Στη συμβολή των λεωφόρων Αμαλίας και Όλγας βρίσκεται από την Τετάρτη ο ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που φιλοτέχνησε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες γλύπτες, ο Γιάννης Παππάς, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2005, χωρίς να προλάβει να δει το έργο του τοποθετημένο στην Αθήνα.
Το γλυπτό έχει βάρος 1.200 kg και διαστάσεις 3,50 μ. ύψος και 3,80 μ. μήκος. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό το 1992, κατά την αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη. Η πρόθεση τοποθέτησής του στην Αθήνα προήλθε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού -που το αγόρασε- και σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η δωρεά του στον Δήμο Αθηναίων.
Σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του γλύπτη, ο νεαρός Αλέξανδρος βρίσκει επιτέλους τη θέση του. Γιατί το έφιππο γλυπτό -τα αποκαλυπτήρια του οποίου θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 19 Απριλίου- και κυρίως, η δημόσια τοποθέτηση του, έχουν μία μακρά και περιπετειώδη ιστορία.
Η ιστορία του έφιππου Αλέξανδρου
Το έργο, αποτέλεσμα πολύχρονης μελέτης, ξεκίνησε το 1941, στα χρόνια της Κατοχής, ως διέξοδος από το βαρύ κλίμα της εποχής και συγχρόνως ως ανάγκη αναφοράς του καλλιτέχνη στην παγκόσμια εμβέλεια του ελληνικού πολιτισμού.
Όπως σημειώνει το Μουσείο Μπενάκη, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για «μια προσωπική, πνευματική και σιωπηλή αντίσταση μέσα από την τέχνη».
Ο ίδιος είχε πολεμήσει στο ελληνο-ιταλικό μέτωπο, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα πεζός.
Τα μικρά γλυπτικά σκίτσα εκείνης της εποχής και η γενικότερη σπουδή του στο έφιππο αποτέλεσαν τη βάση για την περαιτέρω ενασχόλησή του με το θέμα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όταν προκηρύχθηκε ο δημόσιος διαγωνισμός για τον έφιππο ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη.
Εκατοντάδες σχέδια αυτής της μελέτης φανερώνουν την έρευνα στα ιστορικά τεκμήρια της μορφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς και τη σπουδή της τυπολογίας, του σκελετού και του μυϊκού συστήματος του αλόγου, από τις αναπαραστάσεις της αρχαιότητας σε αυτές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Τη σύνθεση καθόρισε η μελέτη εκ του φυσικού σε ιπποφορβεία και ιππικούς ομίλους.
Η κεφαλή που, κατά τον γλύπτη, θεωρήθηκε πιο κοντά στο πνεύμα του Αλεξάνδρου, ήταν η μαρμάρινη της Περγάμου που αποδίδεται στο Λύσιππο και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Για την απόδοση της ενδυμασίας, προηγήθηκε μελέτη του γλύπτη και συνεργασία με τον Αντώνη Φωκά, ενδυματολόγο του Εθνικού Θεάτρου. Στηρίχθηκε στο ψηφιδωτό «Ο Αλέξανδρος επιτίθεται εναντίον του Δαρείου» από την Οικία του Φαύνου στην Πομπηία.
Παρόλο που δεν κέρδισε τον διαγωνισμό της Θεσσαλονίκης, ο Παππάς ξεκίνησε για λογαριασμό του την κατασκευή του προπλάσματος στο γύψο.
Η τελική μορφή της σύνθεσης μάλιστα προσομοιάζει αυτήν της πρώτης μελέτης του ’41.
Σε μέγεθος μεγαλύτερο του φυσικού, o Αλέξανδρος παρουσιάζεται σε νεαρή ηλικία, όπως τον οραματίστηκε ο δημιουργός του.
Η περιπέτεια της δημόσιας τοποθέτησης του
Το έργο αγοράζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού -παρότι ήδη από το 1992 η Εθνική Πινακοθήκη πρότεινε στον δήμαρχο Αθηναίων την αγορά του- και το 2001 ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος ενημερώνει τον δήμαρχο Αθηναίων Δ. Αβραμόπουλο για την πρόθεση δωρεάς του ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην πόλη της Αθήνας. Προτείνεται ως καταλληλότερη θέση η πλατεία Δικαιοσύνης, με όψη προς την οδό Πανεπιστημίου. Αποφασίζεται η αποδοχή της δωρεάς και της τοποθέτησης του έργου στην πλατεία Δικαιοσύνης.
Σε επόμενη συνεδρίαση προτείνεται ως καταλληλότερη θέση ο κοινόχρηστος χώρος επί της οδού Βασιλίσσης Όλγας απέναντι από το άλσος του Ζαππείου. Τελικά η Επιτροπή καταλήγει στην θέση της πλατείας Δικαιοσύνης.
Την επομένη χρονιά, ο γλύπτης επιφυλάσσεται ως προς τη θέση, καθώς εκεί βρίσκεται άλλο έργο (η «Νίκη» του Καμπαδάκη) και επομένως, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ούτε συμφωνεί με την απόφαση της απομάκρυνσής του. Συγχρόνως, η ΔΕΠΟΣ, που είχε αναλάβει τη διαμόρφωση της πλατείας μετά τα έργα του μετρό γνωστοποίησε στον Δήμο και στο ΥΠΠΟ την αντίρρησή της για την τοποθέτηση του ανδριάντα στην πλατεία Δικαιοσύνης («η ενδεικνυόμενη θέση δεν αναδεικνύει ούτε το έργο, ούτε και το διατηρητέο κτήριο του Παλαιού Πρωτοδικείου»). Είμαστε ήδη στο 2004.
Το 2006 προτείνεται ο χώρος πρασίνου απέναντι από την Τεχνόπολη (γνωστή και ως Κορεάτικη Αγορά). Κρίνεται πως η κλίμακα του έργου είναι μικρή για το συγκεκριμένο χώρο και προτείνεται το Πάρκο Ριζάρη. Το 2009 προτείνεται η πλατεία Κοτζιά, το 2011 η νησίδα πρασίνου ακριβώς έξω από τον σταθμό του ΗΣΑΠ στο Θησείο, το 2012 το αίτημα δεν εγκρίνεται από το ΚΑΣ, πέφτουν στο «τραπέζι» νέες εναλλακτικές θέσεις, όπως η πλατεία Ραλλούς Μάνου, νοτιοανατολικά του ναού της Σωτήρας Λυκοδήμου (Ρώσικη εκκλησία), με προσανατολισμό προς την λεωφόρο Αμαλίας, και τον χώρο πρασίνου επί της οδ. Βασιλέως Αλεξάνδρου, έναντι του νοσοκομείου Συγγρού και από το 2015 ξεκινούν οι ενέργειες για την έγκριση της τοποθέτησης του στη συμβολή των λεωφόρων Β. Αμαλίας και Β. Όλγας.
Γιάννης Παππάς (1913 - 2005)
Ο Γιάννης Παππάς υπήρξε πληθωρικός καλλιτέχνης -δεινός σχεδιαστής, γλύπτης και αυτοδίδακτος ζωγράφος. Η τέχνη του είναι ανθρωποκεντρική και ρεαλιστική, συμπυκνώνοντας επιρροές από την ευρωπαϊκή, αιγυπτιακή και ελληνική σπουδή του. Τα κείμενά του επίσης συγκροτούν ένα αξιόλογο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο, καταδεικνύοντας έναν πνευματικό άνθρωπο.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1913. Εγγονός του δημοτικιστή γιατρού Φώτη Φωτιάδη και γιος του χειρουργού και πολιτικού Αλέξανδρου Παππά, έλαβε αξιόλογη μόρφωση και ελληνική παιδεία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε στην École des BeauxArts στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, κοντά στον Jean Boucher. Πολέμησε στο ελληνο-ιταλικό μέτωπο το 1940, υπηρέτησε στο Βασιλικό Ναυτικό το 1945 και εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια, έως το 1952. Εκλέχτηκε Καθηγητής της Γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όταν επέστρεψε στην Αθήνα, αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1980.
Εκλέχτηκε Καθηγητής της Γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όταν επέστρεψε στην Αθήνα, αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1980.
Πέθανε το 2005, πλήρης ημερών, σε ηλικία 92 ετών.
Μουσείο Μπενάκη / Εργαστήριο Γιάννη Παππά
Ο χώρος που φιλοξενεί το εργαστήριο του Γιάννη Παππά βρίσκεται σε κτήριο που αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας του μεγάλου Έλληνα δημιουργού έως τη δεκαετία του 1960. Το ακίνητο αυτό, μοναδικό δείγμα χώρου εργασίας ενός καλλιτέχνη αφοσιωμένου τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική, προσφέρθηκε στο Μουσείο Μπενάκη από το γιο του, Αλέκο Παππά. Βασικός στόχος της δωρεάς ήταν τα έργα του καλλιτέχνη να παραμείνουν συγκεντρωμένα στο φυσικό τους περιβάλλον.
To Εργαστήριο Γιάννη Παππά χτίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 επί της οδού Ανακρέοντος 38, σε ύψωμα της περιοχής Ζωγράφου. Σχεδιάστηκε από τον Πάνο Τσολάκη, πρωτίστως ως εργαστήριο γλυπτικής και δευτερευόντως ως κατοικία.
Έγινε μόνιμη κατοικία του γλύπτη, καλλιτεχνικό εργαστήριο, σπουδαστήριο, χώρος πειραματισμών και καινοτόμων προσπαθειών, όπως η λειτουργία του φούρνου αποκέρωσης, όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα της λειτουργίας χυτηρίου στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Όταν ο Γιάννης Παππάς αποφάσισε τη δωρεά των έργων του στο Μουσείο Μπενάκη, η οικογένειά του ακολούθως συναίνεσε στη δωρεά και του Εργαστηρίου, προκειμένου τα έργα, δηλαδή το πνεύμα και η ψυχή του καλλιτέχνη, να βρίσκονται στο φυσικό τους χώρο.
Έτσι λοιπόν σήμερα αποτελεί ένα μοναδικό μουσείο -παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη- που αναπαράγει την ιστορία του Γιάννη Παππά και αναδεικνύει την πολύπλευρη καλλιτεχνική έκφρασή του.
Η σχεδίαση του βάθρου, η συνολική διαμόρφωση του χώρου, αλλά και η επιλογή της θέσης, έγιναν από τον αρχιτέκτονα Παντελή Νικολακόπουλο, τακτικό συνεργάτη του Γιάννη Παππά.
Η στατική μελέτη του σκελετού του βάθρου έγινε από τους μηχανικούς Χρήστο Γκολογιάννη και Γιάννη Παπαγεωργίου, ενώ η κατασκευή του από τους Μιχάλη Τεριακίδη και Στέφανο Διασυνό.
Η συντήρηση και ανάταξη του γύψινου πρωτοτύπου έγιναν από τους συντηρητές Βασίλη Μαρκάκη και Christine Hollinetz.
Η χύτευση έγινε από τους εξαιρετικούς χαλκοχύτες Βασίλη και Νίκο Καπαρό.
Σύμφωνα με το Μουσείο Μπενάκη «η τοποθέτηση είναι προσφορά του Μουσείου Μπενάκη / Εργαστηρίου Γιάννη Παππά στην πόλη της Αθήνας».