Τα νέα βιβλία τριών σημαντικών, όσο και αγαπημένων, Ελλήνων συγγραφέων -Ιωάννα Καρυστιάνη, Διονύσης Χαριτόπουλος, Γιάννης Ξανθούλης- το πρώτο μυθιστόρημα του νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο σε νέα έκδοση, το δεύτερο νουάρ του 93χρονου σήμερα, Αντρέα Καμιλλέρι, Clare Mackintosh -αστυνομικό, μυθιστόρημα με φόντο το μετρό του Λονδίνου- αλλά και κλασικός Μαρσέλ Προυστ.
Η HuffPost Greece προτείνει 6 + 1 νέα βιβλία για τις πρώτες φθινοπωρινές αναγνώσεις.
Ιωάννα Καρυστιάνη Χίλιες ανάσες (εκδόσεις Καστανιώτη)
Η πολυβραβευμένη Ιωάννα Καρυστιάνη, τρία χρόνια μετά το Φαράγγι, επανέρχεται με το μυθιστόρημα Χίλιες ανάσες -στα βιβλιοπωλεία στις 8 Οκτωβρίου- μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου.
«Η ζωή τρίβεται πάνω στους ανθρώπους κάποιες φορές σαν χαδιάρα γάτα, άλλες σαν βούρτσα απολέπισης και άλλες σαν καλοακονισμένο λεπίδι, που γδέρνει, γδέρνει αλύπητα. Παλεύεται; Χίλιες ανάσες λοιπόν, γιατί τόσες λείπουν. Τόσες και άλλες τόσες».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Κουμπί, κούτελο, τάφος, Βράχος ασκήσεις για δυνατούς λύτες. Ήταν όντως αινίγματα ή ο άγριος θάνατος την είχε κλονίσει τόσο που έχανε το νόημα του τετέλεσται και το μέτρο των τετελεσμένων;
Άγγιξε το άσπρο πουκάμισο του Στέλιου, άπλυτο από το καλοκαίρι. Μύρισε λαίμαργα τις κιτρινίλες του ιδρώτα του στις μασχάλες, φίλησε τον γιακά σαν να φιλούσε τον λαιμό του.
Εσένα, δεν έχω σκοπό να σε μπουγαδιάσω, ψιθύρισε κι αμέσως μετά κόλλησε στον καθρέφτη.
Λαχταρούσε να βρει κατάφατσα εκεί το πρόσωπο του άντρα της, να δει τα ματόκλαδά του να παίζουν, τις φλέβες του λαιμού να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν ολοζώντανες.
Θα ακουμπούσε τα δάχτυλά της στο κεφάλι του, θα μετρούσε σωστά το πλάτος του μετώπου, την απόσταση από τα φρύδια ως τις ρίζες των μαλλιών του.
Περίμενε, περίμενε, στο τζάμι υπήρχε μόνο το σπασμένο μούτρο της και το θολωμένο βλέμμα της.
Αυτή, η Πηγή Βογιατζή, αυτή που διάβαζε τα μάτια των άλλων, καρφώθηκε εκεί για είκοσι λεπτά και δεν μπορούσε να διαβάσει τα δικά της.
Ένιωσε το στήθος και το κεφάλι της να καίνε την ίδια στιγμή που τα πόδια της είχαν ολότελα ξυλιάσει, άλλος άνθρωπος από τη μέση και πάνω, άλλος από τη μέση και κάτω.
Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε πέντε λέξεις κοφτά. Δεν ξέρω πού να είμαι.
Διονύσης Χαριτόπουλος Πειραιάς βαθύς (εκδόσεις Τόπος)
Μετά τα Εκ Πειραιώς και Πειραιώτες η τριλογία του Πειραιά ολοκληρώνεται με το νέο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου που κυκλοφορεί στις 10 Οκτωβρίου.
«Όλα αυτά έγιναν. Έγιναν κι άλλα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Είναι κόσμος υπόγειος. Όσοι ξέρουν δεν μιλάνε. Κι όσοι μιλάνε δεν ξέρουν.
Το παρελθόν του Πειραιά είναι βαρύ. Στις αθηναϊκές εφημερίδες αναφερόταν με δέος: «Η πόλις των φρικτών εγκλημάτων», «Το βασίλειον του τρόμου», «Το λιμάνι της παρανομίας» κ.ά.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος καταδύεται στον βυθό του μεγάλου Λιμανιού και φέρνει στην επιφάνεια τον σκληρό και βίαιο κόσμο του, μέσα από πραγματικά γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν, χωρίς μύθους και ωραιοποιήσεις.
Στη σκοτεινή εποχή του Πειραιά, κυριαρχούσαν η βία και το έγκλημα. Αν ήσουν άοπλος, ήσουν ξεγραμμένος. Ακόμα και οι πιο φιλήσυχοι πολίτες κοιμόντουσαν με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι, γιατί νταήδες, συμμορίες, σωματέμποροι, λυμαίνονταν την πόλη, σκότωναν και σκοτώνονταν μεταξύ τους.
Ένα ανθολόγιο τρόμου και αίματος».
Καζούο Ισιγκούρο Αχνή θέα των λόφων (μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου, εκδόσεις Ψυχογιός).
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1984 με τον τίτλο «Χλομή θέα των λόφων» και διαβάζεται, χωρίς υπερβολή, απνευστί.
Η Ετσούκο, μια μεσήλικη Γιαπωνέζα που ζει στην Αγγλία, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη αυτοκτονία της κόρης της.
Καταφεύγοντας στο παρελθόν, ξαναζεί με ιδιαίτερη ένταση μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στο Ναγκασάκι, όταν εκείνη και οι φίλες της αγωνίζονταν να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον πόλεμο. Αλλά καθώς θυμάται την παράξενη φιλία της με τη Σατσίκο, μια πλούσια γυναίκα που βίωσε την απόλυτη ανατροπή στη ζωή της και έμεινε σχεδόν άστεγη, οι αναμνήσεις της παίρνουν μια δυσάρεστη τροπή…
Η Αχνή θέα των λόφων είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο. Ένα «μακάβριο και αλάνθαστα δουλεμένο αίνιγμα» (Sunday Times) που «ισορροπεί απόλυτα ανάμεσα στην ελεγεία και την ειρωνεία» (New York Times Book Review).
Clare Mackintosh Σε είδα (μετάφραση Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο).
Όταν η Ζόι Γουόκερ βλέπει τη φωτογραφία της στις προσωπικές αγγελίες μιας λονδρέζικης εφημερίδας, αποφασίζει να μάθει γιατί βρέθηκε εκεί. Δεν υπάρχει εξήγηση: μόνο μια θολή εικόνα, ένα σάιτ κι ένα τηλέφωνο.
Αναφέρει το θέμα στην οικογένειά της, αλλά όλοι είναι πεπεισμένοι ότι πρόκειται απλώς για κάποια που της μοιάζει. Την επόμενη μέρα όμως στην ίδια αγγελία εμφανίζεται η φωτογραφία μιας άλλης γυναίκας και τη μεθεπόμενη μιας άλλης. Να πρόκειται για λάθος; Για σύμπτωση; Ή μήπως κάποιος παρακολουθεί κάθε τους κίνηση;
Όπως έγραψαν και οι Times είναι το βιβλίο «τόσο κοντά στην πραγματικότητα που θα σας αγχώσει...».
Πρώην αστυνομικός -εργαζόταν στην αστυνομία επί δώδεκα χρόνια- και επιπλέον με σύζυγο αστυνομικό, η Βρετανίδα συγγραφέας Clare Mackintosh είδε το πρώτο της βιβλίο, το Σ′ άφησα, στη λίστα ευπώλητων των Sunday Times (επί δώδεκα εβδομάδες μέσα στα δέκα πρώτα) και των New York Times.
Tιµήθηκε µε το βραβείο Theakston Old Peculier ως το αστυνοµικό µυθιστόρηµα της χρονιάς (2016) και µε το γαλλικό Cognac Prix du Polar ως το ξενόγλωσσο αστυνοµικό µυθιστόρηµα της χρονιάς (2016). Ακολούθησε το Σε είδα, το οποίο σηµείωσε ανάλογη επιτυχία. Εκτοξεύτηκε στο νούμερο ένα της λίστας των μπεστ σέλερ των Sunday Times και ήταν το βιβλίο της χρονιάς (2017) σύμφωνα με το Richard and Judy Summer Book Club. Τα έργα της μεταφράζονται σε περισσότερες από 35 γλώσσες.
Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. VII: Ο ανακτημένος χρόνος (μετάφραση - επιμέλεια έκδοσης Παναγιώτης Πούλος, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας).
Με την κυκλοφορία του Ανακτημένου Χρόνου, της έβδομης και τελευταίας ενότητας του μυθιστορηματικού κύκλου του Μαρσέλ Προυστ, ολοκληρώνεται μια μεταφραστική εργασία που ξεκίνησε το 1969 και διακόπηκε στα μέσα του πέμπτου τόμου, της Φυλακισμένης, με τον αδόκητο θάνατο του Παύλου Ζάννα, το 1989. Στη συνέχεια πήρε το νήμα ο Παναγιώτης Πούλος ο οποίος μετέφρασε το δεύτερο ήμισυ της Φυλακισμένης, την Αλμπερτίν αγνοούμενη, μετάφραση η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (2015), και, τέλος, τον Ανακτημένο Χρόνο.
Παράλληλα, ο Παναγιώτης Πούλος προχώρησε σε μια αναθεώρηση των πρώτων τόμων με βάση τις νεότερες εκδόσεις του έργου του Προυστ και τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών και υπομνημάτισε το συνολικό έργο με πλήθος σημειώσεων, πραγματολογικών, ερμηνευτικών και ενδοκειμενικών, οι οποίες συνοδεύουν τον αναγνώστη στην περιήγησή του σ’ αυτό το σύνθετο και πολυσχιδές έργο, το οποίο έχει σημαδέψει αυτό που αποκαλούμε νεοτερικότητα.
Έτσι, η πρώτη ελληνική έκδοση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, ενός έργου τέχνης που έχει ήδη κατακτήσει μέσα από τις μεταφράσεις του σε πάνω από σαράντα γλώσσες περίοπτη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελεί πλέον πραγματικότητα.
Οι πυκνές αναφορές του Ανακτημένου Χρόνου σε πάμπολλες πτυχές και διαστάσεις της εργασίας του Μαρσέλ Προυστ, σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις που επιφέρει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, αναδιαμορφώνουν το τοπίο του μυθιστορήματος και παράλληλα καλούν τον αναγνώστη να ανατρέξει στις ενότητες που έχουν προηγηθεί. Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας διατυπώνει με έμμεσο και άμεσο τρόπο τη στάση του απέναντι στην τέχνη, όπως και τα όρια αυτού του ιδιάζοντος λογοτεχνικού εγχειρήματος, συμπεριλαμβανομένων και των ορίων της αντοχής και της χρονικής διάρκειας της ζωής του ιδίου.
Οι δυνάμεις και οι αδυναμίες της καλλιτεχνικής αλήθειας σταθμίζονται με όχημα ένα «εγκάρσιο» βλέμμα, το οποίο δεν παρέχει απλώς στον αναγνώστη τη δυνατότητα να προσεγγίσει μέσα από μια νέα οπτική γωνία τα όσα έχουν μέχρι τώρα διαμειφθεί, αλλά και τον παροτρύνει να στραφεί προς την κατεύθυνση του μέλλοντος, των κριτικών αποτιμήσεων και των πάσης φύσεως οικειοποιήσεων του προυστικού εγχειρήματος εδώ και έναν αιώνα - και μάλιστα τον προσκαλεί να γίνει, με τη σειρά του, στο μέτρο των δυνάμεών του, δημιουργός του έργου του και των επιλογών της ίδιας της ζωής του.
Αναδύεται εδώ ένας πρωτότυπος και ιδιαίτερα επίκαιρος στοχασμός για τη σημασία της μαθητείας της Τέχνης στην οικοδόμηση της ατομικής και συλλογικής ζωής, στα συμφραζόμενα μιας ολοένα και πιο γενικευμένης μετάβασης της ανθρωπότητας από τις παραδοσιακές δομές της ύπαρξης στην κατάσταση της νεοτερικότητας.
Οι σημειώσεις, το επίμετρο και η σύνοψη που συνοδεύουν τη μετάφραση στόχο έχουν να υποβοηθήσουν τον αναγνώστη να αποκτήσει επίγνωση τόσο της συνοχής που διέπει το λογοτεχνικό αυτό εγχείρημα όσο και της ποικιλίας των διακυβευμάτων του.
Γιάννης Ξανθούλης Του φιδιού το γάλα (εκδόσεις Διόπτρα).
«.... Ίσως με πρόδωσε η αγάπη.... Ίσως....» Ξάφνου, όλα όσα έζησε κινδύνευαν να χαθούν μέσα στην ακινησία της μνήμης. Έκλεισε τα μάτια να διώξει τον τρόμο που του δρόσιζε τις κλειδώσεις. «Μπορεί να ήταν μια τυχαία αστεία -ναι, ναι, αστεία- παράκρουση ό,τι συνέβη σήμερα...» Ευτυχώς, ο πόνος βρισκόταν εκεί, λίγο πιο ψηλά από το γόνατο, να του θυμίζει ότι θα παρέμενε υπόλογος ισοβίως σε μία συνοπτικά εκρηκτική νεότητα, πως κάποτε έζησε σαν γνήσιο ερωτικό τέρας.
«Κι αν σβηστούν όλα; αναρωτήθηκε προτού νικηθεί από τον ύπνο».
«Θέμα του βιβλίου είναι η μνήμη. Η μνήμη που χάνεται, που αμβλύνεται - κι όχι απαραίτητα με το μοδάτο «εύσημο» της νόσου Αλτσχάιμερ.
Και δεν μιλώ για το βασικό άλλοθι της ‘επιλεκτικής’ μνήμης, αλλά για δραστικά κομμάτια ζωής που συχνά τα βλέπουμε να ξεθωριάζουν μαζί με όλη την ‘ηχητική μπάντα’ και, κυρίως, την αισθηματική βαρύτητα.
Κομμάτια που, από μόνα τους, μπορεί και να είναι ό,τι πιο σπουδαίο μας συνέβη.
Του Φιδιού το Γάλα θα το χαρακτήριζα μυθιστόρημα θρίλερ, με βασικό «σίριαλ-κίλερ» τα πληγωμένα μας αισθήματα, τα τραύματα της απόρριψης, αλλά και τη γοητεία της αυτοκαταστροφής, που ελλοχεύει μέσα μας, περιμένοντας την ανάλογη «καλή» στιγμή για να εκδηλωθεί.
Οι ήρωές μου είναι μεθυσμένοι από την απαξία για την ‘ευτυχία του κοινότοπου’, κάτι που τους καθιστά ξεχωριστούς αλλά και ευάλωτους».
Αντρέα Καμιλλέρι Το γκρι ταγιέρ (μετάφραση Γιάννα Σκαρβέλη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)
Η λογοτεχνία του 93χρονου σήμερα Αντρέα Καμιλλέρι είναι πλούσια σε γυναικείες φιγούρες. Το Γκρι ταγιέρ, το δεύτερο νουάρ μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα που κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα» κατά τη νέα περίοδο λειτουργίας τους -το πρώτο ήταν η Εξαφάνιση της Λάουρα (Νοέμβριος 2017)-, είναι το ψυχογράφημα μιας αινιγματικής γυναίκας και ταυτόχρονα η προβολή του αστικού καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας που χαρακτηρίζουν την «καλή» -και διεφθαρμέν- κοινωνία της σύγχρονης Σικελίας, ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα.
Κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος τράπεζας με επιφανή κοινωνική θέση και η δεύτερη σύζυγός του, η Αντέλε, μια σαγηνευτική femme fatale, η οποία «θύμιζε ακριβές αντίγραφο κάποιας από τις Αμερικανίδες ντίβες του ασπρόμαυρου σινεμά». Η Αντέλε, γυναίκα που φροντίζει να είναι κοινωνικά αποδεκτή και καθώς πρέπει, δείχνει απόλυτα αφοσιωμένη στον γάμο της. Ο σύζυγός της, κατά τη μακροχρόνια, άμεμπτη καριέρα του, είχε λάβει τρεις ανώνυμες επιστολές. Οι δύο πρώτες ήταν παλιές. Η τελευταία είχε φτάσει πρόσφατα και έκανε σαφείς υπαινιγμούς για την πίστη τής κατά πολύ νεότερης και αφοπλιστικά όμορφης συζύγου του. Η Αντέλε είναι μια γυναίκα με άγριο αισθησιασμό αλλά με συμπεριφορά σεμνή και τυπική σε όλα, ακόμα και στο ντύσιμο. Γι’ αυτό κανείς δεν απορεί που σε ιδιαίτερες περιστάσεις φοράει ένα άψογο γκρι ταγιέρ. Το ρούχο αυτό ωστόσο έχει για εκείνη βαθύ συμβολικό νόημα. Ένα νόημα που ο σύζυγός της θα ήταν καλύτερο να μη μάθαινε ποτέ…