωταγωνιστές της τον Γουίλεμ Ναταφόε και πάλι αλλά και τον Antony, τον εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακό ηγέτη και τραγουδιστή των Antony And The Johnsons - η οποία ξεκίνησε το ’11 και παρουσιάστηκε σε αρκετές χώρες.
Είναι αυτό ακριβώς που την καθιστά ένα πάρα πολύ σπάνιο παράδοξο, μιας παράσταση απόλυτα επιτυχημένη από κάθε πλευρά εκτός μόνο σε σχέση με το θέμα της …