Η «ιερή συμφωνία», μεταξύ Ιστορίας και κάλπης

Η «ιερή συμφωνία», μεταξύ Ιστορίας και κάλπης
Eurokinissi

Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Τον καθρέφτη δύο πρόσφατων μεγάλων ερευνών- μιας έρευνας που οργάνωσε η «Διανέωσις», με τίτλο «Τι πιστεύουν οι Ελληνες» και μιας άλλης, πανευρωπαϊκής αυτή τη φορά, για τις αξίες και τις πεποιθήσεις σε 37 χώρες της Ευρώπης, που οργάνωσε το ινστιτούτο PEW.

Η Ελλάδα μετά την κρίση, λοιπόν, πιστεύει στον θεό, θρησκεύεται και ταυτίζει θρησκεία και εθνική ταυτότητα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, της δυτικής αλλά και της ανατολικής Ευρώπης. Οι Ελληνες δηλώνουμε ότι πιστεύουμε στον Θεό περισσότερο κι από τους Ρώσους, σε ποσοστό τετραπλάσιο από ότι οι δυτικοευρωπαίοι. Η θρησκεία παίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο στην ζωή μας, απ ότι για τους πολίτες των χωρών του βαθιού, ριζωμένου καθολικισμού, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία ή την Πολωνία (55% στην Ελλάδα, 11% στην δυτική και 23% στην ανατολική Ευρώπη). Εμπιστευόμαστε την Εκκλησία περισσότερο απ ότι την Βουλή, πολύ περισσότερο από τα πολιτικά κόμματα, ασύγκριτα περισσότερο απ ότι τα Μέσα Ενημέρωσης. Και, σε ποσοστό 76%, θεωρούμε πως δεν μπορεί να είσαι Ελληνας αν δεν είσαι χριστιανός.

Είναι αυτό περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να ανοίξει στα σοβαρά συζήτηση περί χωρισμού κράτους και εκκλησίας ή έστω εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού των μεταξύ τους σχέσεων; Αμφιβάλω. Αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας αμφιβάλει. Γιαυτό και δεν ανοίγει τέτοια συζήτηση.

Η συμφωνία που ανακοινώθηκε μπροστά στο τζάκι του Μαξίμου (και την επομένη υποβαθμίστηκε σε «πρόθεση για συμφωνία») έχει τρία σκέλη.

Αναγνωρίζει, πρώτον, την υποχρέωση της Πολιτείας να μισθοδοτεί τους κληρικούς, στον σημερινό τους αριθμό και με τις σημερινές αποδοχές τους, στο διηνεκές. Αυτή είναι μια υποχρέωση αναγνωρισμένη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αλλά στα χρόνια της μεταπολίτευσης και στις κατά καιρούς θυελλώδεις διαπραγματεύσεις κράτους εκκλησίας, η υποχρέωση αυτή διατυπωνόταν με επιφύλαξη. Η επιφύλαξη αίρεται. Η υποχρέωση αναγνωρίζεται πανηγυρικά.

Η μισθοδοσία των κληρικών, δεύτερον, θα συνεχίσει να εγγράφεται ως κονδύλι στον προϋπολογισμό. Αλλά ο μηνιαίος μισθός θα πιστώνεται στον λογαριασμό του παπά όχι από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, όπως για τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά από το λογιστήριο ενός Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, της Εκκλησίας, που επιχορηγείται για τον λόγο αυτό από το Υπουργείο Οικονομικών. Ο συμβολισμός είναι σαφής (και συμπαρασύρει κάποιες πρακτικές γραφειοκρατικές εμπλοκές). Αλλά αυτό δεν κάνει λιγότερο δημοσίους υπαλλήλους τους ιερείς. Ούτε, φυσικά, ανοίγει χώρο για 10.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, όπως έσπευσε να τάξει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Και, τρίτο και σημαντικότερο, η περιουσία την οποία, δεκαετίες τώρα, η Εκκλησία θεωρεί δική της, αλλά το δημόσιο αμφισβητεί και διεκδικεί (και περιλαμβάνει μερικά πολύ μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία) τίθεται υπό συνδιαχείριση. Το Δημόσιο παραιτείται από διεκδικήσεις δεκαετιών. Και η αμφισβητούμενη περιουσία, πριν καν καταγραφεί και αποτιμηθεί, παραχωρείται, με μια σολομώντειο λύση, σε ένα φορέα διαχείρισης με συμμετοχή κράτους και εκκλησίας, στον οποίο η υπόλοιπη εκκλησιαστική περιουσία, η μη αμφισβητούμενη, μόνον εθελοντικά θα περάσει.

Οι τρεις αυτές πρόνοιες μπορεί να είναι σε σωστή κατεύθυνση. Χωρισμός εκκλησίας και κράτους, πάντως δεν είναι. Και τα όποια προβλήματα θρηκευτικής ελευθερίας παραμένουν στην καθημερινή ζωή της χώρας- και παραμένουν πολλά- δεν λύνονται δια αυτής της συμφωνίας, ούτε όμως και με μια αναδιατύπωση του τρίτου άρθρου του Συντάγματος.

Θα μπορούσαν, όμως, όσα, αιφνιδιαστικά και πανηγυρικά, ανακοινώθηκαν το βράδυ της Τρίτης να είναι ένα καλό αεράκι στα εκλογικά πανιά του πρωθυπουργού, που εμπφανίστηκε και ως ο «φίλος της Εκκλησίας» και ως «μεταρρυθμιστής». Το παγκάρι και η κάλπη, ως γνωστόν, συγγενεύουν. Αλλά και αυτό, με δεδομένη την μάλλον απρόβλεπτη εξέγερση του λαϊκού κλήρου κληρικών κατά της συμφωνίας, μένει να αποδειχθεί.

Δημοφιλή