Σύμφωνα με το ανακοινωθέν της 16ης Νοεμβρίου 2018, «η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ομοφώνως αποφάσισε: 1. Να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. 2. Να αναθέσει στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο την συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής, η οποία θα αποτελείται από Ιεράρχες, Νομικούς, Εμπειρογνώμονες και Εκπροσώπους του Εφημεριακού Κλήρου για την μελέτη των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ο καρπός της οποίας θα υποβληθεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελική έγκριση. 3. Να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.»
Έχουμε εκφράσει πρόσφατα την εκτίμησή μας, όμως θυμίζουμε πως η αμοιβαία επωφελής συμφωνία πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου της 6ης Νοεμβρίου 2018 είχε ουσιαστικά δύο σκέλη:
(1) Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους, την κατωχύρωση της μισθοδοσίας ικανού αριθμού κληρικών, από πόρους που το κράτος θα δίδει κατ’ ευθείαν στην εκκλησία ως αποζημίωση για της πλημμελώς ή ουδόλως αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων: την εκκρεμότητα μιας τέτοιας αποζημίωσης την αναγνωρίζει (=θα την αναγνώριζε, εάν και εφ’ όσον) το κράτος για πρώτη φορά.
(2) Την από κοινού αξιοποίηση, με 50% των πόρων στην Εκκλησία και 50% στο κράτος, συγκεκριμένων «μπλοκαρισμένων» σήμερα κτήσεων της Εκκλησίας. Εμμέσως πλην σαφέστατα, αυτό το κρατικό 50% συνιστά και μια αυτο-χρηματοδότηση της αποζημίωσης για τη μισθοδοσία.
Τι αποφάσισε σήμερα η Ιεραρχία; Αποφάσισε πως θέλει να συζητήσει τα υπόλοιπα ζητήματα «κοινού ενδιαφέροντος» με την Πολιτεία, αλλά «να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος». Τι σημαίνει αυτό;
(Α) Σημαίνει πως η Εκκλησία της Ελλάδος δε δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νομοθετική κατωχύρωση της μισθοδοσίας του κλήρου, η οποία νομικά και θεσμικά δεν αναγνωρίζεται σήμερα ως ανταποδοτική για κάτι, και καμμία μελλοντική κυβέρνηση δεν έχει υποχρέωση να τη διατηρήσει το γε νυν έχον, και ότι άρα δεν την απασχολεί το ενδεχόμενο να παύσει ολοσχερώς αυτή η μισθοδοσία σε ένα υποθετικό μέλλον, κατά το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα έχει την οίηση μιας κοινωνικής επιρροής που έχει σήμερα, την οποία φαντάζεται ως ανασχετική προσχεδίων νόμων με τα οποία επιλέγει να διαφωνεί. Η μισθοδοσία του κλήρου είναι σήμερα μετέωρη, εδραζόμενη σε ένα νομοθετικό jenga διατάξεων που μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή εάν ο νομοθέτης το θελήσει. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζει, λοιπόν, στις 16 Νοεμβρίου 2018 πως η μισθοδοσία του κλήρου πρέπει να συνεχίσει να είναι μετέωρη και πως δεν απαιτείται θεσμικό αντίβαρο (όπως αυτό που προέβλεπε η συμφωνία) στο να ακυρωθεί αυτή στο μέλλον, πέραν της εκάστοτε κοινωνικής-πολιτικής επιρροής της Εκκλησίας.
(Β) Εξυπακούεται πως, αντιστοίχως και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν ενδιαφέρεται για την αναγνώριση εκ μέρους του κράτους πως εκείνο έχει εκκρεμότητες και υποχρεώσεις αποζημίωσης απέναντί της λόγω αποζημιώσεων που δεν δόθηκαν. Ο γράφων δε διανοείται να προσβάλει κανέναν κληρικό με τον ισχυρισμό πως οποιοσδήποτε κληρικός θα μπορούσε να υποθέσει ότι η Πολιτεία θα συνεχίσει να παραχωρεί αυτήν την αναγνώριση, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις 6 Νοεμβρίου, ακόμα και αν το δεύτερο σκέλος της, δηλαδή η διευθέτηση της μισθοδοσίας, ακυρώνεται! Το «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου πάλι δικά μου» βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας. Δεν έχουμε, βέβαια, συμφωνία-salad bar: το εδάφιο της συμφωνίας σύμφωνα με το οποίο «το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε» απλώς σταματάει να υφίσταται εάν εισακουστεί η επιθυμία της Ιεραρχίας «να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας», διότι δεν μπορείς βέβαια να τα έχεις όλα. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζει, λοιπόν, πως δεν ενδιαφέρεται για την αναγνώριση εκκρεμοτήτων του κράτους έναντί της για τις μέχρι το 1939 απαλλοτριώσεις. Εικάζουμε πως το κράτος δεν έχει πρόβλημα με αυτήν την έμμεση παραίτηση της Εκκλησίας από αξιώσεις, και πως η εκάστοτε ηγεσία του δεν βρίσκεται πολλά ακόμα συνοδικά ανακοινωθέντα μακριά από το «ας κάνουμε εμείς ό,τι νομίζουμε και ας πάνε να βρουν το δίκιο τους στο ΕΔΑΔ, εάν και όποτε».
Σημαίνει όμως και τα εξής:
(Γ) Από πλευράς κυβέρνησης δεν νοείται, φυσικά, να δημιουργείται η εντύπωση πως είναι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που φέρει την ευθύνη της νομοθετικής εξουσίας στη χώρα. Με ποιά αρμοδιότητα αποφασίζει να «εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας»; Σάμπως είναι η Εκκλησία που μισθοδοτεί τους κληρικούς, για να αποφασίζει και αρμοδίως (θα συλλογιστεί το κράτος); Γιατί και πώς φαντάζεται η Σύνοδος της Ιεραρχίας ότι το Κράτος δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την απόφασή της και να υπακούσει ταπεινά στις αποφάσεις της για το πώς θα μισθοδοτούνται οι κληρικοί και το πώς θα νομοθετεί το ίδιο;
(Δ) Προφανώς έχει δοθεί η εντύπωση στην Ιεραρχία πως η εναλλακτική στα προτεινόμενα της συμφωνίας είναι η συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης. Είναι όμως αυτό αλήθεια; Υπάρχει ενδεχόμενο να συνιστούν τα προτεινόμενα της συμφωνίας εναλλακτική σε μια ολοσχερή παύση της μισθοδοσίας του κλήρου ή άλλης δυσμενούς ρύθμισης και όχι βέβαια στο status quo; Υπενθυμίζουμε πως ο Πρωθυπουργός εξετέθη, παρουσιάζοντας από κοινού με τον Αρχιεπίσκοπο το ανακοινωθέν της 6ης Νοεμβρίου. Αυτό δεν μαζεύεται, διότι ο Πρωθυπουργός δε μοιάζει να έχει την ευχέρεια άλλων πολιτικών δυνάμεων να εκτεθεί ως εντελώς αφερέγγυος με φληναφήματα τύπου «το πρώτο μας ανακοινωθέν προ ημερών ήταν ειρωνικής χροιάς, κρίμα αν δεν το αντελήφθητε». Εικάζει κανείς ότι η θέση του Πρωθυπουργού δεν θα είναι εύκολη, εάν κληθεί να «συρθεί» πίσω από την διατύπωση γνώμης της Ιεράς Συνόδου (διότι η λέξη «απόφαση» έχει μια κανονιστικότητα που εδώ υφίσταται μόνο στη φαντασία ορισμένων). Και εάν είναι take it or leave it; Πώς θα αντιδράσει τώρα το κυβερνών κόμμα; Πλέον γνωρίζουμε πως ο Πρωθυπουργός ξέρει το πολιτικό παιχνίδι απείρως καλύτερα από ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας.
(Ε) Στο παραπάνω συνηγορεί η ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου, στην οποία διευκρινίζεται πως «το καθεστώς της μισθοδοσίας των εκκλησιαστικών λειτουργών, αποτελεί –σε κάθε περίπτωση- ευθύνη και απόφαση της Πολιτείας». Δηλαδή, η Πολιτεία δε χρειάζεται τη γνώμη της Ιεράς Συνόδου για το πώς θα νομοθετήσει σχετικά με τη μισθοδοσία οποιασδήποτε ομάδας, εν προκειμένω των κληρικών. Έτσι βλέπουμε πως η Ιεραρχία προβαίνει σε ένα μεγάλο πολιτικό δώρο στον Αλέξη Τσίπρα: μέχρι στιγμής, οι προσπάθειές του για συναινετική διευθέτηση ζητημάτων με την Εκκλησία προξένησαν την καχυποψία πολλών, κυρίως στην Αριστερά, ότι «υποτάσσεται» σε εκείνην: η φόρμουλα της σε σκανδαλώδη βαθμό αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας για τη μισθοδοσία έδωσε την αίσθηση στους πλημμελώς ενημερωμένους ότι η Εκκλησία «ρίχνει» το Κράτος στη μοιρασιά. Τώρα, η αντίδραση της Ιεραρχίας και η απόρριψη της πρότασης Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου δίνει την αίσθηση στο συγκεκριμένο ακροατήριο ότι ο Αλέξης Τσίπρας τα βάζει με κεκτημένα συμφέροντα, ότι σπάει αυγά, και λοιπά: αίσθηση ιδιαιτέρως χρήσιμη σε προεκλογικούς χρόνους, κατά τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συσπειρώσει ένα προοδευτικό (όπως έχουμε μάθει να το λέμε) ακροατήριο. Έτσι, για την πολιτική επικοινωνία του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του η απόφαση της Ιεραρχίας είναι ασύγκριτα περισσότερο επικερδής απ’ ότι θα ήταν μια είτε χαλαρή είτε ενθουσιώδης συνοδική συναίνεση, αφού γεννά ένα επικερδές για τον ΣΥΡΙΖΑ αφήγημα χωρίς εκείνος να προσπαθήσει καν. Αφ’ ης στιγμής ο πρωθυπουργός υπονοεί πως θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα μονομερώς αφού το καθεστώς της μισθοδοσίας του κλήρου είναι στην αποκλειστική ευχέρεια της Πολιτείας, το υπόβαθρο μιας τέτοιας πρωτοβουλίας για ένα συγκεκριμένο κοινό είναι τώρα η σύγκρουση με καθεστώτα συμφέροντα, όχι η αίσθηση πως «τα έχουνε βρει». Η βεβαιότητα πως η συμφωνία είναι αμοιβαία επωφελής ήταν, για ένα συγκεκριμένο κοινό, βαρίδι για τον Πρωθυπουργό: η Ιεραρχία τον απελευθέρωσε από αυτό το βαρίδι.
(ΣΤ) Όταν προωθείται μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία, για την οποία στρατιές καχυπόπτων δυσκολεύονται να πεισθούν πως δεν ισχύει ότι «το Κράτος τα δίνει όλα στην Εκκλησία», και ακολούθως η Εκκλησία την απορρίπτει, το συμπέρασμα προς το αντικληρικαλιστικό φάσμα του πολιτικού κόσμου είναι σαφές. Η Εκκλησία τους διδάσκει ότι θα βρίσκουν άκρη μόνο όταν θα προχωρούν σε βίαιες μονομερείς ενέργειες, όπως γινόταν άλλωστε πάντοτε, με πρώτο εγχείρημα ριζικής αλλαγής τη συναινετική συμφωνία της 6ης Νοεμβρίου. Η Εκκλησία διδάσκει τον πολιτικό κόσμο: «δεν έχει νόημα να προσπαθείτε να βρείτε συναινετικά άκρη μαζί μας. Απλώς δεν μπορούμε. Χρησιμοποιήστε καλύτερα την τόσο δοκιμασμένη μονομερή βία.»
(Ζ) Φυσικά, «το υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας» συνεπάγεται και τους κρατικούς (και μνημονιακούς, 5:1) περιορισμούς για το πόσους και πότε θα χειροτονεί η Εκκλησία — το οποίο ζήτημα θα επιλυόταν σε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνίας. Οι έμμισθοι ιεράρχες και οι έμμισθοι πρεσβύτεροι δεν φάνηκαν να ενδιαφέρονται για τη μοίρα των άμισθων κληρικών που χειροτονήθηκαν κατά τη διάρκεια του μνημονίου, καθώς και για όσους αμίσθους κληρικούς κατ’ ανάγκην θα χειροτονηθούν στο μέλλον. Η Ιεραρχία αποφάσισε να «εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας»: δηλαδή σε ένα καθεστώς νομικά εύθραυστο και μετέωρο, μελλοντικά ακυρώσιμο ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμμία δικλίδα άλλη της πολιτικής επιρροής, και το οποίο αποκλείει επ’ αόριστον σαν κληρικούς «δεύτερης ταχύτητας» όσους είχαν την ατυχία να χειροτονηθούν αμίσθως.
Η σημερινή ημέρα θα μπορούσε όντως να είναι η αφετηρία για μια ελεύθερη εκκλησία, όπως είχε σημειώσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, η προσπάθεια του οποίου για την απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος θα καταγραφεί στις δέλτους της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αντ’ αυτού, η Ιεραρχία απέδειξε πως αδυνατεί να διακρίνει τη θεολογική κένωση από το ιαπωνικό χαρακίρι.
- Πρώτη δημοσίευση στο orthodoxia.info