Στις 22 του μήνα θα πετούσα για το νησί. Είχα κλείσει τα εισιτήρια εβδομάδες πριν και ανυπομονούσα για την ώρα που θα καθόμουν στην παραλία και θα απολάμβανα τον αέρα στο πρόσωπο μου. Θα καθόμουν περίπου δέκα ημέρες και το πρόγραμμα μου ήταν σχετικά άνετο. Είχα ξεκινήσει να προγραμματίζω το θέμα της διπλωματικής μου και είχα κατασταλάξει σε αυτό που ήθελα να ερευνήσω. Παρόλα αυτά, θα αργούσε ακόμα να ξεκινούσε. Είχα μπροστά μου περίπου δύο μήνες μέχρι τις πρώτες συνεντεύξεις. ’Έτσι αποφάσισα να αξιοποιήσω διαφορετικά τον χρόνο που είχα μέχρι τότε και να τον αφιερώσω σε κάποιο άρθρο ή σε κάποια σύντομη ανάλυση.
Το νησί εδώ και χρόνια δέχεται μεγάλες ροές προσφύγων και μεταναστών. Το Hotspot γεμάτο και οι συνθήκες διαβίωσης εξαιρετικά απάνθρωπες για οικογένειες με μικρά παιδιά και νεογέννητα. Μελετώντας εδώ και μήνες το θέμα του προσφυγικού στο συγκεκριμένο νησί, διαπίστωσα ότι ελάχιστες εθελοντικές οργανώσεις δραστηριοποιούνται και ο αριθμός των ανεξάρτητων εθελοντών είναι ακόμα μικρότερος. Πράγματι, σχεδόν μόνο μία οργάνωση υλοποιεί προγράμματα η οποία αποτελείται εξολοκλήρου από εθελοντές και όντως με βάση τους πόρους της, η βοήθεια η οποία προσφέρει θα πρέπει να είναι σημαντικά ανακουφιστική για όσους διαμένουν στο hotspot. Οι εθελοντές κυρίως ξένοι, από όλον τον κόσμο, από όλες τις ηλικιακές ομάδες και όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα και πεδία. “Πόσο τολμηρό κι ενδιαφέρον” σκέφτηκα! Ήθελα να βγάλω τις ιστορίες τους και να τις κάνω γνωστές σε όλο τον κόσμο. Τεράστια φιλοδοξία, αρκετά μη ρεαλιστική αλλά γιατί να μη μάθουμε τί είναι αυτό που κάνει κάποιον από τη Νέα Ζηλανδία ή την Ολλανδία να αφήνει τη στρωμένη ζωή του και να έρχεται να ζήσει σε ένα μέρος στο τέρμα του Αιγαίου; Γιατί να μη μάθουμε τί κάνει κάποιον να τολμήσει να μένει 8 και πλέον ώρες στη βροχή και στη λάσπη ή στον καύσωνα για να βοηθήσει ανθρώπους που η μοίρα τους άφησε μόνους εκεί;
Έστειλα ένα email (ίσως όχι το πιο επαγγελματικό που θα μπορούσε κάποιος να γράψει) εξηγώντας το σκοπό της επίσκεψης μου και την προθυμία μου να γράψω για αυτούς και με αυτόν τον τρόπο να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστοί αλλά και να μεγαλώσουν το εθελοντικό τους δυναμικό. Με λίγα λόγια να μάθει ο κόσμος για την κατάσταση στο νησί και να τους βοηθήσει με όποιο μέσο μπορεί αλλά κυρίως μέσω της εθελοντικής προσφοράς. Να βρούμε όλοι μαζί έναν τρόπο ως κοινωνία να βοηθήσουμε αλλά και να βοηθηθούμε. Μέσα στο email μου τους εξήγησα και ορισμένα πράγματα για τη σχέση μου με τις θρησκείες και τη σχέση θρησκευτικών πεποιθήσεων και εθελοντισμού που εξετάζω. Επισυνάπτοντας το βιογραφικό μου, περίμενα την απάντηση τους αφήνοντας τους το περιθώριο να επιλέξουν εάν θα κάνουν τις συνεντεύξεις και πότε.
Η απάντηση δε με άφησε ούτε έκπληκτη ούτε απογοητευμένη. Μου δημιούργησε περισσότερες σκέψεις και ανησυχίες. Δεν ήθελαν να το πουν στους εθελοντές τους γιατί δεν θα ήθελαν να εμπλακεί το όνομα του οργανισμού με θρησκείες. Δυσκολεύτηκα να το κατανοήσω γιατί το αντικείμενο των συνεντεύξεων δεν θα είχαν καθόλου το θρησκευτικό ή θεολογικό στοιχείο. Προσπάθησα να το εξηγήσω ξανά γνωρίζοντας ήδη ότι θα έβρισκα σε τοίχο. Μάλλον δεν είχα προετοιμαστεί σωστά για αυτού του είδους την απόρριψη. Εξήγησα περιεκτικά ότι όντως ήθελα να βοηθήσω να γίνει γνωστό το έργο τους γιατί αγαπάω το νησί και θαυμάζω το όραμα τους. Η δεύτερη μου επικοινωνία δεν είχε σε καμία περίπτωση την αναμονή απάντησης.
“Μα τί μπορεί να φοβάσαι;” σκέφτηκα. Το ζήτημα των θρησκειών ήταν το κόκκινο πανί. Για ακόμα μία φορά αντί να πιστέψουμε ότι ένας Θεός μπορεί να μας ενώνει, τελικά μας χωρίζει. Η προσφορά αντί να γίνει το δώρο σε όλον το κόσμο, τελικά γίνεται ένα μυστικό για λίγους. Η ερώτηση που θα έπρεπε να κάνει, έγινε τελικά η άρνηση που “προστατεύει” την ιδιωτικότητα. Η γνωριμία έγινε τελικά το “wish you all the best” που δεν θα ωφελήσει σε τίποτα. Η συνεργασία έδωσε τη θέση της στο κλείσιμο κάθε πόρτας.
“Μα δεν είναι έτσι”, σκέφτηκα. “Πρέπει να σεβαστώ την άρνηση τους.” Και όντως θα το σεβαστώ. Απλά σκέφτομαι, εάν δεν μοιραζόμαστε, πώς θα βοηθηθούμε;